Γιατί φαίνεται μακρινό το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία
Στο παρελθόν έχουν γραφτεί πολλά για το πώς ξεσπούν οι πολεμικές συγκρούσεις αλλά λίγα για το πώς εκείνες τελειώνουν. Τι χρειάζεται για να τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Έπειτα από σχεδόν οχτώ μήνες πολέμου (και άλλα οχτώ χρόνια εντάσεων στην σκιά της Κριμαίας), το χάσμα αντί να γεφυρώνεται μεταξύ Κιέβου και Μόσχας διευρύνεται.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν προχώρησε σήμερα στην επισημοποίηση της προσάρτησης άλλων τεσσάρων – έπειτα από την Κριμαία – ουκρανικών περιοχών (Ντονέτσκ, Λουγκάνσκ, Χερσώνα, Ζαπορίζια) στη Ρωσική Ομοσπονδία, αντλώντας «νομιμοποίηση» μέσα από δημοψηφίσματα αμφισβητούμενης αξιοπιστίας και αλυτρωτικές ιστορικές αναφορές σε λαούς που επιστρέφουν στις αγκάλες της «μητέρας» Ρωσίας.
Πλέον, έπειτα από τις σημερινές ανακοινώσεις, η Μόσχα διαμηνύει πως πρόκειται να υπερασπιστεί τα άρτι προσαρτηθέντα εδάφη «με όλα τα μέσα», αφήνοντας ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο πυρηνικών πληγμάτων για τα οποία υπάρχει άλλωστε ιστορικό προηγούμενο όπως σημείωσε ο Πούτιν: εκείνο των αμερικανικών πληγμάτων στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι.
Απαντώντας στη νέα ρωσική κλιμάκωση, το Κίεβο και ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι «σηκώνουν το γάντι» προωθώντας την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, μια ένταξη που για να γίνει βέβαια πραγματικότητα, θα πρέπει προηγουμένως να εγκριθεί και από τα 30 μέλη της νατοϊκής Συμμαχίας. Την ίδια ώρα, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ διαμηνύει πως η Ουκρανία έχει το δικαίωμα να επιχειρήσει να ανακαταλάβει τα εδάφη που παρανόμως προσάρτησε η Ρωσία… και ο πόλεμος συνεχίζεται οδεύοντας, φαινομενικά προς το παρόν, προς νέα επίπεδα κλιμάκωσης, με τους Ουκρανούς, την ΕΕ και τη G7 από τη μία πλευρά να διαμηνύουν πως δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωρίσουν ως ρωσικά τα εδάφη τα οποία η Μόσχα θεωρεί πλέον μονομερώς δικά της.
Τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν ακαδημαϊκοί που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στο πεδίο της «θεωρίας για τον τερματισμό των πολεμικών συγκρούσεων» («war termination theory»), μελετώντας δηλαδή όχι το πώς ξεκινούν αλλά το πώς τελειώνουν οι πολεμικές συγκρούσεις.
Στο παρελθόν έχουν γραφτεί πάρα πολλά για το πώς ξεσπούν οι συρράξεις αλλά πολύ λίγα για το πώς εκείνες τερματίζονται, γράφει ο Κιθ Γκέσεν στον ιστοχώρο του περιοδικού the New Yorker.
Ο μεγαλωμένος στο Άμστερνταμ Hein Goemans, που διδάσκει σήμερα πολιτικές επιστήμες στο University of Rochester στις ΗΠΑ, είναι ένας από εκείνους τους ακαδημαϊκούς που μελετούν όχι την αρχή αλλα το τέλος των πολέμων. Στο βιβλίο του με τον τίτλο «War and Punishment» που κυκλοφόρησε το έτος 2000, ο Goemans είχε παρουσιάσει τη δική του θεωρία για τους λόγους που κάνουν άλλους πολέμους να τελειώνουν σύντομα και άλλους να διαιωνίζονται.
Απόλυτη νίκη – απόλυτη ήττα
Παραδοσιακά, η αντίληψη που υπήρχε για τους πολέμους είναι πως εκείνοι τελειώνουν όταν ένα από τα αντιμαχόμενα μέρη καταθέσει τα όπλα και παραδοθεί. Σύμφωνα με τον Goemans ωστόσο, δεν αρκεί η μία πλευρά απλώς να σταματήσει να πολεμά. Θα πρέπει, παράλληλα, και η πλευρά των νικητών να διασφαλίσει ότι οι ηττημένοι θα αποδεχθούν τους όρους της παράδοσης που θέλουν να επιβάλουν οι νικητές.
Επαναξιολόγηση δυνάμεων και διαπραγματεύσεις
Κατά λοιπά, υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις πολεμικών συγκρούσεων που δεν τελείωσαν με ξεκάθαρους νικητές και ηττημένους, αλλά που έλαβαν τέλος μέσω διαπραγματεύσεων, όταν τα αντιμαχόμενα μέρη αποφάσισαν, για τους δικούς του λόγους το καθένα, να επαναξιολογήσουν τις δυνάμεις τους και την πορεία των συγκρούσεων.
Καχυποψία – Δυσπιστία
Ακόμη και αν θέλει ωστόσο ένα από τα εμπλεκόμενα μέρη να συμβιβαστεί, ενίοτε αυτό δεν γίνεται. Υπάρχουν περιπτώσεις πολέμων που δεν τελειώνουν γρήγορα επειδή η μία ή περισσότερες από τις άμεσα εμπλεκόμενες πλευρές δεν μπορούν να εμπιστευτούν τον αντίπαλο και τη δέσμευσή του ότι θα σεβαστεί την όποια ειρηνευτική συμφωνία. Με άλλα λόγια, όταν η μία πλευρά θεωρεί ότι η άλλη ή οι άλλες δεν πρόκειται να σεβαστούν τις όποιες ειρηνευτικές τους δεσμεύσεις, τότε ο πόλεμος συνεχίζεται.
Το εσωτερικό μέτωπο
Ένας άλλος παράγοντας που δεν έχει αναλυθεί επαρκώς στη βιβλιογραφία, σύμφωνα με τον Goemans, είναι ο παράγοντας που σχετίζεται με την εσωτερική πολιτική κάθε χώρας. Τα κράτη συνήθως αντιμετωπίζονται ως ενιαίοι φορείς με καθορισμένα συμφέροντα, αλλά αυτό αφήνει εκτός ανάλυσης τις εσωτερικές πιέσεις που ασκούνται στην ηγεσία ενός σύγχρονου κράτους.
Ο ρόλος του ηγέτη
Από τους ηγέτες άλλοι είναι δημοκράτες, άλλοι είναι δικτάτορες και άλλοι κάτι ενδιάμεσο.
Σύμφωνα με τον Goemans, οι δημοκράτες τείνουν να ανταποκρίνονται στις πληροφορίες που έρχονται από το μέτωπο και να ενεργούν ανάλογα. Στη χειρότερη περίπτωση, εάν χάσουν τον πόλεμο αλλά η χώρα τους εξακολουθεί να υπάρχει, θα χάσουν και την εξουσία.
Οι δικτάτορες από την άλλη πλευρά, επειδή έχουν τον απόλυτο έλεγχο, μπορούν να τερματίσουν τον πόλεμο όποτε εκείνοι κρίνουν. Μετά τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, ο Σαντάμ Χουσεΐν ήταν ένας τέτοιος ηγέτης που απλά σκότωνε όποιον τον επέκρινε.
Το πρόβλημα, όπως σημειώνει ο Goemans, πλήττει περισσότερο στους ηγέτες που δεν είναι ούτε δημοκράτες ούτε δικτάτορες. Επειδή είναι αυταρχικοί, εκείνοι συχνά έχουν άσχημο τέλος. Επειδή όμως δεν είναι αρκετά αυταρχικοί από την άλλη πλευρά, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους και την κοινή γνώμη.
Αυτοί οι ηγέτες, σύμφωνα με τον Goemans, είναι πιο πιθανό να μπουν στον πειρασμό να συνεχίσουν έναν πόλεμο, συχνά με μεγαλύτερη ένταση, επειδή οτιδήποτε άλλο εκτός από τη νίκη θα μπορούσε να σημαίνει τη δική τους ανατροπή, την φυλάκιση, την εξορία ή ακόμη και τον θάνατο.
Στις 17 Νοεμβρίου του 1914, τέσσερις μήνες έπειτα από την έναρξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β’ συναντήθηκε με το υπουργικό του συμβούλιο και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο πόλεμος δεν κερδίζεται. Ωστόσο, παρόλα αυτά, ο πόλεμος συνεχίστηκε για ακόμη τέσσερα χρόνια. Ο λόγος ήταν ότι ήξεραν ότι αν χάσουν θα ανατραπούν.
Τι γίνεται στην Ουκρανία;
Αναφορικά τώρα με τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο Goemans δεν βλέπει πώς θα μπορούσε αυτή η σύγκρουση να λάβει τέλος από την στιγμή που όλα παραμένουν ανοιχτά. Και οι δύο πλευρές εξακολουθούν να πιστεύουν ότι μπορούν να κερδίσουν και η δυσπιστία της μιας πλευράς για την άλλη βαθαίνει μέρα με τη μέρα.
Όσο για την εσωτερική πολιτική, ο Πούτιν παρά τον κατασταλτικό μηχανισμό που έχει υπό τον έλεγχό του, δεν έχει τον απόλυτο έλεγχο της χώρας. Εάν αρχίσει να χάνει, το πιο πιθανό είναι πως θα απαντήσει όχι αναζητώντας διέξοδο αλλά κλιμακώνοντας.
Για να μπορέσει να λάβει τέλος ο πόλεμος, «θα πρέπει», σύμφωνα με τον Goemans, «οι ελάχιστες απαιτήσεις τουλάχιστον μίας από τις άμεσα εμπλεκόμενες πλευρές να αλλάξουν».
Ωστόσο, ακόμη δεν έχουμε φτάσει σε ένα τέτοιο σημείο.
Με πληροφορίες από the New Yorker
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire