Αν και στην Ελλάδα χορηγούνται οι υψηλότερες επιδοτήσεις ρεύματος στην Ε.Ε., τα ελληνικά νοικοκυριά, με βάση το πραγματικό τους εισόδημα, πληρώνουν ακριβότερα το ρεύμα και το φυσικό αέριο από τους περισσότερους Ευρωπαίους.
Πανάκριβα σε σχέση με το πραγματικό τους εισόδημα πληρώνουν τα ελληνικά νοικοκυριά το ρεύμα και το φυσικό αέριο ακόμη και μετά τις υψηλές επιδοτήσεις, που συμβαίνει να είναι οι υψηλότερες στην Ευρώπη. Σύμφωνα με την έκθεση του ACER (Σύνδεσμος των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας της Ε.Ε.) η Ελλάδα εμφανίζει το 2022 το τρίτο υψηλότερο κόστος οικιακού ρεύματος σε ολόκληρη την Ευρώπη, μετά την Πορτογαλία και τη Νορβηγία, και το τρίτο υψηλότερο για φυσικό αέριο, μετά τη Βουλγαρία και τη Γερμανία, σε σχέση με το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών. Βεβαίως η Ελλάδα και προ κρίσης ήταν στις πρώτες θέσεις στον ευρωπαϊκό κατάλογο της ακρίβειας, όμως τα στοιχεία δείχνουν επιδείνωση από το 2020, που βρισκόταν στην πέμπτη θέση. Σύμφωνα με την έκθεση του ACER το ποσοστό εισοδήματος που δαπανούν τα ελληνικά νοικοκυριά για να πληρώσουν τους λογαριασμούς ρεύματος το 2022 υπερβαίνει το 6% από λίγο πάνω από 4% που ήταν το 2020, και είναι το υψηλότερο μετά την Πορτογαλία (προσεγγίζει το 8%) και τη Νορβηγία (πάνω από 7%). Μάλιστα, ο ACER αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα προσφέρει τις υψηλότερες επιδοτήσεις με όρους ΑΕΠ, που ξεπερνούν το 3,5%.
Την τρίτη θέση καταλαμβάνει η Ελλάδα –πίσω από τη Βουλγαρία και τη Γερμανία αυτή τη φορά– και για το ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος που δαπανάται για τους λογαριασμούς φυσικού αερίου, με το ποσοστό να διαμορφώνεται το 2022 περίπου στο 13% από 3% το 2020. Με τους χαμηλούς μισθούς και όχι με τις τιμές αυτές καθαυτές του ρεύματος και του φυσικού αερίου συνδέουν αρμόδια κυβερνητικά στελέχη το υψηλό ποσοστό πραγματικού εισοδήματος που καταβάλλουν τα ελληνικά νοικοκυριά. «Δουλεύουμε για να αυξηθούν οι μισθοί μέσω της ανάπτυξης», σημειώνουν στην «Κ», παρατηρώντας πάντως ότι πρόκειται για ένα διαχρονικό φαινόμενο, σχολιάζοντας την έκθεση του ACER.
Δεν είναι όμως μόνον αυτές οι αρνητικές πρωτιές της χώρας. Η Ελλάδα ήταν το 2021 η χώρα με τη λιγότερη διείσδυση των έξυπνων μετρητών και μάλιστα σε απόσταση από την αμέσως επόμενη χώρα, την Πολωνία, με βαθμό διείσδυσης κοντά στο 15%. Το ποσοστό διείσδυσης έξυπνων μετρητών στην Ελλάδας είναι μόλις 3% έναντι 54% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, με τον ACER να επισημαίνει ότι η έλλειψη έξυπνων μετρητών αποτελεί εμπόδιο στην ενισχυμένη συμμετοχή των καταναλωτών στην αγορά. Το κατά πόσον θα αλλάξει η εικόνα για τη χώρα θα εξαρτηθεί από το πόσο γρήγορα θα προχωρήσει ο διαγωνισμός για την αντικατάσταση 7,5 εκατ. μετρητών περί του 1 δισ. ευρώ που επανεκκίνησε ο ΔΕΔΔΗΕ τον Μάρτιο του 2021 σε συνέχεια μιας μακράς διαδικασίας που καρκινοβατούσε από το 2014.
Η Ελλάδα κατείχε το 2020 την πρώτη θέση στη λίστα ευρωπαϊκών χωρών με τις περισσότερες διακοπές ρεύματος λόγω οφειλών, αλλά και πρώτη στη λίστα με τις υψηλότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές ευάλωτων καταναλωτών, που έφτασαν το 50% έναντι 14,6% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αρνητική είναι η κατάταξη της χώρας το 2020 και σε σχέση με τις δυνατότητες των καταναλωτών να θερμαίνουν τα σπίτια τους, οι οποίες εύλογα θα έχουν επιδεινωθεί μετά την ενεργειακή κρίση. Η χώρα μας κατείχε το 2020 την τρίτη χειρότερη θέση μετά τη Βουλγαρία και την Κύπρο.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire