Ο πρόεδρος Ερντογάν αποδίδει τις παθογένειες της τουρκικής
οικονομίας σε ξένα κέντρα και προσπαθεί να αποφύγει επώδυνες λύσεις,
όπως η προσφυγή στο ΔΝΤ, με τους σκληρούς όρους που συνεπάγεται, αλλά
και η επιβολή ελέγχων στις κινήσεις κεφαλαίου.
Αντιμέτωπη με μια νέα νομισματική κρίση
και με τη Federal Reserve να μη φαίνεται προς το παρόν διατεθειμένη να
βοηθήσει, η Τουρκία αναζητεί χρηματοδότες μεταξύ των συμμάχων της ανά
τον κόσμο. Σύμφωνα με πηγές προσκείμενες στην τουρκική κυβέρνηση που
επικαλείται αποκλειστικό ρεπορτάζ του Reuters, εκπρόσωποι της κυβέρνησης
Ερντογάν έχουν επαφές για τον σκοπό αυτόν με ομολόγους τους από την
Ιαπωνία μέχρι τη Βρετανία και από το Κατάρ μέχρι την Κίνα.
Την είδηση ότι η Αγκυρα επιδιώκει να συνάψει νέες συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων επιβεβαίωσε ο αντιπρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος και υπεύθυνος για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, Τσεβντέτ Γιλμάζ. «Διαπραγματευόμαστε με διάφορες κεντρικές τράπεζες, αναζητώντας ευκαιρίες για swap νομισμάτων» τόνισε στο πλαίσιο συζήτησης σε στρογγυλό τραπέζι. Προσέθεσε, όμως, με έμφαση πως «δεν είναι μόνον οι ΗΠΑ, υπάρχουν κι άλλες χώρες» αναφερόμενος εμφανώς στην ώς τώρα ατελέσφορη προσπάθεια της Αγκυρας να εξασφαλίσει γραμμή swap από την ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ. Η Fed έχει από τον Μάρτιο συνάψει συμφωνίες swap με πολλές χώρες αλλά δεν συμπεριέλαβε την Τουρκία. Ερωτώμενος προ ημερών από δημοσιογράφο του Reuters, ανώτατος αξιωματούχος της Fed, τόνισε πως οι γραμμές swap προορίζονται για χώρες ανάμεσα στις οποίες υπάρχει «αμοιβαία εμπιστοσύνη» με τις ΗΠΑ και οι οποίες πληρούν τις υψηλότερες προδιαγραφές φερεγγυότητας.
Η διπλωματική αυτή προσπάθεια της Αγκυρας γίνεται ενώ η τουρκική λίρα έχει και πάλι υποχωρήσει πλησιάζοντας τα ιστορικά χαμηλά επίπεδα που σημείωσε το καλοκαίρι του 2018, όταν η Τουρκία βυθιζόταν σε μια επικίνδυνη νομισματική κρίση. Αξιωματούχοι της τουρκικής κυβέρνησης που μίλησαν στο Reuters δήλωσαν, πάντως, αισιόδοξοι ως προς την πορεία των σχετικών επαφών. «Οι συνομιλίες πηγαίνουν καλύτερα με το Κατάρ, την Κίνα και τη Βρετανία» τόνισε ο ένας εκ των αξιωματούχων, ενώ προέβλεψε πως δεν θα αργήσει να ολοκληρωθεί η συμφωνία.
Παραμένει, ωστόσο, αβέβαιο το πόσο κοντά σε συμφωνία βρίσκονται οι σχετικές διαπραγματεύσεις, δεδομένης και της πανδημίας που έχει φέρει σε δεινή θέση κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις. Σύμφωνα, πάντως, με το Reuters, απέφυγαν να τοποθετηθούν επί του θέματος το τουρκικό υπουργείο Οικονομικών, το υπουργείο Οικονομικών της Ιαπωνίας, η Τράπεζα της Αγγλίας και η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας.
Με τη δημοσιοποίηση, πάντως, του σχετικού ρεπορτάζ, η τουρκική λίρα ανέκαμψε στις 6,917 τουρκικές λίρες προς ένα δολάριο, ενώ είχε υποχωρήσει τις τελευταίες ημέρες στις 7,269 λίρες προς ένα δολάριο. Παραμένει, πάντως, υποτιμημένη κατά περίπου 14% από την αρχή του έτους, καθώς οι ξένοι επενδυτές εγκαταλείπουν το τουρκικό νόμισμα και τους τουρκικούς τίτλους.
Η Τράπεζα της Τουρκίας και οι τράπεζες της χώρας έχουν από την αρχή του έτους διοχετεύσει στην αγορά δισεκατομμύρια δολάρια για να στηρίξουν το νόμισμα της χώρας. Το αποτέλεσμα είναι πως έχουν εξανεμιστεί τα συναλλαγματικά διαθέσιμα που δεν υπερβαίνουν πλέον τα 26 δισ. δολάρια, όταν οι υποχρεώσεις της για αποπληρωμή χρέους για τους επόμενους 12 μήνες ανέρχονται σε 168 δισ. δολάρια και τα μισά από αυτά πρέπει να έχουν καταβληθεί μέχρι τον Αύγουστο.
Οπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές που μίλησαν στο Reuters, αν δεν μπορέσει η Τουρκία να εξασφαλίσει μερικές δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια, κινδυνεύει να διολισθήσει εκ νέου σε μια νομισματική κρίση ανάλογη εκείνης του 2018, όταν η τουρκική λίρα έχασε ουσιαστικά τη μισή αξία της. «Δεν καταλαβαίνω πραγματικά πώς θα πορευτεί αυτήν την περίοδο η Τουρκία, ιδιαιτέρως αν λάβει κανείς υπόψη πόσο επισφαλές είναι το εξωτερικό περιβάλλον» σχολίασε ο Σαμάιλα Χαν, υπεύθυνος αναδυόμενων αγορών στην AllianceBernstein στη Νέα Υόρκη και ένας εκ των εκατοντάδων επενδυτών που παρακολούθησαν την τηλεδιάσκεψη με τον υπουργό Οικονομικών, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, την περασμένη εβδομάδα. Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι «η Τουρκία υποτιμούσε τους κινδύνους δυστυχώς επί μήνες».
Η κυβέρνηση Ερντογάν επιμένει, βέβαια, πως διαθέτει ένα αρκετά μεγάλο «μαξιλάρι» για να προστατεύσει την οικονομία. Μέσα στην εβδομάδα, πάντως, ο Τούρκος πρόεδρος επανήλθε στη γνώριμη τακτική του να αποδίδει τις παθογένειες της τουρκικής οικονομίας σε ξένα κέντρα που απεργάζονται την καταστροφή της Τουρκίας, «της βάζουν τρικλοποδιά και την πιέζουν χρησιμοποιώντας ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που βρίσκονται στο εξωτερικό».
Σημειωτέον ότι η εν λόγω διπλωματική προσπάθεια της Αγκυρας είναι σε εξέλιξη εν μέσω της πανδημίας που αναμένεται να οδηγήσει την τουρκική οικονομία σε ύφεση. Αυτό σημαίνει ότι εφόσον έχει βρει κλειστή την πόρτα της Federal Reserve, ενδέχεται να αναγκαστεί να καταφύγει σε λύσεις που θα ήθελε να αποφύγει. Ανάμεσά τους μια προσφυγή στο ΔΝΤ με τους σκληρούς όρους που συνεπάγεται κάτι τέτοιο, αλλά και η επιβολή ελέγχων στις κινήσεις κεφαλαίου.
ΠΗΓΗ: Η Καθημερινή, 16 Μάη 2020
Την είδηση ότι η Αγκυρα επιδιώκει να συνάψει νέες συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων επιβεβαίωσε ο αντιπρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος και υπεύθυνος για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, Τσεβντέτ Γιλμάζ. «Διαπραγματευόμαστε με διάφορες κεντρικές τράπεζες, αναζητώντας ευκαιρίες για swap νομισμάτων» τόνισε στο πλαίσιο συζήτησης σε στρογγυλό τραπέζι. Προσέθεσε, όμως, με έμφαση πως «δεν είναι μόνον οι ΗΠΑ, υπάρχουν κι άλλες χώρες» αναφερόμενος εμφανώς στην ώς τώρα ατελέσφορη προσπάθεια της Αγκυρας να εξασφαλίσει γραμμή swap από την ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ. Η Fed έχει από τον Μάρτιο συνάψει συμφωνίες swap με πολλές χώρες αλλά δεν συμπεριέλαβε την Τουρκία. Ερωτώμενος προ ημερών από δημοσιογράφο του Reuters, ανώτατος αξιωματούχος της Fed, τόνισε πως οι γραμμές swap προορίζονται για χώρες ανάμεσα στις οποίες υπάρχει «αμοιβαία εμπιστοσύνη» με τις ΗΠΑ και οι οποίες πληρούν τις υψηλότερες προδιαγραφές φερεγγυότητας.
Η διπλωματική αυτή προσπάθεια της Αγκυρας γίνεται ενώ η τουρκική λίρα έχει και πάλι υποχωρήσει πλησιάζοντας τα ιστορικά χαμηλά επίπεδα που σημείωσε το καλοκαίρι του 2018, όταν η Τουρκία βυθιζόταν σε μια επικίνδυνη νομισματική κρίση. Αξιωματούχοι της τουρκικής κυβέρνησης που μίλησαν στο Reuters δήλωσαν, πάντως, αισιόδοξοι ως προς την πορεία των σχετικών επαφών. «Οι συνομιλίες πηγαίνουν καλύτερα με το Κατάρ, την Κίνα και τη Βρετανία» τόνισε ο ένας εκ των αξιωματούχων, ενώ προέβλεψε πως δεν θα αργήσει να ολοκληρωθεί η συμφωνία.
Παραμένει, ωστόσο, αβέβαιο το πόσο κοντά σε συμφωνία βρίσκονται οι σχετικές διαπραγματεύσεις, δεδομένης και της πανδημίας που έχει φέρει σε δεινή θέση κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις. Σύμφωνα, πάντως, με το Reuters, απέφυγαν να τοποθετηθούν επί του θέματος το τουρκικό υπουργείο Οικονομικών, το υπουργείο Οικονομικών της Ιαπωνίας, η Τράπεζα της Αγγλίας και η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας.
Με τη δημοσιοποίηση, πάντως, του σχετικού ρεπορτάζ, η τουρκική λίρα ανέκαμψε στις 6,917 τουρκικές λίρες προς ένα δολάριο, ενώ είχε υποχωρήσει τις τελευταίες ημέρες στις 7,269 λίρες προς ένα δολάριο. Παραμένει, πάντως, υποτιμημένη κατά περίπου 14% από την αρχή του έτους, καθώς οι ξένοι επενδυτές εγκαταλείπουν το τουρκικό νόμισμα και τους τουρκικούς τίτλους.
Η Τράπεζα της Τουρκίας και οι τράπεζες της χώρας έχουν από την αρχή του έτους διοχετεύσει στην αγορά δισεκατομμύρια δολάρια για να στηρίξουν το νόμισμα της χώρας. Το αποτέλεσμα είναι πως έχουν εξανεμιστεί τα συναλλαγματικά διαθέσιμα που δεν υπερβαίνουν πλέον τα 26 δισ. δολάρια, όταν οι υποχρεώσεις της για αποπληρωμή χρέους για τους επόμενους 12 μήνες ανέρχονται σε 168 δισ. δολάρια και τα μισά από αυτά πρέπει να έχουν καταβληθεί μέχρι τον Αύγουστο.
Οπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές που μίλησαν στο Reuters, αν δεν μπορέσει η Τουρκία να εξασφαλίσει μερικές δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια, κινδυνεύει να διολισθήσει εκ νέου σε μια νομισματική κρίση ανάλογη εκείνης του 2018, όταν η τουρκική λίρα έχασε ουσιαστικά τη μισή αξία της. «Δεν καταλαβαίνω πραγματικά πώς θα πορευτεί αυτήν την περίοδο η Τουρκία, ιδιαιτέρως αν λάβει κανείς υπόψη πόσο επισφαλές είναι το εξωτερικό περιβάλλον» σχολίασε ο Σαμάιλα Χαν, υπεύθυνος αναδυόμενων αγορών στην AllianceBernstein στη Νέα Υόρκη και ένας εκ των εκατοντάδων επενδυτών που παρακολούθησαν την τηλεδιάσκεψη με τον υπουργό Οικονομικών, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, την περασμένη εβδομάδα. Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι «η Τουρκία υποτιμούσε τους κινδύνους δυστυχώς επί μήνες».
Η κυβέρνηση Ερντογάν επιμένει, βέβαια, πως διαθέτει ένα αρκετά μεγάλο «μαξιλάρι» για να προστατεύσει την οικονομία. Μέσα στην εβδομάδα, πάντως, ο Τούρκος πρόεδρος επανήλθε στη γνώριμη τακτική του να αποδίδει τις παθογένειες της τουρκικής οικονομίας σε ξένα κέντρα που απεργάζονται την καταστροφή της Τουρκίας, «της βάζουν τρικλοποδιά και την πιέζουν χρησιμοποιώντας ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που βρίσκονται στο εξωτερικό».
Σημειωτέον ότι η εν λόγω διπλωματική προσπάθεια της Αγκυρας είναι σε εξέλιξη εν μέσω της πανδημίας που αναμένεται να οδηγήσει την τουρκική οικονομία σε ύφεση. Αυτό σημαίνει ότι εφόσον έχει βρει κλειστή την πόρτα της Federal Reserve, ενδέχεται να αναγκαστεί να καταφύγει σε λύσεις που θα ήθελε να αποφύγει. Ανάμεσά τους μια προσφυγή στο ΔΝΤ με τους σκληρούς όρους που συνεπάγεται κάτι τέτοιο, αλλά και η επιβολή ελέγχων στις κινήσεις κεφαλαίου.
ΠΗΓΗ: Η Καθημερινή, 16 Μάη 2020
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire