«Ανοιγμα» Καραμανλή στα Βαλκάνια
Η στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974, και η συνακόλουθη μετάβαση, στην Ελλάδα, από τη δικτατορία στην κοινοβουλευτική δημοκρατία μετέβαλαν ουσιαστικά τις θεμελιώδεις παραμέτρους της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Οι κυβερνήσεις Εθνικής Ενότητας (Ιούλιος – Νοέμβριος 1974) και της Νέας Δημοκρατίας, από τον Νοέμβριο του 1974, υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ανέλαβαν την αναδιαμόρφωση της ελληνικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής με κύρια διακυβεύματα την έξοδο της χώρας από τη διεθνή απομόνωση και την εμπέδωση των δημοκρατικών κοινοβουλευτικών θεσμών.
Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, οι κύριες εξελίξεις που καθόριζαν το περιφερειακό και διεθνές πλαίσιο ήταν η τουρκική απειλή και η ανάδυση ενός καινοφανούς περιβάλλοντος «ύφεσης» ως προς τον ψυχροπολεμικό ανταγωνισμό. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο μετέβαλε δραματικά τις προτεραιότητες άμυνας και ασφάλειας της Ελλάδας, καθώς επί δεκαετίες ως κύριοι εχθροί θεωρούνταν τα κράτη στα βόρεια σύνορα της χώρας, ιδιαίτερα η Βουλγαρία. Στο εξής, η αντιμετώπιση του τουρκικού ηγεμονισμού στην ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής και της Ανατολικής Μεσογείου θα αποτελούσε μία από τις κύριες προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ως προς το διεθνές σύστημα, οι κυβερνήσεις Καραμανλή αναλάμβαναν τα ηνία της χώρας σε μια περίοδο κορύφωσης μιας πρωτοφανούς «ύφεσης» μεταξύ του καπιταλιστικού και του κομμουνιστικού κόσμου σε δύο επίπεδα: σε αυτό των δύο υπερδυνάμεων, ΕΣΣΔ και ΗΠΑ, και των διακρατικών σχέσεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Ασκηση πολυμερούς διπλωματίας
Μέσα στο αντιφατικό για την Ελλάδα διεθνές και περιφερειακό πλαίσιο, οι κυβερνήσεις Καραμανλή ανέλαβαν για πρώτη φορά από την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου πρωτοβουλίες για την άσκηση πολυμερούς διπλωματίας, ακρογωνιαίος λίθος της οποίας ήταν το λεγόμενο «άνοιγμα» της Ελλάδας στον κομμουνιστικό κόσμο, που ξεκίνησε το 1975. Οι αιτίες που κατέστησαν εφικτή την άσκηση της νέας αυτής εξωτερικής πολιτικής ήταν ποικίλες και αναδείκνυαν τη στενή αλληλεπίδραση της εξωτερικής με την εσωτερική πολιτική στον σύγχρονο κόσμο. Κύριο υπόβαθρο των πρωτοβουλιών των κυβερνήσεων Καραμανλή ήταν το νέο τοπίο που είχε αναδυθεί ως προς τις σχέσεις της Ελλάδας με τη Δύση και ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ. Το Κυπριακό, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, οι αμερικανικές παρεμβάσεις στην εσωτερική πολιτική ζωή και η κοινή αίσθηση πως οι ΗΠΑ είχαν στηρίξει το χουντικό καθεστώς είχαν δημιουργήσει ένα ισχυρό αντιαμερικανικό (και πολλές φορές αντιδυτικό) ρεύμα σε ευρεία στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο οδήγησε στην κορύφωση του αντιαμερικανισμού στην Ελλάδα και στην αμφισβήτηση των προθέσεων και στρατηγικών της συμμαχικής υπερδύναμης, τουλάχιστον ως προς την ελληνοτουρκική διένεξη. Η απόφαση για την έξοδο της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, η ανακοίνωση της πρόθεσης της ελληνικής κυβέρνησης για την επανεξέταση του καθεστώτος των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στην Ελλάδα και το «άνοιγμα» στα κομμουνιστικά Βαλκάνια αποτέλεσαν, ανάμεσα σε άλλα, την προσπάθεια των κυβερνήσεων Καραμανλή να δώσουν το μήνυμα στις ΗΠΑ ότι η συμμαχία της Ελλάδας δεν έπρεπε να θεωρείται δεδομένη άνευ όρων.
Από την άλλη πλευρά, η κριτική στάση της χώρας ως προς την πολιτική της «εξάρτησής» της από τις ΗΠΑ δεν σηματοδοτούσε σε καμία περίπτωση την αναθεώρηση του δυτικού προσανατολισμού της, η οποία είχε αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και μετά. Για λόγους γεωπολιτικούς, ιδεολογικούς και αξιακούς, ο ίδιος ο πρωθυπουργός Καραμανλής είχε ταχθεί αναφανδόν στο πλευρό των ΗΠΑ ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Ο «ατλαντισμός» του, όπως και το κύριο πολιτικό του όραμα, η θεσμική συμπερίληψη της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα, αποτελούσαν τους θεμελιώδεις πυλώνες της πολιτικής του φιλοσοφίας, πράξης και ιδιοσυγκρασίας.
Νέο κλίμα «ύφεσης»
Ενας άλλος αποφασιστικός παράγοντας ήταν το νέο κλίμα «ύφεσης» που είχε επικρατήσει σε ψυχροπολεμικό επίπεδο. Ηδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 είχαν εκκινήσει διεργασίες που είχαν οδηγήσει στη δραστική βελτίωση των σχέσεων των δύο υπερδυνάμεων, αλλά και των ευρωπαϊκών κρατών ανάμεσα στους δύο κόσμους. Ορόσημα για την κορύφωση της ύφεσης μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ ήταν οι συνθήκες SALT I του 1972 για τη μείωση του πυρηνικού οπλοστασίου των δύο κρατών, ενώ για την Ευρώπη ήταν η διάσκεψη του Ελσίνκι τον Αύγουστο του 1975.
Στο περιφερειακό επίπεδο, η κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτέλεσε τον καταλύτη για την ανάληψη της πολυμερούς διπλωματίας στα Βαλκάνια από την ελληνική πλευρά. Η βελτίωση των σχέσεων με τα κομμουνιστικά κράτη που βρίσκονταν στα βόρεια σύνορα της χώρας, θα μπορούσε να αποτελέσει εξισορροπητικό παράγοντα έναντι της τουρκικής επιθετικότητας και να συνεισφέρει, ταυτόχρονα, στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού. Σε αυτό το πλαίσιο, το καινοφανές χαρακτηριστικό της πολιτικής του Καραμανλή ήταν ότι επιδίωξε το «άνοιγμα» προς τα βαλκανικά κράτη σε διμερές και πολυμερές επίπεδο. Αλλοι, επίσης, παράγοντες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της νέας βαλκανικής πολιτικής της Ελλάδας ήταν ο, όσο το δυνατόν, περιορισμός της σοβιετικής επεμβατικότητας στην περιοχή, αλλά και η βελτίωση της διεθνούς εικόνας της Ελλάδας, ως ενός κράτους εξωστρεφούς μετά την επταετή απομόνωση επί χούντας, που, κατά την ελληνική άποψη, θα μπορούσε να συμβάλει ουσιαστικά στο αίτημα της Ελλάδας για την ένταξή της στον σκληρό πυρήνα της ΕΟΚ. Αλλωστε, η ελληνική εξωτερική πολιτική ακολουθούσε τις «υφεσιακές» ψυχροπολεμικές εξελίξεις που λάμβαναν χώρα στο διεθνές επίπεδο.
Μετριοπαθείς οι άμεσοι στόχοι της Αθήνας
Η άσκηση της νέας πολιτικής ως προς τα κομμουνιστικά Βαλκάνια ξεκίνησε την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1975, όταν ο Καραμανλής επισκέφθηκε τη Ρουμανία (26-27 Μαΐου), τη Γιουγκοσλαβία (4-5 Ιουνίου) και τη Βουλγαρία (2-4 Ιουλίου) για να συνομιλήσει, στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο, με τους Νικολάε Τσαουσέσκου, Γιόσιπ Μπροζ Τίτο και Τόντορ Ζίφκοφ. Η μετάβαση του Καραμανλή στη Σόφια υπήρξε η πρώτη επίσημη επίσκεψη Ελληνα πρωθυπουργού στη Βουλγαρία. Πραγματοποιήθηκε από έναν Ελληνα Μακεδόνα πρωθυπουργό, γιο μαχητή του Μακεδονικού Αγώνα.
Η ευκαιρία που δόθηκε στις δύο χώρες να διακηρύξουν ότι δεν χωρίζονταν πλέον από εδαφικές διαφορές συνιστούσε μια εντυπωσιακή αλλαγή του διεθνούς κλίματος στον νότο των Βαλκανίων. Σε διμερές επίπεδο, οι σχέσεις μεταξύ των βαλκανικών κρατών είχαν αρχίσει να βελτιώνονται από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, ενώ στο πολυμερές είχαν δημιουργηθεί προσκόμματα, λόγω, κυρίως, της διασύνδεσής του με τις ρουμανικές προτάσεις για τη δημιουργία αποπυρηνικοποιημένης ζώνης στα Βαλκάνια, με τις οποίες ήταν αντίθετο το ΝΑΤΟ. Παρά τις όποιες διαφορές και διαφωνίες, ιδίως από την πλευρά της Βουλγαρίας, η οποία λόγω της μεγαλύτερης εξάρτησής της από την ΕΣΣΔ υποστήριζε τη βελτίωση των σχέσεων στο διμερές επίπεδο, ο Καραμανλής διέγνωσε ότι το κλίμα ήταν θετικό για το επόμενο βήμα.
Ετσι, στο πλαίσιο της Διάσκεψης για τη Συνεργασία και Ασφάλεια στην
Ευρώπη που πραγματοποιήθηκε στο Ελσίνκι τον Αύγουστο του 1975, ο Ελληνας
πρωθυπουργός συζήτησε με τους τρεις ηγέτες τη δυνατότητα πολυμερούς
βαλκανικής συνεργασίας. Στις 20 Αυγούστου υπέβαλε επίσημη πρόταση στους
ηγέτες της Αλβανίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας
κα της Τουρκίας για τη σύγκληση Βαλκανικής Διάσκεψης στην Αθήνα στο
επίπεδο των υφυπουργών Οικονομικών. Η πρόταση, όπως υπογράμμιζε ο ίδιος ο
Καραμανλής, εντασσόταν οργανικά στο πλαίσιο του «πνεύματος του
Ελσίνκι». Εκτός από την Αλβανία που απέρριψε την πρόταση, τα υπόλοιπα
κράτη αποδέχθηκαν την πρόταση του Καραμανλή. Η Βουλγαρία και η Τουρκία
ήταν καχύποπτες ως προς το πολυμερές επίπεδο συνεργασίας και τόνιζαν
διαρκώς την προτίμησή τους για διμερείς επαφές, όμως δεν ήθελαν να
απορρίψουν μια πρόταση που συνδεόταν άμεσα με την «ύφεση» του Ψυχρού
Πολέμου, που εκείνη την περίοδο κορυφωνόταν.
Παρά τις σημαντικές
διαφορές μεταξύ των βαλκανικών κρατών, για την ελληνική πλευρά οι άμεσοι
στόχοι της «υφεσιακής» της πολιτικής στα Βαλκάνια ήταν μετριοπαθείς:
καλλιέργεια ενός κλίματος εμπιστοσύνης και σταθερότητας στην περιοχή και
ενθάρρυνση επαφών πάνω σε μη αμφιλεγόμενα πολιτικά ζητήματα σε «χαμηλό»
πολιτικό επίπεδο με την προσδοκία και την προοπτική μετεξέλιξης της
συνεργασίας ακόμα και στο πολιτικό επίπεδο. Σε αυτό το πλαίσιο,
συγκλήθηκε στις αρχές του 1976 στην Αθήνα η πρώτη Διαβαλκανική Διάσκεψη
σε επίπεδο υφυπουργών ή γενικών γραμματέων των υπουργείων για να
συζητηθεί μια σειρά από οικονομικά και τεχνικά ζητήματα μεταξύ των
βαλκανικών κρατών. Παρά το ότι η διαβαλκανική συνεργασία δεν επρόκειτο
να λάβει τη μορφή πολυμερούς συνεργασίας στο ύψιστο, πολιτικό επίπεδο,
εν τούτοις, το «άνοιγμα» στα Βαλκάνια που εκκίνησε το 1975 από την
κυβέρνηση Καραμανλή έριξε τον σπόρο της διαβαλκανικής συνεργασίας που θα
διατηρούνταν μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
* Ο κ. Λυκούργος Κουρκουβέλας είναι ακαδημαϊκός υπότροφος στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire