Είναι η Τουρκία σήμερα το μέγα διακυβευόμενο της Ευρωπαϊκής
Ενώσεως. Είναι η μόνη χώρα στον άμεσο περίγυρό της όπου με σχετική
ασφάλεια μπορεί να επεκταθεί, στη βάση αμοιβαίως επωφελών συμφωνιών. Και
είναι η Γερμανία η χώρα που ανέλαβε να εκτελέσει αυτήν την αποστολή.
Ιστορικώς και φυσικά για λόγους του παρόντος, ήταν η μόνη χώρα που θα
μπορούσε να το πράξει.
Η ελληνική πολιτική τάξη έχει την τάση να εκπλήσσεται, διαχρονικώς.
«Εσείς οι Ελληνες είστε πάντα παιδιά», έλεγε ο Αιγύπτιος Ιερεύς στον
Αθηναίο νομοθέτη Σόλωνα. Αντίθετα, «εμείς ό,τι σπουδαίο έχει συμβεί το
καταγράφουμε από πολύ παλιά εις τους ναούς μας και το διασώζουμε».
Είναι η Γερμανία και η Τουρκία δύο χώρες με σκληρή ιστορική μνήμη και
οι διμερείς τους σχέσεις σφυρηλατήθηκαν εδώ και εκατόν τριάντα χρόνια.
Ηταν ο αυτοκράτωρ της Γερμανίας Γουλιέλμος Β΄ που συναντήθηκε με τον
σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ δύο φορές στην Κωνσταντινούπολη το 1889 και το
1908. Και διαρκούντος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1917, ο Γουλιέλμος
Β΄ μετέβη επίσης στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ύστερα
από πρόσκληση του σουλτάνου Μεχμέτ Ε΄.
Ηταν η Γερμανία η μόνη μεγάλη δύναμη της εποχής εκείνης που δεν
συνήργησε στον διαμερισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Μεγάλο
Πόλεμο, όπως συνέβη με τη Γαλλία και τη Βρετανία. Τέλος, ήταν οι
Γερμανοί, όπως ο στρατηγός βαρώνος Von der Golts, που διαμόρφωσαν τον
άτεγκτο εθνικισμό της ηγεσίας των Νεοτούρκων.
Υπήρξε στη συνέχεια και ο Μουσταφά Κεμάλ, που επιχείρησε να
αναμορφώσει πολιτικά και πολιτιστικά την Τουρκική Δημοκρατία κατά τα
γαλλικά πρότυπα, αλλά επί της ουσίας παρέμεινε πρωτίστως ο «Γαζής» που
έσωσε την Τουρκία από τη διάλυση. Οι άλλες μεταρρυθμίσεις του αφορούσαν
τη νέα ελίτ.
Στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου οι ΗΠΑ διαδραμάτισαν ρόλο καθοριστικό
στην Τουρκία, αλλά μόνον στη στρατιωτική ηγεσία και εν μέρει στη
διπλωματική και οικονομική ελίτ. Είναι ενδεικτικό ότι το ποσοστό το
αντιαμερικανισμού είναι στην Τουρκία μακράν το μεγαλύτερο στη Δύση. Το
αντίθετο συμβαίνει με τη Γερμανία, που επί δεκαετίες φιλοξενεί τεράστιο
αριθμό μεταναστών, από την οποία επωφελήθηκαν και ενδεείς τάξεις της
Τουρκίας.
Δεν είναι συνεπώς μόνον οι επενδύσεις που διαμορφώνουν την πολιτική
της Γερμανίδας καγκελαρίου έναντι της σημερινής Τουρκίας. Είναι μια
μακρά πορεία αδιατάρακτων σχέσεων που ενώνει τις δύο χώρες.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η κ. Μέρκελ επιδιώκει τη συντριβή της
Ελλάδος. Κάθε άλλο. Με δεσπόζουσα την οικονομική παρουσία της Γερμανίας
στην Τουρκία αλλά και στην Ελλάδα, πλέον έχει δημιουργηθεί εκ των
πραγμάτων ένας «ενιαίος επενδυτικός χώρος» που, για να αποδώσει
οικονομικά τα μέγιστα, πρέπει να «σταθεροποιηθεί» και πολιτικά.
Αυτό προϋποθέτει μια οδυνηρή προσαρμογή της χώρας μας στα νέα
δεδομένα της Ε.Ε., που όλως τυχαίως συμπίπτουν με την πολιτική του
αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄. Οχι, η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Απλώς
συνεχίζεται.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 6 Δεκεμβρίου 2020