«Η Πέμπτη Δεκάδα των Κάντο» αντιπροσωπεύει ένα ευρύ δίκτυο επίκαιρων στοιχείων: της οικολογικής συνείδησης, της σκιάς του φασισμού, της τραπεζικής τοκογλυφίας και της οργής, γιατί η οργή του Πάουντ αποδεικνύεται σύμμετρη ως προς τον συλλογικό θυμό, ο οποίος τη σημερινή εποχή πλησιάζει στην κρίσιμη μάζα.
EZRA POUND
Η Πέμπτη Δεκάδα των Κάντο
εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια:
Γιώργος Μπλάνας,
εκδ. Γαβριηλίδης, σελ. 205
…Η τοκογλυφία σκουριάζει τον άνθρωπο και τη σμίλη του / Καταστρέφει τον τεχνίτη, καταστρέφοντας την τέχνη… («Κάντο LI»)
Το έργο του Εζρα Πάουντ σχετίζεται στενά με δύο βασικά ζητήματα. Πρώτο
από αυτά είναι το ηθικό δίλημμα, το οποίο έγινε αντικείμενο έντονης
συζήτησης, όταν ο ποιητής, το 1949, βραβεύθηκε με το Bollingen Award για
«Τα Κάντο της Πίζας»: Μπορεί να είναι σπουδαία η ποίηση η οποία
χαρακτηρίζεται από τον αντισημιτισμό και τη συμπάθεια για τον φασισμό;
Και κατ’ επέκταση, αν αναγνωρίζεται μία τέτοια ποίηση ως σπουδαία, δεν
αποσυνδέεται η τέχνη εν γένει από την ηθική αποστολή της; Δεύτερο ζήτημα
αποτελεί η δυσπρόσιτη, όμως σαγηνευτική συνθετότητα των «Κάντο», η
οποία ξεκινά από τη φιλόδοξη σύλληψή τους και παγιώνεται από το
πολύπλοκο στήσιμό τους. Με αφορμή την έκδοση των τελευταίων και
αποσπασματικών ή ανολοκλήρωτων «Κάντο», το 1968, στο «Λογοτεχνικό
Παράρτημα των Times», μεταξύ άλλων, σημειώνονται τα εξής: «Το...
συμπτωματικό κολάζ κρύβει μια μελετημένη δεξιοτεχνία... Η γοητεία...
βασίζεται εν μέρει σ’ ένα σύστημα αντηχήσεων... Ολόκληρο το σώμα των
“Κάντο” είναι ένα γιγαντιαίο ιδεόγραμμα που το θέμα του, τελικά, είναι
το ανθρώπινο μυαλό που προσπαθεί να βγάλει νόημα απ’ τη ροή...» (η
μετάφραση από τον Ηλία Κυζηράκο).
Η «Πέμπτη Δεκάδα των Κάντο» γράφτηκε στο Ραπάλο της Βορείου Ιταλίας από το 1935 έως το 1937, το έτος της έκδοσής της στο Λονδίνο από τους Faber & Faber. Θεματικά, ξεκινά με την ίδρυση, το 1624 στη Σιένα, της Monte dei Paschi (Τράπεζα των Βοσκοτόπων), της αρχαιότερης από όσες τράπεζες υπάρχουν σήμερα. Η λειτουργία του συγκεκριμένου ιδρύματος θεωρείται σημαντική από τον Πάουντ, επειδή εξαρτιόταν από την πλήρη αντιστοιχία χρήματος και φυσικού προϊόντος: Το ιδρυτικό του κεφάλαιο ανταποκρινόταν στην πραγματική αξία είκοσι ετών εκμετάλλευσης των βοσκοτόπων της πόλης. Η Monte dei Paschi συνιστά δηλαδή τον αντίποδα του κυρίαρχου χρηματοπιστωτικού μοντέλου το οποίο στηρίζεται στην αγορά εντόκων χρεογράφων, στην παραγωγή δηλαδή χρήματος από το τίποτα συνοδευομένου μάλιστα εξαρχής από χρέος.
Η τοκογλυφία, η usura, με τις ολέθριες συνέπειές της για τη φύση, την τέχνη και ολόκληρο τον πολιτισμό αποτελεί το κεντρικό θέμα της «Πέμπτης Δεκάδας». Μαζί του και δευτερευόντως συνδυάζεται η κάθοδος στον Αδη, γενικότερο θέμα των «Κάντο». Ο Πάουντ προβαίνει σε μία ανάγνωση της Ιστορίας μέσα από κείμενα κάθε είδους, τακτική η οποία θυμίζει τον νέο ιστορικισμό. Αντιγράφει, μεταγράφει, τροποποιεί και συνδέει μεταξύ τους αποσπάσματα από έγγραφα του αρχείου της Σιένας, από ιστορικά συγγράμματα, από την προσωπική αλληλογραφία του, τη «Θεία Κωμωδία», την «Οδύσσεια», τα «Εργα και Ημέρες», τον «Επιτάφιο του Αδωνη», ιαπωνικά και κινεζικά ποιήματα και από αρκετά ακόμη κείμενα.
Στο έργο εφαρμόζονται τεχνικές του βορτικισμού, καθώς συγκροτείται από βασικά μοτίβα γύρω από τα οποία συσπειρώνονται μικρότερες και μεγαλύτερες ομάδες στίχων. Προκύπτει έτσι ως αποτέλεσμα μια σειρά συνειρμικών περιδινήσεων. Αξιοποιείται επίσης ο εικονισμός (imagism), ιδιαίτερα στις λυρικές ενότητες. «Η Πέμπτη Δεκάδα των Κάντο» αντιπροσωπεύει ένα ευρύ δίκτυο επίκαιρων στοιχείων: της οικολογικής συνείδησης, της σκιάς του φασισμού, της τραπεζικής τοκογλυφίας, και της οργής, γιατί η οργή του Πάουντ αποδεικνύεται σύμμετρη ως προς τον συλλογικό θυμό ο οποίος τη σημερινή εποχή πλησιάζει στην κρίσιμη μάζα.
Ερμηνευτική ανάγνωση
Ο Γιώργος Μπλάνας διερευνά το ζήτημα της φασιστικής ιδεολογίας του Πάουντ στην εισαγωγή του βιβλίου του.
Ο Γιώργος Μπλάνας διερευνά το ζήτημα της φασιστικής ιδεολογίας του Πάουντ στην εισαγωγή του βιβλίου του. Η εισαγωγή, εξάλλου, χαρακτηρίζεται από φυγόκεντρες υποσημειώσεις, οι οποίες προεκτείνουν κατά πολύ την ακτίνα του εποπτικού πεδίου. Αντίθετα, τα περιεκτικότατα σχόλια παρουσιάζουν μία κεντρομόλο τάση, η οποία κατευθύνει προς ορισμένη ερμηνευτική ανάγνωση των ποιημάτων.
Η μετάφραση, τέλος, καταφέρνει να αναμετρηθεί με το ζήτημα της συνθετότητας των συγκεκριμένων «Κάντο» και κυρίως με το ύφος τους, αυτόν τον φαινομενικό συγκρητισμό από μιμήσεις, διαφορετικές γλώσσες, αφορισμούς, λυρισμό, διδακτισμό, βιβλικό τόνο και υβρεολόγιο. Η παραλληλία του πρωτότυπου με τη μετάφραση θέτει τη δεύτερη σε αυστηρή δοκιμασία, την οποία όμως περνά με επιτυχία. Η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα διεκδικεί, επιπλέον, μία αυτονομία, ώστε ανάγεται σε ένα ελληνικό αντίστοιχο του ποιητικού τρόπου του Εζρα Πάουντ.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ , 17 Αυγούστου 2020
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire