Εθνικό δράμα
Ναι, έχει απόλυτο δίκιο ο Ηλίας Μακρής στο συγκλονιστικό χθεσινό
σκίτσο του: «Δυστυχώς οι φωτιές δεν σβήνουν με τα δάκρυα». Αν έσβηναν,
δεν θα ’χαν καταπιεί οι φλόγες, και με τόση ευκολία, δέντρα, σπίτια, ζώα
και αυτοκίνητα στην Αττική, στην Εύβοια, στην Ηλεία, στα Γρεβενά, στη
Μεσσηνία. Γιατί μέρες τώρα κλαίμε όλοι, ακόμα κι αν τα μάγουλά μας
παραμένουν στεγνά. Οσοι χάνουν το βιος τους, όσοι πολεμούν τις φλόγες με
άγονη αυταπάρνηση, είτε επαγγελματίες της πυρόσβεσης είναι είτε
εθελοντές, όσοι παρακολουθούμε με ανήμπορο θυμό τον θάνατο των δασών
μας, τον θάνατό μας, σε απευθείας σύνδεση.
Αλλά πράγματι κλαίμε όλοι; Πράγματι μας καλύπτει όλους το πρώτο
πληθυντικό πρόσωπο της θυμωμένης θλίψης; Μακάρι να ’ταν έτσι. Αλλά δεν
είναι. Ουδέποτε ήταν. Ποτέ τα μείζονα εθνικά δράματα, όπως το τωρινό,
δεν συγκινούν εξίσου τους πάντες. Γιατί υπάρχουν και οι ειδικευμένοι των
κροκοδείλιων δακρύων ή του μοιρολογιού της φώκιας. Ψευτοκλαίνε για να
μαζέψουν σ’ ένα λεκανάκι το ψυχρό υγρό που τρέχει από τους δακρυγόνους
αδένες, όχι από την ψυχή τους, ώστε να το χρησιμοποιήσουν έπειτα για να
ξεπλύνουν τα λερά χέρια τους. Κροκοδειλοπιλάτοι.
Κι είναι και κάμποσοι που δεν κλαίνε καθόλου. Είναι όσοι
πορεύονται με το κυνικό δόγμα «ό,τι είναι να καεί, θα καεί», άχτιστο και
χτισμένο, οπότε το παν είναι να μην τσουρουφλιστούμε εμείς, να μην
μουντζουρώσει η στάχτη το φιλοτεχνημένο προσωπείο μας. Είναι επιπλέον
όσοι οσφραίνονται εξαιρετικές επενδυτικές – αγιογδυτικές ευκαιρίες και
στα καρβουνιασμένα. Τυχοδιώκτες χωρίς πατρίδα, και γηγενείς να είναι. Ή
μάλλον τυχοδιώκτες που δεν το έχουν σε τίποτε να παραστήσουν τους
ευπατρίδες ανάμεσα στο ένα πρότζεκτ και στο άλλο.