Προς τα πού βαδίζει η Τουρκία;
Τρεις κορυφαίοι αναλυτές της γειτονικής χώρας μιλούν στην «Κ» για το παρόν και το μέλλον της πατρίδας τους
Τρεις πολιτικοί επιστήμονες που χαίρουν εκτίμησης εντός και εκτός Τουρκίας, ο Σονέρ Τσαγκαπτάι (Washington Institute), ο Σινάν Ουλγκέν (Carnegie Europe) και ο Μπεχλούλ Οζκάν (European Council of Foreign Affairs, Πανεπιστήμιο Μαρμαρά), συμφωνούν ότι η Τουρκία έχει μεταβάλει υπέρ της την ισορροπία δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στην πολυετή οικονομική ανάπτυξη που συνεχίστηκε έως σχετικά πρόσφατα, καθώς και στην τεχνολογία των drones που εξασφάλισαν θεαματικές ανατροπές στη Συρία, στη Λιβύη, στο Βόρειο Ιράκ και στο Αζερμπαϊτζάν. Η Τουρκία, χωρίς να εγκαταλείπει τη Ρωσία, προ ημερών εκδήλωσε την υποστήριξή της στην Ουκρανία, μεταδίδοντας έτσι ένα σαφές μήνυμα στο ΝΑΤΟ ότι μπορεί και πρέπει να θεωρείται ισχυρός παράγοντας ισορροπίας. Σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, επιδιώκει μια νέα συμφωνία συνολικά για την Κύπρο και το Αιγαίο και δεν επιθυμεί πόλεμο. Η εντύπωση που επικρατεί στην τουρκική κοινή γνώμη είναι ότι η Κύπρος δηλητηριάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήδη από τη δεκαετία του ’50 και ότι από τότε Ευρώπη και ΗΠΑ αδικούν διαρκώς την Τουρκία. Συγκεκριμένα, στερούν από την τουρκοκυπριακή κοινότητα τα δικαιώματα που πρέπει να έχουν οι πολίτες ενός σύγχρονου κράτους. Ο πρόεδρος Ερντογάν έχει σφραγίσει την ιστορία της Τουρκίας, καθώς ήδη κυβερνά περισσότερα χρόνια από τον Κεμάλ Ατατούρκ και έχει επιταχύνει τις διεργασίες για τη λεγόμενη «Τουρκική Ισλαμική Σύνθεση», μια μορφή ενιαίας εθνικής ταυτότητας πέρα από το δίπολο «ισλαμιστών – κοσμικών». Παρά τις κατηγορίες εναντίον του για υπονόμευση της Δημοκρατίας, οι δήμοι των μεγάλων πόλεων ελέγχονται από τους αντιπάλους του που κέρδισαν εκλογές. Ο υψηλός πληθωρισμός και η νομισματική αστάθεια εντείνουν τη δυσφορία, ενώ οι νεότερες ηλικίες, οι κάτοικοι των αστικών κέντρων και η μεσαία τάξη επιθυμούν αλλαγή ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2023.
Διογκώνεται η δυσφορία απέναντι στο κατεστημένο
Σονέρ Τσαγκαπτάι*
«Η πανδημία και η φθίνουσα οικονομία έχουν προκαλέσει ισχυρό πλήγμα στο ηγετικό κύρος του προέδρου Ερντογάν», εκτιμά ο συγγραφέας Σονέρ Τσαγκαπτάι. Διακρίνει μάλιστα ότι τα προβλήματα για τον Τούρκο πρόεδρο ξεκίνησαν ήδη από το 2019, όταν ο υποψήφιος του κόμματός του έχασε τη δημαρχία της Κωνσταντινούπολης. Ο κ. Τσαγκαπτάι δεν αποκλείει νέες επεμβάσεις όπως αυτές που έγιναν στη Συρία, στη Λιβύη και στο Αζερμπαϊτζάν, σε μια προσπάθεια να εκτραπεί η προσοχή της κοινής γνώμης από τα εσωτερικά προβλήματα. Ωστόσο, η πολυετής παραμονή στην εξουσία έχει οδηγήσει τον Τούρκο πρόεδρο να απομονωθεί στο Παλάτι, στο κέντρο ενός διαρκώς μικρότερου κύκλου συμβούλων. Αυτό μάλλον δυσχεραίνει τη δυνατότητά του να σχεδιάσει μια συνεκτική στρατηγική για τις εκλογές του 2023, την ίδια ώρα που διογκώνεται στην κοινωνία μια αίσθηση δυσφορίας απέναντι στο κατεστημένο. Ο Τούρκος πολιτικός επιστήμονας εκτιμά ότι ο Ερντογάν θα επιχειρήσει συνεννόηση με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, αλλά δεν θα εγκαταλείψει τον πρόεδρο της Ρωσίας. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν έσπευσε κοντά του αμέσως μετά το πραξικόπημα και στη συνέχεια «πρόσφερε» το σύστημα S-400 προκαλώντας ρήγμα στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ. Προσθέτει ωστόσο ότι «υπάρχουν ουσιαστικά πεδία συνεργασίας των ΗΠΑ με την Τουρκία, όπως η Ουκρανία και η Κριμαία». Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν ίσως διεκδικήσει έναν κρίσιμο εξισορροπητικό ρόλο μεταξύ ΗΠΑ – Ρωσίας στην περιοχή, ενισχύοντας έτσι τη θέση της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης.
Η ευαίσθητη ισορροπία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων επιβαρύνεται από
το σκάνδαλο της τράπεζας Halkbank, που καταστρατήγησε τις κυρώσεις κατά
του Ιράν. Εάν η αμερικανική Δικαιοσύνη επιβάλλει πρόστιμα, αφενός
μπορεί να πληγούν μέλη της οικογένειας Ερντογάν που σχετίζονται με την
τράπεζα και αφετέρου μπορεί να αποσταθεροποιηθεί το τουρκικό
χρηματοπιστωτικό σύστημα. Από την άλλη πλευρά, η αμερικανική υποστήριξη
στην Κουρδική Πολιτοφυλακή στη Συρία (YPG) παραμένει το κύριο πρόβλημα
των Τούρκων. «Οταν ο Μπάιντεν ήταν αντιπρόεδρος των ΗΠΑ είχε
διαβεβαιώσει τον Ερντογάν ότι η υποστήριξη ήταν προσωρινή με στόχο την
ήττα του ISIS. Η τουρκική εκτίμηση ότι οι Αμερικανοί αθέτησαν αυτή τη
δέσμευση εξηγεί τη διάβρωση της εμπιστοσύνης προς τις ΗΠΑ που
χαρακτηρίζει τον στρατό, τις μυστικές υπηρεσίες και το υπουργείο
Εξωτερικών. Μπορεί τα στελέχη των παραπάνω θεσμών να μην
ευθυγραμμίζονται στο σύνολό τους με τον Ερντογάν, ωστόσο συμμερίζονται
την αγανάκτησή του σε ό,τι αφορά την αμερικανική υποστήριξη των Κούρδων
στη Συρία (YPG)». Σε ό,τι αφορά τα drones, ο κ. Τσαγκαπτάι λέει ότι η
Τουρκία επιτέθηκε πρόσφατα με drones κατά στρατοπέδων που διατηρεί η
ηγεσία του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) στο βόρειο Ιράκ. Η
επιτυχία της επίθεσης ίσως αναγκάσει τους Κούρδους να επιστρέψουν στο
τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Παράλληλα, ο Ερντογάν παρέχει drones στο
Κίεβο που χρησιμοποιούνται απέναντι στις ρωσικές δυνάμεις στην ανατολική
Ουκρανία! Ωστόσο, ο Τούρκος πρόεδρος βρίσκεται μπροστά στο πρόβλημα
μιας τουρκικής κοινωνίας χωρισμένης ακριβώς στη μέση σε επίπεδο
υποστήριξης ανάμεσα στον ίδιο και στην αντιπολίτευση. Επομένως, η κρίση
της σύγχρονης Τουρκίας οφείλεται στο γεγονός ότι παρά τον διχασμό αυτό, ο
Ερντογάν επιμένει να αλλάξει τη χώρα με βάση τα δικά του πρότυπα.
*
Ο κ. Σονέρ Τσαγκαπτάι είναι διευθυντής του ερευνητικού προγράμματος για
την Τουρκία στο Washington Institute. Τα βιβλία του «Ρετζέπ Ταγίπ
Ερντογάν» και «Η Αυτοκρατορία του Ερντογάν» κυκλοφορούν στα ελληνικά.
Η μεταμόρφωση σε περιφερειακή δύναμη
Σινάν Ουλγκέν*
O πρώην διπλωμάτης και συγγραφέας Σινάν Ουλγκέν υποστηρίζει ότι η άποψη που υπάρχει στην Ελλάδα για μια Τουρκία που επεκτείνει διαρκώς τις διεκδικήσεις της αδικεί τη χώρα του. «Οι περισσότεροι Τούρκοι πολιτικοί αναγνωρίζουν τη ματαιότητα τέτοιων υπερβολικά φιλόδοξων βλέψεων. Αλλά την ίδια στιγμή πολλοί Τούρκοι πιστεύουν ότι η διεθνής κοινότητα δεν αντιμετωπίζει τις διαφορές της Τουρκίας με την Ελλάδα με δίκαιο τρόπο, και ιδίως σε ό,τι αφορά την Κύπρο». Ο κ. Ουλγκέν εξηγεί ότι υπάρχει στην Τουρκία διακομματική συναίνεση στην εκτίμηση ότι οι Τουρκοκύπριοι δικαιούνται μια άλλη λύση, που θα τους επιτρέψει να απολαύσουν τις ελευθερίες ενός σύγχρονου κράτους. Και προσθέτει: «Αν αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί στη βάση της αμοιβαίας αναγνώρισης της πολιτικής ισότητας των δύο κοινοτήτων, τότε εναλλακτικές λύσεις θα πρέπει τουλάχιστον να διερευνηθούν». Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η Τουρκία πιστεύει ότι υπάρχουν αρκετές διμερείς διαφορές που πρέπει να διευθετηθούν αποκλειστικά με διπλωματικά μέσα. «Παρά κάποιες αντίθετες απόψεις, η Τουρκία δεν αντιτίθεται στην παραπομπή κάποιων από τις διαφορές αυτές στα διεθνή δικαστήρια. Αλλά ακόμη και αυτό προϋποθέτει κάποια σύγκλιση με την Ελλάδα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη φύση αυτών των διαφορών και τους νομικούς κανόνες βάσει των οποίων θα παραπεμφθούν σε ένα δικαστήριο».
Ο κ. Ουλγκέν εκτιμά πως «η μεταμόρφωση της Τουρκίας σε περιφερειακή δύναμη είναι μη αναστρέψιμη». Ισως όμως μεταβληθεί ο τρόπος με τον οποίο η Τουρκία διαχειρίζεται την ισχύ της. «Τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία δοκιμάζει την υπόθεση της μονομερούς εφαρμογής μιας φιλόδοξης πολιτικής. Μια εναλλακτική υπόθεση θα ήταν μια αναδιατύπωση του εθνικού συμφέροντος συμβατή με τη θέση της Τουρκίας στην κοινωνία των δυτικών εθνών». Αυτή η εκδοχή κερδίζει έδαφος, ιδίως μετά την εκλογή του προέδρου Μπάιντεν στις ΗΠΑ και σε αυτή την περίπτωση ο ισλαμικός χαρακτήρας της τουρκικής πολιτικής μπορεί να υποχωρήσει.
Σε ό,τι αφορά την πρόσφατη επιστολή των πρώην ναυάρχων, ο κ. Ουλγκέν
θεωρεί ότι δεν θα προκαλέσει εξελίξεις καθώς όλοι είναι συνταξιούχοι και
όσοι συνελήφθησαν ήδη απελευθερώθηκαν. Οσο για τις δυσκολίες της
τουρκικής οικονομίας, δεν είναι ίδιες με εκείνες που αντιμετώπισε η
Ελλάδα προ δεκαετίας. «Το πρόβλημα της Τουρκίας είναι η επιστροφή στην
ανάπτυξη που εμποδίζεται λόγω του πληθωρισμού (16%) και της εξάντλησης
των εξωτερικών διαθεσίμων της κεντρικής τράπεζας (έλλειμμα 60 δισ.
δολαρίων) που προκάλεσε η κακή διαχείριση των μακροοικονομικών μεγεθών».
Η μείωση του πληθωρισμού προϋποθέτει μέτρα λιτότητας, που όμως θα είναι
δύσκολο να αποφασιστούν, ιδίως ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2023. Η
έκβαση των εκλογών είναι ανοιχτή και την ηγεσία του συνασπισμού της
αντιπολίτευσης διεκδικούν η πρόεδρος του «Καλού Κόμματος» και πρώην
υπουργός Εξωτερικών Μεράλ Ακσενέρ, ο δήμαρχος Κωνσταντινούπολης Εκρέμ
Ιμάμογλου και ο δήμαρχος Αγκυρας Μανσούρ Γιαβάς. Σύμφωνα με την πιο
πρόσφατη δημοσκόπηση που δημοσίευσε ο οργανισμός Türkiye Raporu, η
υποστήριξη για τον συνασπισμό υπό τον Ερντογάν υποχώρησε στο 45%, με την
αντιπολίτευση να βρίσκεται στο 55%, ενώ το Κόμμα Δικαιοσύνης και
Ανάπτυξης του Τούρκου προέδρου υποστηρίζεται από το 26,5%. «Ο Ερντογάν
έχει μπροστά του έναν ανηφορικό δρόμο», εκτιμά ο κ. Ουλγκέν.
*
Ο κ. Σινάν Ουλγκέν είναι visiting scholar στο Carnegie Europe στις
Βρυξέλλες. Πρώην διπλωμάτης, είναι ιδρυτικό στέλεχος της εταιρείας
συμβούλων Istanbul Economics και πρόεδρος του think tank της Πόλης,
Center for Economics and Foreign Policy Studies.
Πολλά από τα στερεότυπα δεν είναι ακριβή
Μπεχλούλ Οζκάν*
Στις 28 Ιουνίου 2014 ο Μπεχλούλ Οζκάν δημοσίευσε άρθρο στους New York Times με τίτλο «Η αυτοκρατορική φαντασίωση της Τουρκίας» (Turkey’s Imperial fantasy). Ο Τούρκος ακαδημαϊκός αναφερόταν στο όραμα του πρώην υπουργού Εξωτερικών και πρωθυπουργού Αχμέτ Νταβούτογλου. Πρόκειται για το όραμα μιας Τουρκίας που δεν θα ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά αντίθετα θα εξελιχθεί σε περιφερειακή δύναμη.
Σήμερα ο Νταβούτογλου έχει απομακρυνθεί από τον Τούρκο πρόεδρο και
έχει ιδρύσει το δικό του κόμμα, το Κόμμα του Μέλλοντος (2% στις
δημοσκοπήσεις). Φαίνεται όμως ότι ο Ερντογάν εφαρμόζει κατά γράμμα τη
δική του ατζέντα. Μήπως αυτό ήταν το σχέδιό του από την αρχή;
Ο
Οζκάν, φίλος της Ελλάδας, εξηγεί στην «Κ» ότι πολλά από τα ερμηνευτικά
στερεότυπα που διατηρούμε για την Τουρκία δεν είναι ακριβή. Κατά τη
γνώμη του, «η Τουρκία θέλει να έχει ειρηνικές σχέσεις με την Ελλάδα,
αλλά εκείνο που δηλητηριάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήδη από τη
δεκαετία του ’50 είναι η Κύπρος» και η μεταχείριση της τουρκοκυπριακής
μειονότητας.
Η Κύπρος ενώνει τους Τούρκους. Οι Τούρκοι αισθάνονται αδικημένοι στην Κύπρο, τόσο από τους Ελληνες όσο και από τη Δύση. Παράλληλα, το υποτιθέμενο χάσμα ανάμεσα στον στρατό και στους ισλαμιστές δεν αποδίδει τις πραγματικές ισορροπίες. Ο Οζκάν υπενθυμίζει ότι ο ιστορικός ηγέτης των ισλαμιστών, Νετσμετίν Ερμπακάν, κοντά στον οποίο άρχισε την πολιτική διαδρομή του ο Ερντογάν, ήταν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ετζεβίτ όταν έγινε η εισβολή στην Κύπρο το 1974. Η Ελλάδα και η Δύση δεν έχουν αντιληφθεί ότι ήδη από τότε ξεκίνησε μια νέα ισλαμική σύνθεση, καθώς ο ισλαμισμός με πατριωτικό περιεχόμενο άρχισε να συγκλίνει πολιτικά με τον στρατό και τους άλλους θεσμούς.
«Ο Ερντογάν επιτάχυνε την τουρκική – ισλαμική σύνθεση που χαρακτηρίζει σήμερα τη χώρα και το κατάφερε γιατί παραμένει ο μοναδικός ισλαμιστής πολιτικός που είναι ταυτόχρονα ιδεολόγος και πραγματιστής και προπαντός κερδίζει εκλογές». Οι εκλογές δεν πρόκειται να καταργηθούν στην Τουρκία. Είναι ο θεμέλιος λίθος της αποδοχής του Ερντογάν από τους πολιτικούς συμμάχους του και από τους πολίτες. Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός του ως «δικτάτορα» είναι άδικος, ιδίως όταν μιλάμε για μια χώρα που οι δήμοι σε όλες τις μεγάλες πόλεις έχουν περάσει στα χέρια της αντιπολίτευσης. Ο Ερντογάν, που ήδη κυβερνά περισσότερο χρόνο από τον Κεμάλ Ατατούρκ, άλλαξε την Τουρκία οριστικά. Μπορεί τα ανερχόμενα στρώματα των αστικών κέντρων που ακολουθούν τον ευρωπαϊκό τρόπο σκέψης να συντάσσονται περισσότερο με την αντιπολίτευση, αλλά «η πορεία της Τουρκίας είναι ανεξάρτητη από το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2023».
Η οικονομία εμφανίζει σήμερα προβλήματα, αλλά η οικονομική ανάπτυξη
των προηγούμενων ετών επιτάχυνε την ισχυροποίηση της εγχώριας αμυντικής
βιομηχανίας. Τα τουρκικά drones άλλαξαν θεαματικά την ισορροπία δυνάμεων
στη Λιβύη, στη Συρία, στο Βόρειο Ιράκ και στο Αζερμπαϊτζάν. Οταν η
Αγκυρα δηλώνει, π.χ., ότι «η Ουκρανία είναι στρατηγικός σύμμαχος της
Τουρκίας», στέλνει το μήνυμα στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ ότι είναι η νέα
περιφερειακή δύναμη που μπορεί να εγγυάται λύσεις. Και εφόσον εγγυάται
λύσεις, «διαμηνύει ότι είναι έτοιμη και για μια συμφωνία στη
Νοτιοανατολική Μεσόγειο».
* Ο κ. Μπεχλούλ Οζκάν είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μαρμαρά της Κωνσταντινούπολης και μέλος
του Συμβουλίου του European Council of Foreign Affairs (ECFR).
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire