Η δεύτερη τουρκική εισβολή στην Κύπρο πραγματοποιήθηκε μια ώρα μετά την κατάρρευση των συνομιλιών της Γενεύης στις 14 Αυγούστου του 1974. Η Τουρκία ήταν προετοιμασμένη για την εισβολή αυτή έχοντας τη στήριξη των Αμερικανών και ειδικότερα του Χένρι Κίσινγκερ. Στη Γενεύη ο Γεώργιος Μαύρος, αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, είχε δηλώσει, απαντώντας στο τουρκικό τελεσίγραφο για επέκταση της κατοχής  στο κυπριακό έδαφος, ότι ήταν προτιμότερος ο πόλεμος από την ατίμωση. Μόνο που η ατίμωση έγινε αλλά όχι ο πόλεμος, αφού η Τουρκία προέλασε ανενόχλητη καταλαμβάνοντας σχεδόν το 40% του κυπριακού εδάφους. Και αυτό γιατί  στην Αθήνα ο Καραμανλής, αποφάσισε ότι «η Κύπρος κείται μακράν».

Λίγη αμφιβολία υπάρχει ότι ο Καραμανλής, που επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε ως πρωθυπουργός με τη στήριξη των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ, είχε δεσμευτεί ότι θα απέφευγε ένα ελληνοτουρκικό πόλεμο που θα διέλυε την νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Τα παρασκήνια άλλωστε της Μεταπολίτευσης είναι γνωστά : ενώ στην αρχή είχε αποφασιστεί κυβέρνηση Παναγιώτη Κανελλοπούλου, οι Αμερικανοί επενέβησαν μέσω των ανθρώπων τους, ιδιαίτερα μέσω του Ευάγγελου Αβέρωφ και του Πέτρου Αραπάκη αρχηγού του ναυτικού, ανέτρεψαν την απόφαση αυτή και κάλεσαν τον Καραμανλή από το Παρίσι να σχηματίσει κυβέρνηση.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι  εκείνη τη στιγμή η Ελλάδα είχε υπεροπλία απέναντι στην Τουρκία, ειδικά στο ναυτικό και την αεροπορία, κάτι που γνώριζαν φυσικά οι Αμερικανοί και γι’ αυτό απέτρεψαν τον πόλεμο, αφήνοντας ανενόχλητη την Τουρκία να προχωρήσει στη δεύτερη εισβολή. Άλλωστε δεν θα γινόταν πόλεμος διότι και μόνο η απειλή του από τον  Καραμανλή θα υποχρέωνε τους Αμερικανούς να απαγορεύσουν   στην Τουρκία τη δεύτερη εισβολή. Φυσικά τον πόλεμο δεν τον ήθελαν ούτε οι επικεφαλής των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων εκείνης της εποχής, λιποτάκτες αξιωματικοί που παρέδωσαν ήδη την Κύπρο στους Τούρκους μετά το πραξικόπημα, αφήνοντας την ανυπεράσπιστη από τον πρώτο Αττίλα.

Κάπως έτσι έγινε η Μεταπολίτευση στην Ελλάδα σε βάρος της Κύπρου. Το καταγωγικό όμως τραύμα αυτής της Μεταπολίτευσης θα λέγεται πάντα Κύπρος. Είναι αυτό που βασανίζει ακόμη και σήμερα όπως οι Ερινύες τις αθηναϊκές ελίτ. Γι’ αυτό και όλα αυτά τα χρόνια προσπάθησαν να ξεφορτωθούν το Κυπριακό με μια λύση που θα άφηνε ολόκληρη την Κύπρο υπό τουρκική επικυριαρχία. Υπάρχουν βέβαια και φωτεινές εξαιρέσεις όπως αυτή του Ανδρέα Παπανδρέου που υπερασπίστηκε την Κύπρο και εισήγαγε το ενιαίο αμυντικό δόγμα που εγκατέλειψαν οι διάδοχοί του, με πρωτεργάτη τον Σημίτη. Να σημειώσουμε ακόμη και την προσπάθεια του Νίκου Κοτζιά που έθεσε το θέμα των τουρκικών εγγυήσεων και της απόσυρσης του τουρκικού στρατού από την Κύπρο, στις διαπραγματεύσεις του Κραν Μοντανά.

Σήμερα όμως το αθηναϊκό κράτος παραμένει πιστό στην καραμανλική επιταγή ότι η Κύπρος «κείται μακράν». 50 χρόνια μετά την εισβολή η κατοχή συνεχίζεται, το Κυπριακό έχει οδηγηθεί σε ένα ατέρμονο και άκαρπο δικοινοτικό διάλογο αφήνοντας ανενόχλητη την Τουρκία να συνεχίζει την κατοχή. Ούτε η Αθήνα ούτε η Λευκωσία έχουν στρατηγική για το Κυπριακό. Ούτε βέβαια υπάρχει εθνική στρατηγική με αναφορά τόσο στο Κυπριακό όσο και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις γενικότερα. Η Τουρκία προχωρεί σταδιακά αλλά σταθερά και επιβάλλει τις θέσεις της, τόσο στην Κύπρο όσο και στο Αιγαίο. Οι πολιτικές ελίτ της Αθήνας και της Λευκωσίας είναι δεδομένες στους αμερικανικούς σχεδιασμούς τους οποίους υπηρετούν χωρίς κανένα ουσιαστικό αντάλλαγμα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποστέλλει συνεχώς οπλισμό στην Ουκρανία σε μια στιγμή που η Κύπρος μένει ανυπεράσπιστη. Ακόμη και η Κύπρος έστειλε μέρος του οπλισμού της Εθνικής Φρουράς στην Ουκρανία, όπως αναφέρθηκε πολλάκις, χωρίς να έχει διαψευστεί.

Αθήνα και Λευκωσία συντάσσονται με τις ΗΠΑ και γενικότερα τη Δύση στην καταδίκη της ρωσσικής εισβολής σην Ουκρανία. Την ίδια ώρα όμως οι σύμμαχοί τους αυτοί, Αμερικανοί και ΝΑΤΟ, δεν αναγνωρίζουν ότι έγινε εισβολή στην Κύπρο. Συνεχίζουν έτσι να καλύπτουν την Τουρκία και δεν ενοχλούνται από την παρουσία 40 χιλιάδων στρατού χώρας του ΝΑΤΟ στο κυπριακό έδαφος. Άλλωστε Ελλάδα και Κύπρος προσφέρουν υπηρεσίες στους Αμερικανούς και το Ισραήλ και στην παρούσα κρίση στην Μέση Ανατολή. Χωρίς βεβαίως κανένα αντάλλαγμα όσον αφορά την Κύπρο και την προάσπιση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας.

Είναι καθαρό ότι 50 χρόνια μετά την δεύτερη τουρκική εισβολή του 1974, η κατοχή εδραιώνεται στην Κύπρο. Βρισκόμαστε σε αδιέξοδο και η πολιτική που υιοθετήθηκε όλα αυτά τα χρόνια απέτυχε παταγωδώς. Χρειαζόμαστε ανατροπές και ρήξεις, χρειαζόμαστε  ένα στρατηγικό σχεδιασμό που δεν είχαμε ποτέ, για να ανατρέψουμε τα κατοχικά δεδομένα. Διαφορετικά θα υπηρετούμε τους αμερικανικούς και ΝΑΤΟϊκους σχεδιασμούς στην περιοχή, την ίδια ώρα που οι «στρατηγικοί» μας εταίροι  χαϊδεύουν την Τουρκία.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Το εσωτερικό κυπριακό μέτωπο εξακολουθεί να συνταράσσεται από έριδες που αποκαλύπτουν τη βαθιά του κρίση. Βασικά η κρίση αφορά το μεταπρατικό μέτωπο και τα διαφορετικά συμφέροντα που συγκρούονται στο εσωτερικό του. Επί πολιτικής σκηνής φυσικά εκφράζονται με ωραιοποιημένες όσο γίνεται θέσεις που προκαλούν ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση.

Σε ένα τόπο που αντιμετωπίζει θέμα επιβίωσης λόγω της τουρκικής κατοχής, οι ομάδες αυτές του μεταπρατικού κατεστημένου προετοιμάζονται ήδη για τις προεδρικές εκλογές του 2028! Και ασφαλώς δεν είναι μόνο η τουρκική κατοχή που είναι το κύριο μας πρόβλημα, είναι και τα θέματα της εσωτερικής διακυβέρνησης με την οικονομία να παραπαίει, τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες, την παιδεία, την υγεία, το περιβάλλον, την ασφάλεια των πολιτών αλλά και με τη διαφθορά που δεν επιτρέπει την ισονομία και την ισοπολιτεία.

Των οικιών ημών εμπιπραμένων ημείς άδομεν…

*Πανεπιστημιακός, συγγραφέας, ποιητής stephanos.constantinides@gmail.com