Στο πλευρό του στέκονταν συνεχώς οι μούσες και η έμπνευση. Πρόκειται για
τον Βάσο Μίστικλο, έναν 92χρονο που διηγείται μέσα από πίνακες
ζωγραφικής, γλυπτά και κατασκευές μια πλούσια ιστορία που ξεκινά από την
Πενταλιά της Πάφου και φτάνει έως την άλλη άκρη του νησιού.
Στα υλικά του βρίσκονταν ανακυκλώσιμα υλικά, τενεκεδάκια,
καρποί, κουκούτσια και φλούδια από φρούτα όπως ροδάκινα και πόμελα,
κουκουνάρες, μπογιές, ξύλο, σύρμα. Το μεράκι του κ. Μίστικλου είναι να
δημιουργεί, να μεταποιεί, να επισκευάζει και να δίνει μια νέα ζωή σε ένα
αντικείμενο. Το εσωτερικό του σπιτιού του ήταν ντυμένο με τέχνη.
Εκατοντάδες πίνακες κρέμονταν στους τοίχους και στέκονταν στο πάτωμα.
Ανάμεσα στους πιο πρόσφατους ένας που αναπαριστά τον κορωνοϊό με τρόπο
δαιμονικό. «Εδώ είναι η μητέρα μου, Μαρικλού. Δίπλα της ο πατέρας μου, ο
Αθανάσης», σημείωσε και έδειξε δύο πορτρέτα που δέσποζαν στο κέντρο
άλλων πινάκων. Παραδίπλα μια γυναίκα, πρόσφυγας, που η πικρή ιστορία
της, οι διωγμοί και ο θάνατος, τον είχαν αγγίξει βαθιά. Πιο πέρα η
σύζυγός του, «είναι πίνακας που έκανα βλέποντας τη φωτογραφία. Ήμασταν
εκδρομή στις Πλάτρες.
Πηγαίναμε αρκετά συχνά». Στα χέρια του έπιασε έναν πίνακα που απεικόνιζε
την Πέτρα του Ρωμιού. «Να αυτός γράφει ότι είναι από το 1960. Το ίδιο
και αυτός», είπε και έπιασε μια ακόμη ζωγραφιά.
Ανάμεσα στα πορτρέτα, τα τοπία και την αφηρημένη τέχνη στέκονταν επίσης
διάφορες χειροτεχνίες. Δέντρα από σύρμα, από κοχύλια, από καρύδια, από
κέλυφος αβγών. Γλυπτά από αποξηραμένο ανανά. Αρκετά από αυτά σουρεάλ και
άλλα πάλι ρεαλιστικά. Στην άκρη ενός δωματίου ένα κορίτσι χόρευε. Στην
άλλη άκρη ένα ολάνθιστος κάμπος. Στην κουζίνα και στο υπνοδωμάτιο,
δεκάδες μακέτες μικρών εκκλησιών. Βάζα και δοχεία, καμωμένα από διάφορα
υλικά. Μύριες αποχρώσεις και μοτίβα. Ακόμη και μουσικά όργανα
δημιούργησε. «Εκεί είναι τέσσερα μαντολίνα. Και βιολιά», είπε και πέρασε
στα χέρια του έναν μικρό μπαγλαμά.
«Πάντα έφτιαχνα πράγματα. Από παιδί», εξήγησε και πρόσθεσε: «Μου
προκαλεί μεγάλη χαρά και ικανοποίηση όταν επισκευάζω κάτι που έχει
σπάσει. Να φτιάχνω δικά μου αντικείμενα. Δικά μου εργαλεία και
εξαρτήματα. Εκείνη η ιδέα που θα έρθει στο μυαλό μου. Λέω καμία φορά
στον εαυτό μου τι σημαντικό όταν αγγίξει το ανθρώπινο χέρι. Πώς
ζωντανεύει κάτι».
Έφυγε παιδί από το σπίτι για να δουλέψει
Περπάτησε από την Πάφο ως τη Λεμεσό, δίχως φαγητό και χρήματα
Ολόκληρη η Κύπρος έγινε σπίτι του Βάσου Μίστικλου, αφού η
φτώχεια από πολύ νωρίς τον απομάκρυνε από το πατρικό του σπίτι. Όπως
εξιστόρησε, γεννήθηκε και αναγιώθηκε στην Πενταλιά της Πάφου, όπου έζησε
με τους γονείς του, τις δύο αδελφές του και τους δύο αδελφούς του.
Επρόκειτο για μια αγαπημένη, μα πολύ φτωχή οικογένεια, που μετά βίας τα
έβγαζε πέρα. «Ήμασταν φτωχοί. Έτυχε να δω τη μητέρα μου να ζητά δανεικά.
Το φαγητό στο σπίτι να τελειώνει. Για πρώτη φορά βρήκα τον πατέρα μου
να κλαίει», περιγράφει ο κ. Μίστικλος και σημειώνει πως τότε, μιας και
ήταν παιδί, κατάλαβε σε πόσο δύσκολη θέση βρίσκονταν.
«Αποφάσισα να φύγω από το σπίτι για να μην είμαι άλλο
βάρος, ελπίζοντας πως θα ακολουθήσει και ο κατά 10 χρόνια μεγαλύτερος
αδελφός μου», σημείωσε και εξήγησε πως τότε ήταν γύρω στα 15 του χρόνια.
«Έραψα ένα σακί για το ταξίδι μου και μέσα έβαλα ένα ξερό ψωμί και ό,τι
άλλο βρήκα». Μια από τις αδελφές του, όπως περιγράφει, αντιλήφθηκε τις
ετοιμασίες του και σύντομα έμαθε τους σκοπούς τους. «Το είπε στους
γονείς μου και εκείνοι το βράδυ μου άδειασαν το σάκο. Έβγαλαν και το
φαγητό και τα λιγοστά σελίνια που είχα μαζέψει δουλεύοντας στο δάσος
Πάφου». Αποφασισμένος, όπως ήταν, το επόμενο πρωί πηγαίνει να ποτίσει τα
χωράφια και έπειτα κινεί για το ταξίδι του.
«Έφυγα από το χωριό περπατητός. Δεν είχα ούτε χρήματα.
Ούτε φαγητό. Στους γονείς μου δεν είπα τίποτα», αναπολεί και σημειώνει
ότι κατάφερε να φτάσει στη Λεμεσό. Εκεί δεν είχε κανένα, αλλά για καλή
του τύχη στο τέλος του οδοιπορικού του συνάντησε ένα συνομήλικο
συγχωριανό του που τον βοήθησε. Έχοντας κάποια εμπειρία ως σκαρπάρης
ξεκίνησε ως ψυχοπαίδι σε ένα τσαγκαράδικο. Με το μεράκι και την τέχνη
του, κατάφερε να γίνει και πρωτομάστορας. Έμαθε να φτιάχνει κάθε λογής
παπούτσια. Να αντιγράφει σχέδια από βιτρίνες και να τα φτιάχνει ακριβώς
τα ίδια. Όμως, η φτώχεια τού ξαναχτύπησε την πόρτα.
Έφυγε για τη Λάρνακα μαζί με τον αδελφό του, αλλά λίγο καιρό αργότερα
επέστρεψαν ξανά στη Λεμεσό. Από εκεί, έφυγαν με έναν εργοδότη για την
Αμμόχωστο, μήπως και γλυτώσουν από την πείνα τους. Μάταιη η προσπάθεια.
Τελικά το 1950, ο κ. Μίστικλος φτάνει στη Λευκωσία. «Έκτοτε ζω εδώ»,
εξηγεί και προσθέτει ότι με τα χρόνια χρειάστηκε να εγκαταλείψει την
τέχνη του τσαγκάρη. Πέρασε από θέσεις σερβιτόρου και μπάρμαν, από
ξενοδοχεία. «Εργάστηκα ακόμη και σε καμπαρέ της βρετανικής λεγεώνας», εξήγησε και
πρόσθεσε ότι από όλες αυτές τις εργασίες γνώρισε ανθρώπους σπουδαίους
και ανθρώπους που δεν τους ξεχνά ποτέ.