Μίκης Θεοδωράκης: Συνθέτοντας τον μύθο του ελεύθερου ανθρώπου
Ο Μίκης Θεοδωράκης, μία από τις πιο εμβληματικές μορφές της σύγχρονης Ελλάδας, έφυγε χθες από τη ζωή στα 96 του χρόνια
Κορυφαίος και δημοφιλέστατος δημιουργός, «συνθέτης των μαζών», όπως του άρεσε να λέει, ο Μίκης Θεοδωράκης, που «έφυγε» χθες στα 96 του χρόνια, δεν υπήρξε μόνο ο συνθέτης που έθεσε μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι τις βάσεις για τη γέννηση του σύγχρονου ελληνικού ήχου. Ούτε ήταν μόνο ένας ακαταπόνητος αγωνιστής. Ηταν ο τελευταίος μύθος του νεοελληνικού πολιτισμού. Αντλησε τις επιδράσεις του από τις πιο βαθιές πηγές του, το βυζαντινό μέλος, το δημοτικό, το λαϊκό τραγούδι και την επτανησιακή παράδοση. Τις πλούτισε με στοιχεία της κλασικής και της σύγχρονης μουσικής και σήκωσε το πρωτάκουστο, ισχυρό κράμα, στο ύψος της ελληνικής υπερηφάνειας.
Πολυσχιδής προσωπικότητα, καλλιτέχνης των εντάσεων που αναζητούσε πάντα «την πνοή του λαού», μαχητικός, ανήσυχος, μελωδικός. Αγωνιστής από τα εφηβικά του χρόνια, με έντονη πολιτική δράση, έκανε το έργο του σύμβολο για κάθε διεκδίκηση. Εργο επικό και λυρικό, σύγχρονο και κλασικό, που συνδυάζει το λόγιο με το λαϊκό, καθόρισε τους συνοδοιπόρους, τους ομοτέχνους του και τις γενιές που ακολούθησαν.
Από τους πλέον παραγωγικούς συνθέτες, ο Θεοδωράκης άλλοτε ως μελωδός και άλλοτε ως ποιητής, σφράγισε τον ελληνικό ήχο από το 1958 που μελοποίησε τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, περιμένοντας ένα απόγευμα μέσα στο παλιό πράσινο Opel, τη σύζυγό του Μυρτώ να κάνει τα ψώνια της στο ελληνικό μπακάλικο του Παρισιού. Η επιτυχία που είχαν την ίδια ακριβώς εποχή οι δύο διαφορετικές εκδοχές του έργου (λαϊκά αδρό όπως διάλεξε ο ίδιος με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, λυρικό όπως πρότεινε ενορχηστρωτικά ο Μάνος Χατζιδάκις με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη) εκτίναξαν το ελληνικό τραγούδι στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής ως κόντρα μεταξύ των δύο μουσουργών. Συνάμα όμως επηρέασαν τον Μ. Θεοδωράκη να στραφεί προς το τραγούδι συνθέτοντας πολλούς κύκλους και ορατόρια στην πορεία, κερδίζοντας ακόμη και στα πιο δύσβατα, την αποδοχή του κόσμου.
«Λιποτάκτες», «Επιφάνια», «Πολιτεία Α και Β», «Αξιον Εστί», «Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν», «Ρωμιοσύνη», αλλά και μουσική για το θέατρο και τη μεγάλη οθόνη. Ανάμεσα στις 33 ταινίες των οποίων υπέγραψε τη μουσική ήταν οι: «Συνοικία το όνειρο», «Ιφιγένεια», «Ηλέκτρα», «Φαίδρα», «Ζορμπάς ο Ελληνας» κ.ά. Αυτή όμως η μουσική και ο χορός στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη έμελλε, μαζί με τους αγώνες του, να τον κάνει τόσο αγαπητό και οικείο διεθνώς, προβάλλοντας ένα περήφανο πρόσωπο της Ελλάδας. Το «Αξιον Εστί», το δεύτερο εμβληματικό έργο μετά τον «Επιτάφιο», καθιέρωσε μια καινούργια φόρμα, του λαϊκού ορατορίου, που στην αρχή προκάλεσε στους ειδικούς αμηχανία. Σύντομα αγαπήθηκε και καταξιώθηκε ως ένα από τα κορυφαία έργα του 20ού αιώνα.
Στα 72 του χρόνια, ο Θεοδωράκης παραδέχθηκε: «Πολιτικά κυνηγήσαμε μια ουτοπία». Συνέχισε όμως έως το τέλος τον αγώνα που ξεκίνησε νέος και με τα χρόνια τον καθιέρωσε διεθνώς ως σύμβολο ελληνικής αγωνιστικότητας. Στρατεύθηκε στις τάξεις του ΕΑΜ, αγωνίστηκε εναντίον των κατακτητών, στον Εμφύλιο πέρασε στην παρανομία, το 1947 συνελήφθη και οδηγήθηκε στην Ικαρία και το 1949 στη Μακρόνησο. Μετά τη δολοφονία του Γρηγορίου Λαμπράκη έφτασε στην ηγεσία της Νεολαίας Λαμπράκη, εξελέγη βουλευτής με την ΕΔΑ, πέρασε στην παρανομία στα χρόνια της χούντας, ανέλαβε την ηγεσία της αντιστασιακής οργάνωσης ΠΑΜ, φυλακίστηκε, εξορίστηκε στη Ζάτουνα και στον Ωρωπό, ενώ το 1970 αποφυλακίστηκε έπειτα από διεθνή κινητοποίηση.
Οι Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Αρθουρ Μίλερ, Λόρενς Ολίβιε, Ιβ Μοντάν, Χάρολντ Πίντερ, Μελίνα Μερκούρη, Ζυλ Ντασσέν δημιούργησαν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Τον Απρίλιο του 1970 ο Θεοδωράκης έφυγε στο Παρίσι και από εκεί άπλωσε την αντιδικτατορική του δράση. Δεν έπαψε να μιλάει και να γράφει για την επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Οι συναυλίες του γίνονται βήμα διαμαρτυρίας και για τους άλλους λαούς: Ισπανούς, Πορτογάλους, Ιρανούς, Κούρδους, Τούρκους, Χιλιανούς, Παλαιστίνιους. Αν για τους Ελληνες ήταν το πιο αναγνωρίσιμο πρόσωπο – σύμβολο της ελληνικής Aριστεράς από τα χρόνια του ’60, για τους κατατρεγμένους διεθνώς ήταν ώς το τέλος της ζωής το στήριγμα διεκδίκησης.
Επιστρέφοντας, τη Μεταπολίτευση, στην Ελλάδα, ίδρυσε το 1976 το Κίνημα «Πολιτισμός της Ειρήνης», ενώ το 1983 του απονεμήθηκε το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη. Είχε ενεργό ανάμειξη στον αγώνα για την ελληνοτουρκική φιλία, τα ανθρώπινα δικαιώματα κ.ά. Εξελέγη βουλευτής την περίοδο 1981-86 και 1989-1992 και έγινε υπουργός την περίοδο 1990-1992. Δύο χρόνια αργότερα γιορτάστηκε στο Οσλο η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων παρουσία των Πέρες και Αραφάτ με την παρουσίαση του «Μαουτχάουζεν», το οποίο έγινε εθνικό τραγούδι του Ισραήλ. Είχε γράψει και ένα τραγούδι που αγαπήθηκε εξίσου από τους Παλαιστινίους.
Παραπονιόταν που απ’ αυτόν ήθελαν μόνο τον μουσικό Μίκη, ενώ ο πολιτικός Θεοδωράκης πήγαινε αντάμα. Ορμητικός όπως ήταν, στο ΚΚΕ ενοχλούσε την παλιά φρουρά. Το 1975 δεν προσκλήθηκε στο φεστιβάλ της ΚΝΕ γιατί ήταν νωπό ακόμη το «Καραμανλής ή τανκς» που είπε. Στη Θεσσαλονίκη όταν ο Σταύρος Ξαρχάκος παρουσιάζει το «Αξιον Εστί» στον τοίχο του Καυτανζογλείου έγραψαν με κόκκινα γράμματα «Θάνατος στον Θεοδωράκη». «Δεν θα το πίστευα αν δεν το έβλεπα», είπε χρόνια μετά στον Γιώργο Μαλούχο. Το κλίμα πυροδοτήθηκε περισσότερο όταν σε συνέντευξη στην «Αυγή» ο Μίκης δηλώνει πως τα παιδιά της ΚΝΕ είναι θύματα μιας «πολιτικής γενιτσαρισμού». Η συμφιλίωση ήρθε το 1978 όταν ο Γρηγόρης Φαράκος τον έπεισε να κατέβει υποψήφιος του ΚΚΕ στις δημοτικές εκλογές. Το ’81 εκλέγεται βουλευτής στη Β΄ Πειραιά όπως το ’85.
«Ο τελευταίος μεγάλος Ελληνας», είχε πει ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο οποίος το 2017 έγραψε στην έκδοση «Αν θυμηθείς το όνειρό μας» της «Ελληνογερμανικής Αγωγής»: «Καλώς ήρθες στη ζωή μας, ακριβέ μας δάσκαλε. Σε θαυμάζω, σ’ αγαπώ (…) γιατί έχεις ηθικό ανάστημα κι όχι αστεία». Ανυπότακτο πνεύμα που πίστεψε, πάλεψε, διαψεύστηκε από την Αριστερά. Την Αριστερά που πίστευε ο ίδιος. «Πώς προσδιορίζεστε», τον είχα ρωτήσει το 1997. «Ως αριστερός, σκληροπυρηνικός ή μετασταλινικός κομμουνιστής;». «Ως ελεύθερος άνθρωπος», απάντησε.
Η εποχή των αγώνων του, πάντως, επηρέασε το καλλιτεχνικό του πνεύμα. Ο λυρισμός των ερωτικών του τραγουδιών δεν έπαψε να συμπληρώνει την ορμή του κοινωνικού και πολιτικού ρεπερτορίου του. «Τραγούδια του Αγώνα», «Κατάσταση Πολιορκίας», «Ηλιος και Χρόνος», «Πνευματικό Εμβατήριο», «Επιφάνια Αβέρωφ», «Αρκαδία», «Κάντο Χενεράλ», «18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας». Μετά τη μεταπολίτευση συνέχισε τις συναυλίες, εμπλουτίζοντάς τις με τραγούδια από τους κύκλους «Στην Ανατολή», «Τα λυρικά», «Ραντάρ», «Οκτώβρης ’78» κ.ά.
Από τη δεκαετία του ’80 ο Μίκης επιστρέφει στη λόγια μουσική. Είναι η εποχή που το ΠΑΣΟΚ εδραιώνεται και η χώρα αρχίζει το φλερτ με τη λαϊφστάιλ αισθητική. Συνθέτει τις Συμφωνίες 2, 3 και 4, τα «Κατά Σαδδουκαίων», το «Canto Olympico», τη «Ραψωδία για τσέλο και ορχήστρα», τις όπερες: «Καρυωτάκης», «Μήδεια», «Ηλέκτρα», «Αντιγόνη», «Λυσιστράτη», το μπαλέτο «Ζορμπάς», αλλά και κύκλους τραγουδιών όπως: «Διόνυσος», «Φαίδρα», «Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα», «Μνήμη της Πέτρας», «Ασίκικο Πουλάκη», «Ερημιά», «Οδύσσεια» κ.ά. Είναι τα χρόνια που πηγαινοέρχεται στο Παρίσι, καταγγέλλει ότι «απαγορεύουν τα τραγούδια μου», αλλά συνεχίζει απτόητος να δημιουργεί. Ο θάνατος του αδερφού του Γιάννη Θεοδωράκη το 1996 σήμανε ένα διάστημα βαθιάς θλίψης, πριν αρχίσει πάλι την περίοδο του επαναπροσδιορισμού.
Η ελληνική κρίση τον κινητοποιεί εκ νέου. «Σήμερα βάζω εγώ μια σπίθα και περιμένω να ακολουθήσουν κι άλλες. Μέχρι η σπίθα να φουντώσει και να γίνει καθαρτήρια φωτιά που θα μας σώσει», γράφει το 2010 με την ίδρυση της ομώνυμης κίνησης. Στις 18/9/2013 ανακοινώνει την αποστρατεία του από την πολιτική ζωή της χώρας έπειτα από 70 χρόνια.
Λίγους μήνες αργότερα, κατά την ανακήρυξή του από την Ακαδημία Αθηνών ως επίτιμου μέλους τον Δεκέμβριο του 2013, στην ομιλία του με τίτλο «Η Μόνη Λύση», όπου έκανε λόγο για μια Ελλάδα που μπορεί να γίνει «Ελβετία του πολιτισμού και της ειρήνης», ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε ενωτικός. Ονειρεύεται μια χώρα που θα διατηρήσει την ουδετερότητά της και θα αναδείξει τον πολιτισμό και τις τέχνες της. Το 2018 μίλησε στο Σύνταγμα στο συλλαλητήριο για το θέμα της Μακεδονίας, ενώ τον Ιανουάριο του 2019 κάλεσε τους βουλευτές να μην προχωρήσουν στην κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire