ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

samedi 29 octobre 2022

Ιστορήματα από το ΄21

 

Ο Παπαφλέσσας, οι μπότσες, το κρασί και ο γάμος με το στανιό

Η Α’ Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων είχε οριστεί, κατ’ αρχάς, να γίνει στο Άργος. Μετά από αναβολές και καθυστερήσεις οι πληρεξούσιοι ορκίστηκαν στην παλαιά εκκλησία του Άη Γιάννη του Άργους, στις 2 Δεκεμβρίου 1821. Στις 12, όμως, Δεκεμβρίου, δολοφονήθηκε έξω από την πόλη, κοντά στον χείμαρρο Ξεριά, ο Αντώνης Οικονόμου, από ανθρώπους που είχαν στείλει πρόκριτοι της Ύδρας.

Έτσι, για την αποφυγή αναμενόμενων νέων εμπλοκών, που θα οδηγούσαν σε πιθανή αιματοχυσία, ορίσθηκε νέος τόπος διεξαγωγής της Εθνοσυνέλευσης. Ήταν το χωριό Πιάδα, που αργότερα μετονομάσθηκε σε Νέα Επίδαυρο. Οι εργασίες άρχισαν στις 20 Δεκεμβρίου και ολοκληρώθηκαν στις 15 Ιανουαρίου 1822. Εκεί καταρτίσθηκε το πρώτο Σύνταγμα, “Νόμος της Επιδαύρου” αποκλήθηκε.

Προέβλεπε ότι η Διοίκηση θα αποτελείτο από δύο σώματα, το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό. Το Εκτελεστικό, η Κυβέρνηση δηλαδή, σύστησε στη συνέχεια τα υπουργεία, τα επονομασθέντα “Μινιστέρια”. Μίνιστρος των Εσωτερικών ορίσθηκε ο Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος παρέδωσε το υπουργείο στις 27 Απριλίου 1823 στον Γρηγόριο Δικαίο, που πήρε το παρατσούκλι “Παπαφλέσσας”, ως σύνθεση των λέξεων Παπάς+φλες (πολυλογάς στα Αρβανίτικα). Ο Παπαφλέσσας παρέμεινε στη θέση αυτή έως τον θάνατό του στο Μανιάκι, στις 20 Μαΐου 1825.

Κατά την περίοδο της υπουργίας του, ο Παπαφλέσσας, εκτός της διαχείρισης των καθημερινών σοβαρών θεμάτων της επικράτειας και της υπηρεσιακής ενημέρωσης, γινόταν και δέκτης παραπόνων και καταγγελιών απλών ανθρώπων, οι οποίοι δεν είχαν πού αλλού να “ακουμπήσουν”. Από την τελευταία κατηγορία “αλίευσα” δύο αναφορές-καταγγελίες προς το… σεβαστό υπουργείο του:

Τράκα τα δανεικά από την φτωχή

Η Ελένη, χήρα Δωροβίνη από το Άργος, στις 16 Απριλίου 1824, καταγγέλλει: «Προς το σεβαστό υπουργείο των Εσωτερικών. Η υπογεγραμμένη δούλη σάς γνωστοποιώ ότι κατά το 1821 είχα μαζέψει μερικά γρόσια, άλλα από ελεημοσύνη των χριστιανών και άλλα από την ρόκα (σ.σ.: γνέσιμο) και άλλες ξενοδουλειές και για να μην τα χαλάσω, αλλά να μου βρίσκονται για τα γεράματα, τα έδωσα ως δάνειο, με ομολογία, στον Αλεξανδρή Μελιγού.

»Πάνε τώρα τέσσερα χρόνια και μου έχει δώσει μόνο και μόνο 25 γρόσια. Ο Θεός γνωρίζει και οι γείτονές μου πως μένω νηστική τις περισσότερες μέρες, ενώ ο Αλεξανδρής πούλησε δυο βαγένια κρασί, το ένα τον χειμώνα και το άλλο προχθές, από ένα γρόσι την μπότσα* και δεν το βάσταξε η ψυχή του, παρ’ όλο που γνωρίζει το χάλι μου, να μου δώσει κι εμένα κάτι να τα φέρω βόλτα. Έτσι καταφεύγω στο έλεος και στη συμπάθεια της σεβαστής Διοίκησης και παρακαλώ, με θερμά δάκρυα, να με σπλαχνιστεί κι εμένα την ταπεινή δούλη σας, όπως και όλους τους φτωχούς που έχουν δίκιο.

Με σεβασμό
Η ελαχίστη δούλη
Ελένη, χήρα Δωροβίνη»

Την πάντρεψαν με το στανιό και της έκλεψαν το κρασί!

Καταγγελία του Δημογέροντα Ιωάννη Νικολάου, από το Άργος, στις 22 Απριλίου 1824: «Προς το έξοχο και σεβαστό υπουργείο των Εσωτερικών. Ο υπογεγραμμένος γνωστοποιώ, ότι κατά τον περασμένο χρόνο, ένας παπάς μαζί με έναν άλλον συγχωριανό, όταν λείπαμε εγώ ο δούλος σας και ο αδερφός μου από το χωριό, βρίσκοντας την ευκαιρία, πήραν με την βία και απειλή μέσα από το σπίτι μας μια ορφανή ξαδέρφη μου και την στεφάνωσαν με κάποιον Νικολό Ρούντα, χωρίς η τσούπα να θέλει. Γι’ αυτό ούτε τον δέχτηκε για άντρα της, ούτε και του κάθισε. Όπως, λοιπόν, εξελίχθηκαν τα πράγματα, έφυγε η τσούπα και επέστρεψε στο σπίτι μας. Στη συνέχεια, όμως, πήγε και την βρήκε στο αμπέλι της κάποιος Δημογέροντας, ονόματι Σιδέρης και την πήρε πάλι με το ζόρι, πηγαίνοντάς την στο σπίτι του γαμπρού. Παρ’ όλα αυτά, η τσούπα αντέδρασε, όπως και την πρώτη φορά και έφυγε.

Ο προαναφερθείς, γαμπρός με το στανιό, μαζί με τον Δημογέροντα Σιδέρη, πούλησε ένα βαγένι κρασί της γυναίκας, που είχε περιεχόμενο οκτακόσιες μπότσες*, εισπράττοντας τα γρόσια της αξίας του σαν να ήταν νοικοκύρης και η δύστυχη ξαδέρφη μου, ανυπεράσπιστη και ορφανή και στερημένη του επιούσιου, καταφεύγει μέσω εμού, στο έλεος της σεβαστής Διοίκησης και παρακαλεί με δάκρυα, για την παρέμβαση της σεβαστής Διοίκησης, ώστε να εξασφαλίσει το δικαίωμα να ορίζει η ίδια τον εαυτόν της. Η τσούπα ούτε τον ήθελε ούτε τον θέλει (σ.σ.: τον γαμπρό) αλλά θέλει τα χρήματά της που της τα πήρε από την πώληση του κρασιού. Γι’ αυτό και πάλι και πολλάκις παρακαλεί το έλεος της σεβαστής Διοίκησης, έχοντας βάσιμες ελπίδες πως θα βρει το δίκιο της.

Διατελώ με τον αρμόζοντα σεβασμό
Ιωάννης Νικολάου
Δημογέρων»


Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire