Συπληρώνονται 50 χρόνια κατοχής και ένας λάθος δρόμος για την αντιμετώπισή της. Το θέμα μετά το πραξικόπημα και την εισβολή στην Κύπρο το 1974 ήταν η αποκατάσταση της εσωτερικής δημοκρατικής νομιμότητας και η ανατροπή των κατοχικών δεδομένων που ήταν η διεθνής πλευρά του προβλήματος. Ασφαλώς το Κυπριακό τη στιγμή εκείνη παρουσίαζε δύο όψεις : η μια αφορούσε την εσωτερική συνταγματική δομή του κράτους που έπρεπε να επιτευχθεί με διάλογο με τους Τουρκοκύπριους για την κοινή συνύπαρξη στο νησί. Η άλλη όψη αφορούσε τη διεθνή πτυχή του κυπριακού ζητήματος με την αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων και την κατάργηση των εγγυητικών δικαιωμάτων Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας. Αυτό θα οδηγούσε στη δημιουργία ενός κανονικού κράτους χωρίς εγγυητές και χωρίς προστάτες.

Από πολύ νωρίς ο ξένος παράγοντας και ειδικά οι Αμερικανοί επέβαλαν, και εμείς το αποδεχτήκαμε, μια άλλη διαδικασία. Αυτή του δικοινοτικού διαλόγου, αφήνοντας στη σκιά τη δεύτερη πτυχή που ήταν τα κατοχικά δεδομένα. Αφήνοντας δηλαδή στο απυρόβλητο την Τουρκία. Αυτό έγινε  καθαρό με τις κατευθυντήριες γραμμές επίλυσης του Κυπριακού που υπέγραψαν κάτω από την αμερικανική πίεση ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και ο Ραούφ Ντενκτάς, αποκαλούμενες  και «συμφωνία υψηλού επιπέδου», της 12ης Φεβρουαρίου 1977, και οι οποίες επαναβεβαιώθηκαν  αργότερα χωρίς ουσιαστική διαφοροποίηση με την εκ νέου υπογραφή τους από τον Σπύρο Κυπριανού και τον Ραούφ Ντενκτάς. Έτσι το Κυπριακό, από θέμα εισβολής και κατοχής μετατράπηκε σε θέμα δικοινοτικού διαλόγου και απαλλάχτηκε η Τουρκία των ευθυνών της.  Και αυτό βέβαια και με την στήριξη της Αθήνας που αποποιήθηκε των δικών της ευθυνών.

Από τότε συνεχίζεται για 50 χρόνια ένας ατελεύτητος διάλογος που καθοδηγείται από τον ξένο παράγοντα, που θέτει εκτός κάδρου την Τουρκία και την απενοχοποιεί. Και που οδήγησε σε μια σειρά παραχωρήσεων από την ελληνική πλευρά χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Η Τουρκία χρησιμοποίησε τον διάλογο αυτό για να υποσκάψει τη διεθνή νομιμότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και για να εδραιώσει τα κατοχικά δεδομένα. Δημιούργησε   στα κατεχόμενα ένα μόρφωμα που διεκδικεί αναγνώριση ως ισότιμη κρατική οντότητα  της Κυπριακής Δημοκρατίας και φτάσαμε να συζητούμε και να αποδεχόμαστε κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, του μόνου όπλου που διαθέτουμε για την επιβίωσή μας σε αυτό τον τόπο οι Ελληνοκύπριοι αλλά ακόμη και οι Τουρκοκύπριοι. Και στη θέση της προτείνεται ένα φυλετικό διζωνικό, δικοινοτικό μόρφωμα με επικυριαρχία της Άγκυρας.

Ουσιαστικές προτάσεις για επίλυση του Κυπριακού δεν υποβλήθηκαν ούτε και συζητήθηκαν ποτέ στα σοβαρά, πέρα από κάποιες γενικόλογες και αόριστες ιδέες, με εξαίρεση το σχέδιο Ανάν που ήταν μια ολοκληρωμένη πρόταση αλλά σε βάρος της ελληνικής πλευράς. Διότι οδηγούσε στην κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην τουρκική επικυριαρχία επί του συνόλου της Κύπρου.

Έκτοτε, για πρώτη φορά στο Κραν Μοντανά τέθηκε η διεθνής πλευρά του κυπριακού ζητήματος για την κατάργηση των εγγυήσεων και την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων. Αν και η Άγκυρα δημιούργησε στον Γκουτέρες, τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, τη ψευδή εντύπωση ότι θα μπορούσε να δεχτεί την κατάργηση των εγγυήσεων, και σ’ αυτό παρέσυρε ακόμη και μερίδα Ελληνοκυπρίων να το πιστεύουν, η πραγματικότητα είναι ότι δεν μετακινήθηκε καθόλου από τις θέσεις της.  Σήμερα μάλιστα προβάλλει τη θέση των δύο κρατών, όχι βεβαίως με διεθνή υπόσταση και διεθνή αναγνώριση αλλά με ένα συνομοσπονδιακό μανδύα που θα της επιτρέπει τον έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου.

Είναι φανερόν ότι στα 50 χρόνια κατοχής η Τουρκία εξέρχεται κερδισμένη καθώς τα κατοχικά τετελεσμένα εδραιώνονται. Ακόμη και οι αντιπρόσωποι των  Ηνωμένων Εθνών , όπως τελευταία η Ολγκίν Κουεγιάρ, αποφεύγουν την όποια αναφορά στην Τουρκία και επικεντρώνονται στις δύο κοινότητες και προσαρμόζουν σταδιακά τις αναφορές τους στην απάλυνση της κατοχής. Κάποτε στα αλήστου μνήμης αμερικανικά σεμινάρια είχαν αναγάγει την κατοχή σε ψυχολογικό μας πρόβλημα. Η κ.Ολγκίν μας παραπέμπει στη νευροχειρουργική!   

Υπάρχει ασφαλώς η ευθύνη της Λευκωσίας και των κυπριακών ελίτ για τη διαχείριση του Κυπριακού όλη αυτή την περίοδο αλλά υπάρχει και η τεράστια ευθύνη της Αθήνας που ουσιαστικά εγκατέλειψε την Κύπρο στην τύχη της. Οι εξαιρέσεις, ιδίως της περιόδου Ανδρέα Παπανδρέου, δεν πέτυχαν να αλλοιώσουν το καραμανλικό δόγμα ότι «η Κύπρος κείται μακράν». Το βλέπουμε και με τη σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη που προωθεί έναν άγονο διάλογο με την Τουρκία, αφήνοντας το Κυπριακό εκτός πλαισίου, στο έλεος της τουρκικής βουλιμίας και των αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών συμφερόντων. Και είναι λυπηρό που ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας βγήκε σήμερα και δικαίωσε το «η Κύπρος κείται μακράν» του Καραμανλή. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης δεν μίλησε ως Πρόεδρος  της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά ως εκπρόσωπος του κυπριακού μεταπρατικού κατεστημένου. Η δεύτερη εισβολή δεν θα γινόταν ποτέ, δεν θα την επέτρεπαν οι Αμερικανοί, αν απλώς ο Καραμανλής απειλούσε πόλεμο με την Τουρκία. Το λένε όλοι οι σοβαροί πολιτικοί αναλυτές, το αντιλαμβάνονται ακόμη και πρωτοετείς φοιτητές διεθνών σχέσεων.  Και υπάρχουν αρκετές αναλύσεις αλλά και έγγραφα για τον ρόλο Καραμανλή και παλαιότερα αλλά και για το ΄74 όσον αφορά το Κυπριακό.

50 χρόνια μετά το πραξικόπημα και την εισβολή οι ελληνικές ελίτ δεν τολμούν να αναλάβουν τις ευθύνες τους για την προδοσία της Κύπρου το 1974. Οι πρωταγωνιστές του πραξικοπήματος και της άρνησης να συμπαρασταθούν στην Κύπρο, επίορκοι στρατιωτικοί, παρέμειναν ατιμώρητοι. Ο περιβόητος φάκελος της Κύπρου παραμένει καταχωνιασμένος στα υπόγεια της ελληνικής Βουλής όπως και μια σειρά άλλων εγγράφων στο υπουργείο Εξωτερικών του αθηναϊκού κράτους για να μη θιγούν πρώτα οι «εταίροι» μας Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ αλλά και όσοι «ελληνόφωνοι» συνεργάστηκαν μαζί τους για την καταστροφή της Κύπρου.

Μετά από 50 χρόνια κατοχής και έναν άγονο δικοινοτικό διάλογο είμαστε σε αδιέξοδο. Οι ελίτ των Αθηνών ενδιαφέρονται περισσότερο για την Ουκρανία παρά για την Κύπρο,αποψίλωσαν τα νησιά από την άμυνα τους για να στείλουν οπλισμό στην Ουκρανία και το ίδιο έκανε και η Λευκωσία με υπερβάλλοντα ζήλο. Την ίδια ώρα ένας νατοϊκός στρατός 40 χιλιάδων Τούρκων, συνεχίζει ανενόχλητος την κατοχή της Κύπρου.

Για το ΝΑΤΟ, τους Αμερικανούς και τους Εγγλέζους, το Κυπριακό περιορίζεται σε μα εθνοτική διαφορά, η επίλυση της οποίας θα προέλθει με τη δημιουργία ενός φυλετικού μορφώματος απαρτχάιντ με τουρκική επικυριαρχία. Οι κυπριακές  και οι ελλαδικές ελίτ δεν τολμούν να θέσουν το Κυπριακό στους Αμερικανούς και την Ευρώπη  στην ίδια λογική με το Ουκρανικό, ως θέμα εισβολής και κατοχής. Για την  Ουκρανία οι «στρατηγικοί» μας εταίροι,οι Αμερικανοί,  καταγγέλλουν τη Ρωσία για εισβολή.  Ποτέ δεν έκαναν κάτι τέτοιο για την Κύπρο. Στην Κύπρο, μας λένε οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ, δεν υπάρχει κατοχή αλλά μια δικοινοτική διαφορά!

Χρειαζόμαστε ανατροπές

Η κατοχή όπως την βιώνουμε σήμερα ή συγκαλυμμένη με μια μορφή λύσης βασισμένης σε φυλετικά δεδομένα και κριτήρια δεν είναι το μέλλον της Κύπρου. Το μέλλον της Κύπρου είναι ένα κανονικό κράτος όπως τα υπόλοιπα κράτη της οικουμένης. Χρειαζόμαστε ανατροπές! Και μια νέα δυναμική πολιτική ανόρθωσης. Χρειαζόμαστε μια αναγεννητική στρατηγική επιβίωσης. Χρειαζόμαστε αλλαγή παραδείγματος, αλλαγή θεώρησης, μια νέα στρατηγική πυξίδα. Χρειαζόμαστε ηγέτες με όραμα και όχι δεδομένους στα ντόπια ολιγαρχικά συμφέροντα διασυνδεδεμένα ασφαλώς με αυτά των ξένων. Και υπάρχουν λαϊκές δυνάμεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο για να στηρίξουν ένα  αγώνα απελευθέρωσης κόντρα στις δεδομένες ελίτ και τα μεταπρατικά κατεστημένα. Με επιδίωξη συνεργασίας με εκείνους τους Τουρκοκύπριους που γενναία αντιτάσσονται στην κατοχή. Ούτε ο ελληνικός λαός, ούτε ο κυπριακός λαός  θα αποδεχτούν ποτέ λύση κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, λύση υποταγής και αποδοχής των   κατοχικών δεδομένων. Διότι γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο θα θα είναι το τέλος της Κύπρου. Είναι η ώρα της  στράτευσης για δημοκρατία και ελευθερία.

*Πανεπιστημιακός, συγγραφέας, ποιητής.   stephanos.constantinides@gmail.com