Αρθρο του Κ. Μεγήρ στην «Κ»: Πώς θα χρηματοδοτήσουμε την έρευνα
Τον Ιούλιο του 2022 οι καθηγητές Κ. Δροσάτος και Ν. Κτιστάκης δημοσίευσαν μια επιστολή στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Nature, ζητώντας τη δημιουργία Εθνικού Ιδρύματος για την έρευνα στην Ελλάδα. Σαράντα επιστήμονες, ανάμεσά τους κι εγώ, συνυπέγραψαν την επιστολή
Τον Ιούλιο του 2022 οι καθηγητές Κ. Δροσάτος και Ν. Κτιστάκης δημοσίευσαν μια επιστολή στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Nature, ζητώντας τη δημιουργία Εθνικού Ιδρύματος για την έρευνα στην Ελλάδα. Σαράντα επιστήμονες, ανάμεσά τους κι εγώ, συνυπέγραψαν την επιστολή. Μέσα από αυτήν τίθεται το θεμελιώδες ζήτημα της έλλειψης συστηματικής χρηματοδότησης, που θα στήριζε την έρευνα στην Ελλάδα.
Οι δαπάνες της Ελλάδας για έρευνα και ανάπτυξη το 2019 ήταν 1,3% του ΑΕΠ. Στη Γερμανία ήταν 3,2% και ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ ήταν 2,7% του ΑΕΠ. Αυτό το τεράστιο έλλειμμα περιορίζει το αναπτυξιακό δυναμικό της Ελλάδας και εγγυάται μια διαρκή εξάρτηση από τομείς σχετικά χαμηλής προστιθέμενης αξίας, όπως ο τουρισμός και η γεωργία. Παράλληλα, καθιστά την Ελλάδα μη ελκυστική για τους υψηλής ειδίκευσης Ελληνες και ξένους ερευνητές. Η Ελλάδα δείχνει να πάσχει από την κατάρα των χωρών μεσαίου εισοδήματος: δεν είναι ακριβώς φτωχή χώρα, αλλά αδυνατεί να κάνει το απαιτούμενο άλμα ώστε να ενταχθεί στις τάξεις των πραγματικά εύπορων χωρών με τις οποίες θέλουμε να συγκρινόμαστε. Πολλοί από εμάς γράφουμε, εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον, για τη σημασία των μεταρρυθμίσεων που θα έκαναν τις επενδύσεις στην Ελλάδα απλούστερες και ελκυστικότερες. Εχουν γίνει κάποια βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά τώρα πρέπει να ανεβάσουμε ταχύτητα για να δημιουργήσουμε τις συνθήκες ώστε να ξεφύγουμε από την παγίδα του μεσαίου εισοδήματος.
Η Ελλάδα στερείται μιας σταθερής πηγής χρηματοδότησης για βασική έρευνα. Οι χώρες με το βιοτικό επίπεδο στο οποίο προσδοκούμε, όπως η Γαλλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, διαθέτουν σημαντικούς προϋπολογισμούς, οι οποίοι διατίθενται στους ερευνητές σε ανταγωνιστική βάση, για να υλοποιήσουν έργα της δημιουργικότητάς τους. Η διαδικασία λειτουργεί ως εξής: η κυβέρνηση κατανέμει κάθε χρόνο κονδύλια για βασική έρευνα. Αυτά στη συνέχεια παραδίδονται σε ανεξάρτητα ερευνητικά συμβούλια, τα οποία με τη σειρά τους τα διανέμουν στους ερευνητές έπειτα από μια άκρως ανταγωνιστική διαδικασία αξιολόγησης των προτάσεων. Ετσι ένας νέος ερευνητής που ξεκινάει την καριέρα του μπορεί να λάβει 50.000 ή 100.000 ευρώ και ένας πιο καταξιωμένος μπορεί να περιμένει πολύ μεγαλύτερα ποσά. Αυτό δημιουργεί μια δυναμική ερευνητική κοινότητα που παράγει γνώση, δημιουργεί διπλώματα ευρεσιτεχνίας και εκπαιδεύει άτομα που εντάσσονται στη βιομηχανία με γνώσεις αιχμής. Με τη σειρά του, αυτό προσελκύει επιχειρήσεις που χρειάζονται τέτοια εξειδικευμένα άτομα. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο Λονδίνο για να δει παραδείγματα των αποτελεσμάτων μιας τέτοιας πολιτικής: εταιρείες τεχνολογίας, όπως η Deep Mind, ιδρύονται κοντά σε πανεπιστήμια διεθνούς επιπέδου με ευρύ ερευνητικό χαρτοφυλάκιο, από τις νευροεπιστήμες έως τις κοινωνικές επιστήμες. Και η βιομηχανία της βιοτεχνολογίας στις βορειοανατολικές ΗΠΑ, όπου διαπρέπουν πολλοί Ελληνες επιστήμονες, είναι ένα άλλο λαμπρό παράδειγμα του τι μπορεί να επιτευχθεί με καλά χρηματοδοτούμενα ερευνητικά πανεπιστήμια, όπως το ΜΙΤ, το Χάρβαρντ και το Γέιλ. Τι εμποδίζει την Ελλάδα να διεκδικήσει τέτοια γνώση και καινοτομία –αντί της ατολμίας στην προώθηση της έρευνας– και ένα φιλικό προς τις επενδύσεις περιβάλλον;
Τι εμποδίζει την Ελλάδα να διεκδικήσει τέτοια γνώση, καινοτομία και ένα φιλικό προς τις επενδύσεις περιβάλλον;
Η χρηματοδότηση της έρευνας θα πρέπει να καλύπτει ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών πεδίων, όπως οι φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά, οι κοινωνικές και οι ανθρωπιστικές επιστήμες. Τα δύο πρώτα έχουν προφανή σχέση με τη βιομηχανία. Πώς όμως θα προωθήσουμε τη δημοκρατία και την κατανόηση της κοινωνίας μας και των αναγκών της χωρίς άριστη αντίληψη της γλώσσας, της λογοτεχνίας και της ιστορίας; Ποιος θα χρηματοδοτήσει την έρευνα σε αυτούς τους τομείς; Και τι γίνεται με τις κοινωνικές επιστήμες, που είναι το θεμέλιο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής; Για να φέρω ένα παράδειγμα ενός από τους τομείς ενδιαφερόντων μου: δεν υπάρχουν δεδομένα που να μπορούν να παρέχουν μια συστηματική κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα παιδιά εξελίσσονται από τη γέννηση έως το τέλος της εφηβείας στην Ελλάδα. Και όσον αφορά την κατανόηση των επιδόσεων των περιθωριοποιημένων ομάδων, όπως τα παιδιά από οικογένειες με χαμηλότερα εισοδήματα, τους νέους μετανάστες και τους πρόσφυγες, βρισκόμαστε στο απόλυτο σκοτάδι. Βλέπουμε τις χαμηλές επιδόσεις μόνο στη μελέτη PISA, αλλά, με κάποιες λαμπρές εξαιρέσεις από το Πανεπιστήμιο Κρήτης για παράδειγμα, μας λείπουν βασικά στοιχεία που να μας καθοδηγήσουν σε μια διάγνωση. Και ένας από τους λόγους είναι η έλλειψη χρηματοδότησης της έρευνας. Πολλοί ερευνητές τα παρατάνε και φεύγουν, προσφέροντας τη δημιουργικότητά τους σε όφελος άλλων χωρών, ενώ άλλοι, που μένουν στην Ελλάδα, αρκούνται σε ό,τι μπορούν να εξασφαλίσουν, συνήθως από την Ε.Ε.
Ενα γενναιόδωρο και σταθερό σύστημα χρηματοδότησης της έρευνας, με ελάχιστες διακυμάνσεις από χρόνο σε χρόνο, θα ενισχύσει την έρευνα των εγχώριων επιστημόνων και τελικά θα προσελκύσει Ελληνες επιστήμονες όλων των τομέων πίσω στην Ελλάδα, προωθώντας την ανάπτυξη δεξιοτήτων και την καινοτομία στο υψηλότερο επίπεδο. Αυτό θα προάγει την ανάπτυξη, θα στηρίξει πολιτικές με ισχυρή βάση στοιχείων και θα ενισχύσει τους θεσμούς της δημοκρατίας. Το πρώτο μετασχηματιστικό βήμα της σύγχρονης ελληνικής ανάπτυξης πραγματοποιήθηκε κατά τη μεταπολεμική περίοδο και τροφοδοτήθηκε από τις επενδύσεις σε υποδομές και εκπαίδευση. Το επόμενο μετασχηματιστικό βήμα πρέπει να είναι η προώθηση μιας οικονομίας βασισμένης στη γνώση, η οποία θα τροφοδοτείται από την έρευνα και την ανάπτυξη.
Ο κ. Κώστας Μεγήρ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Yale.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire