Το
Παγκόσμιο Συνέδριο των Αποδήμων στη Λευκωσία την εβδομάδα που μας πέρασε
ανέδειξε για άλλη μια φορά τις σχέσεις, πολύπλοκες είναι η αλήθεια,
ανάμεσα στη διασπορά και το «εθνικό κέντρο». Ο όρος «εθνικό κέντρο»
είναι δανεισμένος από την ευρύτερη μελέτη της ελληνικής διασποράς και
τις πολύπλοκες σχέσεις της με την Αθήνα που θεωρείται το εθνικό κέντρο
αυτής της διασποράς. Είναι η σχέση διασποράς και εθνικού κράτους όπως
αυτή ορίζεται για όλες τις διασπορές του κόσμου. Μολονότι υπήρξαν και
εποχές όπου κάποιες διασπορές προϋπήρχαν του εθνικού κράτους και
συνέβαλαν μάλιστα στη δημιουργία του. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η
ελληνική διασπορά, η εβραϊκή και η αρμενική. Στην περίπτωση της
κυπριακής διασποράς αναφερόμαστε στις σχέσεις της με την Κυπριακή
Δημοκρατία. Μολονότι η κυπριακή διασπορά εντάσσεται και στην ευρύτερη
ελληνική διασπορά λόγω της κοινής γλώσσας, του κοινού πολιτισμού και της
κοινής ορθόδοξης Εκκλησίας εκτός ελλαδικών και κυπριακών συνόρων.
Επιπλέον σε πολλές χώρες όπου ο αριθμός των Κυπρίων είναι περιορισμένος,
οι Κύπριοι είναι ενταγμένοι στnν οργανωτική δομή της ελλαδικής
διασποράς. Ακόμη αυτό συμβαίνει και σε χώρες όπου έχουν έντονη δική τους
παρουσία και δική τους οργανωτική δομή.
Με άλλα λόγια, τίποτε δεν εμποδίζει έναν Κύπριο να δραστηριοποιηθεί μέσα στον ευρύτερο χώρο της ελληνικής διασποράς με τον ίδιο τρόπο που δραστηριοποιείται ο Κρητικός, ο Ηπειρώτης ή ο Πελοποννήσιος.
Με άλλα λόγια, τίποτε δεν εμποδίζει έναν Κύπριο να δραστηριοποιηθεί μέσα στον ευρύτερο χώρο της ελληνικής διασποράς με τον ίδιο τρόπο που δραστηριοποιείται ο Κρητικός, ο Ηπειρώτης ή ο Πελοποννήσιος.
Η ελληνική διασπορά αποτελούσε πάντοτε και εξακολουθεί και σήμερα να είναι ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνισμού. Και τούτο διότι οι Έλληνες ήταν ανέκαθεν διασπορικός λαός. Το μεταναστευτικό φαινόμενο είναι συνυφασμένο με την ανθρώπινη ιστορία και ειδικότερα διασυνδέεται με την οικονομία. Γι΄αυτό τον λόγο και οι θεωρητικές προσεγγίσεις που επικράτησαν για πολύ καιρό για να μελετηθεί και να ερμηνευτεί ήταν οικονομικού τύπου, πρώτα οι φιλελεύθερες, ξεκινώντας από τη νεοκλασσική οικονομική προσέγγιση, τη νέα οικονομική προσέγγιση, τη θεωρία της δυαδικής αγοράς και φτάνοντας στις μαρξιστικές ή μαρξίζουσες προσεγγίσεις όπως η ιστορικο-δομική προσέγγιση και η θεωρία των παγκόσμιων συστημάτων.
Η παγκοσμιοποίηση δημιουργεί νέα δεδομένα για τη μετανάστευση χωρίς να αναιρεί και τα πλείστα από τα παλιότερα χαρακτηριστικά της. Στην περίπτωση της Ελλάδας η μετανάστευση ήταν ένα διαχρονικό φαινόμενο και πολλοί δεν διστάζουν να κάνουν αναφορές ακόμη και στον ομηρικό Οδυσσέα. Σε κάθε περίπτωση όμως η νεότερη ελληνική μετανάστευση μελετάται ως ένα φαινόμενο που ξεκίνησε πριν τη δημιουργία του ελληνικού κράτους από τον 15ο αιώνα για να συνεχιστεί και μετά την ελληνική ανεξατησία ως τις μέρες μας.
Για αιώνες η Ελλάδα ήταν μια χώρα που έστελνε μετανάστες σε όλο τον κόσμο. Η μετανάστευση για τη χώρα ήταν η βαλβίδα αποσυμπίεσης της ελληνικής κοινωνίας για να λύσει τα κοινωνικά της προβλήματα. Αυτό το μεταναστευτικό ρεύμα σταμάτησε στην περίοδο της μεταπολίτευσης, ως αποτέλεσμα των νέων πολιτικών και οικονομικών συνθηκών που δημιουργήθηκαν στη χώρα. Επιπλέον από τη δεκαετία του '90 η Ελλάδα έγινε χώρα υποδοχής μεταναστών, στην αρχή από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες των Βαλκανίων και στη συνέχεια από τις χώρες της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής και της Ασίας.
Με την οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 εμφανίζεται σταδιακά μια νέα ελληνική μετανάστευση που κατευθύνεται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Το παράδοξο είναι ότι συνεχίζεται ταυτόχρονα και η εισροή μεταναστών στην Ελλάδα, πάντα «παράνομα», πολιτικών και οικονομικών προσφύγων.
Μέχρι πρόσφατα η μελέτη της ελληνικής διασποράς ήταν ένας τομέας παραμελημένος, αλλά ακόμη και σήμερα παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί στον τομέα αυτό η μελέτη της παραμένει ως επί το πλείστον αποσπασματική. Η επιμέρους κυπριακή διασπορά έχει ακόμη πολύ λιγότερο μελετηθεί. Σε καθαρά επιστημολογικό και μεθοδολογικό επίπεδο πολλά προβλήματα έχουν ελάχιστα συζητηθεί αν και τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σχετικά ένα έντονο ενδιαφέρον γύρω από αυτά. Τα επιστημολογικά κε μεθοδολογικά προβλήματα δεν αφορούν μόνο στην ιστορία της ελληνικής διασποράς, αλλά σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό και άλλες κοινωνικές επιστήμες.
Όπως ανέφερα και στην αρχή του άρθρου, το Παγκόσμιο Συνέδριο των Αποδήμων στη Λευκωσία ανέδειξε τα πολλαπλά προβλήματα που αντιμετωπίζει η κυπριακή διασπορά καθώς και τις σχέσεις της με το κέντρο, τη Λευκωσία. Βεβαίως ούτε η κυπριακή, ούτε η ελληνική διασπορά γενικότερα μπορεί να συγκριθεί με την εβραϊκή ή την αρμενική που είναι κατά πολύ καλύτερα οργανωμένες. Όμως η προσφορά τους, παρά την όποια κριτική τους ασκήθηκε στο παρελθόν, παραμένει σημαντική. Πέρα από τις οργανωτικές αδυναμίες που παρουσιάζουν η ελλαδική και η κυπριακή διασπορά, αντιμετωπίζουν και πρόβλημα συντονισμού με την Αθήνα και τη Λευκωσία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Κυπριακό. Η πολιτική της δικοινοτικής-διζωνικής ομοσπονδίας και η παράλειψη να δοθεί έμφαση στην τουρκική κατοχή δημιούργησε την εντύπωση ότι πρόκειται για διαφορά ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους. Η δε συνεχής αναφορά στους «δύο ηγέτες», δημιούργησε την εντύπωση ότι στην Κύπρο υπάρχουν δύο κοινότητες, ισοδύναμες πληθυσμιακά, παραγνωρίζοντας την πραγματικότητα των αναλογιών 80% Ελληνοκύπριοι και 18% Τουρκοκύπριοι! Και επιπλέον διαγράφοντας από τον χάρτη την Κυπριακή Δημοκρατία! Αντιλαμβάνεται κανείς υπ΄αυτές τις συνθήκες το δύσκολον έργο της διασποράς μας να πείσει ότι στην Κύπρο έγινε τουρκική εισβολή και υπάρχει τουρκική κατοχή.
*Πανεπιστημιακός, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά-ΚΕΕΚ και μέχρι πρόσφατα επιστημονικός συνεργάτης του ΕΔΙΑΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
E-mail stephanos.constantinides@gmail.com
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire