Το τρένο που πάτησε τις λέξεις
Πιθανότατα να μην έχετε ακούσει τον όρο «sensitivity reader». Είναι αναγνώστες που λειτουργούν ως «δικλίδες ασφαλείας», ελέγχουν τις ευαισθησίες, «ζυγίζουν» τα λόγια που ενδέχεται να πατήσουν τις χορδές του δυνητικού αναγνώστη. Πρόκειται για εξωτερικούς συνεργάτες, που χρησιμοποιούν οι εκδοτικοί οίκοι προκειμένου να τσεκάρουν, λέξη λέξη, τα υπό έκδοση βιβλία και να κρίνουν αν το περιεχόμενο ενδέχεται να θίξει το κοινό. Η νέα αυτή κατηγορία συνεργατών πληρώνεται με τη λέξη και ασκεί βέτο όταν κρίνει ακατάλληλη κάποια λέξη, προσβλητική κάποια αράδα ή επιθετική κάποια παράγραφο. Στην περίπτωση αυτή, η λέξη, αράδα ή παράγραφος πρέπει να διαγραφεί, να διευκρινιστεί ή να αντικατασταθεί από κάποιο ηπιότερο λεξιλόγιο. Αυτή είναι μια πτυχή της εργασίας τους που εξασφαλίζει την καλή φήμη του εκδότη, αποτρέποντας την πιθανότητα διασυρμού μέσω της «ακύρωσης» ενός βιβλίου από το κοινό.
Οι αναγνώστες αυτοί λειτουργούν επίσης ως αντιπρόσωποι της «βιωμένης εμπειρίας». Καθώς κυριαρχεί η αντίληψη πως κάποιος οφείλει να γράφει αποκλειστικά για ό,τι γνωρίζει, όλοι πέφτουν στην ανάγκη τους. Αυτό σημαίνει ότι αν επιλέξω για πρωταγωνιστή έναν μεσήλικο Μεξικανό με προβλήματα ψυχικής υγείας (κατ’ αρχάς, θα διόρθωνε τη λέξη «προβλήματα») δεδομένου ότι δεν είμαι Μεξικανός αντιμέτωπος με ψυχικές προκλήσεις, ούτε κινούμαι σε κύκλους Μεξικανών, καλούμαι να μην επαναπαυτώ στη φαντασία ή στην έρευνα, αλλά, για την αληθοφάνεια του γραπτού μου, να τους συμβουλευτώ. Αναλογιστείτε τι θα είχαμε στερηθεί, με την ιδέα ότι ένας συγγραφέας γράφει αποκλειστικά για την ταυτότητα που γνωρίζει· πέρα από το προφανές (της ανοησίας), θα είχαμε στερηθεί μεγάλες λογοτεχνικές μορφές, όπως η Αννα Καρένινα και η Εμα Μποβαρί, σκιαγραφημένες από άντρες.
Επισκέφθηκα την εγκυρότερη ιστοσελίδα τέτοιων «αναγνωστών». Για την υπόθεση εργασίας ότι πρέπει να γράψω για ένα «Μεξικανό με ψυχικές δυσκολίες» μπορώ να διαλέξω ως «sensitivity reader» κάποιον πολιτισμικά και ηλικιακά ταιριαστό, που κουβαλάει μια πανοπλία βιωμένου υλικού. Μπορώ να επιλέξω από έναν πλήρη κατάλογο δυσλειτουργιών που προβάλλονται εν είδει βιογραφικού, προσωπικών προβλημάτων και οικογενειακών τραυμάτων. Υπάρχει τριβή γύρω από επίπονα θέματα, από χρόνιες μυϊκές ενοχλήσεις, άγχος και κατάθλιψη μέχρι την εμπειρία ενός διπολικού πατέρα και την προσπάθεια απεξάρτησης μιας εθισμένης μάνας. Το αντικείμενο εργασίας τους, όπως αναγράφεται στην πρώτη σελίδα, συνοψίζεται στα εξής: Με τη δική τους οπτική βοηθούν τους συγγραφείς «να κερδίσουν σε οξυδέρκεια και βάθος». Βρίσκονται εκεί για να «στιλβώσουν» κείμενα, χειρίζονται με «σεβασμό» τις λέξεις τού κάθε γραφιά και καλό είναι να απευθυνθείς σε εκείνους για να σε «προστατέψουν» πριν «ακυρώσει» το βιβλίο σου το Τwitter.
Διαβάζω, όμως, και τα καλά νέα που ήρθαν με ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε. Εχει ενδιαφέρον η πορεία του. Θα σας την πω συνοπτικά. Ο εκδοτικός οίκος Bloomsbury αναθέτει τη συγγραφή βιβλίου με θέμα τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Ο οίκος Bloomsbury παραλαμβάνει το γραπτό και ενθουσιάζεται. Θεωρεί ότι είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν ποτέ γραφτεί γύρω από το θέμα. Ο οίκος Bloomsbury κάνει πίσω και ματαιώνει την κυκλοφορία του βιβλίου όταν στην «ανάγνωση ευαισθησίας» ασκήθηκε βέτο. Δεν μπορεί η αποικιοκρατία να συνεισέφερε και θετικά, παρά τις ασχημοσύνες που έκανε. Ο εκδότης κρίνει ότι δεν δύναται να υπερασπιστεί το αμφιλεγόμενο βιβλίο, που σίγουρα θα προσβάλει και θα δημιουργήσει ένταση. Ο συγγραφέας παίρνει το χειρόγραφο και τα δικαιώματα και τα πάει σε άλλον εκδότη. Το βιβλίο του Nigel Biggar κυκλοφορεί με τεράστια εμπορική επιτυχία από τον οίκο HarperCollins και έχει τίτλο «Αποικιοκρατία».
Από πότε ο εκδοτικός χώρος έγινε τόσο συμβατικός; Από πότε η βιομηχανία που κατάφερε να προκαλέσει και να υπερασπιστεί τον «Οδυσσέα» του Τζόις, τον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι» του Ντ. Χ. Λόρενς και, πριν από 35 χρόνια, τους «Σατανικούς στίχους» του Ρουσντί, έγινε τόσο άτολμη; Υποθέτω ότι από τότε που όλοι και όλα ξεκίνησαν να εισπνέουν διαμαρτυρία, άρχισαν να εκπνέουν μονάχα δειλία. Ετσι είναι η ατολμία. Σε αντίθεση με την αποφασιστικότητα, η ατολμία είναι μεταδοτική. Δεν μας αρέσουν οι εντάσεις, αποφεύγουμε τα ρίσκα. Θέλουμε να είμαστε καλοί και ευγενικοί, θέλουμε επιδοκιμασία, να βρισκόμαστε στη «σωστή» πλευρά.
Ο πουριτανισμός, όμως, δεν έχει θέση στην τέχνη και «η τέχνη δεν πρέπει να βρίσκεται σε ενάρετα χέρια», όπως είπε ο Νικ Κέιβ. «Η λογοτεχνία δεν είναι ηθικά καλλιστεία. Η δύναμή της εκπορεύεται από το κύρος και την τόλμη με την οποία επιτυγχάνει την ενσάρκωση ενός ρόλου, αυτό που μετράει είναι το πόσο πιστευτή γίνεται», έγραψε ο Φίλιπ Ροθ («Διαβάζοντας τον εαυτό μου και τους άλλους», εκδ. Πόλις). Στις σελίδες ενός βιβλίου θέλουμε να διαβάσουμε τις σκέψεις του ήρωα, ακόμη και αυτές που δεν μας αρέσουν, τις άβολες, τις ανήθικες, ακόμη και τις διεστραμμένες. Η σφοδρότητα της λογοτεχνίας βρίσκεται στην υπέρβαση, η εξουσία της βρίσκεται στη φαντασία, καταπατάει τα τετριμμένα εμπόδια και παραβιάζει τους γήινους περιορισμούς.
Τα ευπρεπή κείμενα είναι συμβατικά κείμενα, τα βιβλία χωρίς ρίσκο είναι αναμενόμενα βαρετά βιβλία. Ο Ροθ ξανά –στο ίδιο βιβλίο– γράφει ότι «ένας συγγραφέας μπορεί να στρεβλώσει το βιωμένο υλικό, να το παρωδήσει, να το βασανίσει, να το υπονομεύσει, να το εκμεταλλευτεί. Η μόνη ευθύνη και υποχρέωση του συγγραφέα είναι να μεριμνά για την ακεραιότητα του δικού του λόγου».
Και αυτό με φέρνει στον Σαλμάν Ρουσντί και στην πρώτη συνέντευξη που έδωσε, πριν από λίγες ημέρες, μετά τις 15 μαχαιριές που δέχτηκε σε μια εκδήλωση όπου ήταν ομιλητής και του στοίχισαν το ένα του μάτι. Είναι η ενσάρκωση της ελευθερίας του λόγου. Χαμηλόφωνα αντιστέκεται, συνεχίζει να καταγράφει την καθημερινή του εμπειρία, πιστεύοντας ότι τα βιβλία του είναι πιο ενδιαφέροντα από τη ζωή του. Οι «Σατανικοί στίχοι» δεν θα κυκλοφορούσαν ποτέ στην εποχή μας. Θα κρίνονταν ως βλάσφημοι πριν ακόμη τους ανακαλύψει η φανατική κοινότητα των ισλαμιστών και ο Χομεϊνί εκδώσει «φετφά» επικηρύσσοντάς τον ως νέο εχθρό. Οι «αναγνώστες ευαισθησίας» θα είχαν παρέμβει εγκαίρως και θα είχαν αποτρέψει την έκδοσή του. Θα είχαν ακυρώσει πολλά βιβλία, σίγουρα την «Αννα Καρένινα», γιατί δεν θα μπορούσαν ποτέ να πιστέψουν ότι μια γυναίκα δεν είναι δυναμική. Οτι μια πρωταγωνίστρια μπορεί να είναι τόσο ανίσχυρη μπροστά στον έρωτα, που οικειοθελώς πέφτει στις γραμμές ενός τρένου. Ούτε βέβαια θα μπορούσαν να βρουν γυναίκα που να έχει επιζήσει και να μπορεί να περιγράψει την εμπειρία της πτώσης μπροστά από ένα τρένο.
Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire