Οι δύο σχολές των ελληνοτουρκικών
Ο πυρήνας της διαφωνίας Καραμανλή με την πολιτική Σημίτη εντοπίζεται σε δύο φράσεις που ενσωματώθηκαν σε δύο κείμενα συμπερασμάτων: στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη στις 8 Ιουλίου 1997 και στη σύνοδο της Ε.Ε. στο Ελσίνκι στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 1999. Στη Μαδρίτη, δημοσιοποιήθηκε κοινό ανακοινωθέν Ελλάδας – Τουρκίας, όπου υπάρχει η διατύπωση ότι η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν «νόμιμα (θεμιτά ή εύλογα), ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα στο Αιγαίο τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία τους». Παράλληλα, υπογραμμίζεται η δέσμευση για αποφυγή μονομερών ενεργειών. Στο κείμενο συμπερασμάτων του Ελσίνκι υπάρχει η διατύπωση ότι οι εκκρεμείς συνοριακές διαφορές Ελλάδας – Τουρκίας και άλλα συναφή θέματα (outstanding border disputes and other related issues) θα έπρεπε να παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ) αν δεν επέλθει συμφωνία για την επίλυσή τους με διμερή διαπραγμάτευση έως το τέλος του 2004.
Ο κ. Καραμανλής υπενθύμισε με τη δήλωσή του στις 8 Απριλίου 2021 την ερμηνεία που ανέκαθεν απέδιδε στις διατυπώσεις αυτές: ότι η Αθήνα αναγνώρισε δικαιώματα κυριαρχίας της Τουρκίας στο Αιγαίο, πέραν της χάραξης της υφαλοκρηπίδας, και ότι συναίνεσε στο ότι οι διαφωνίες επί των δικαιωμάτων αυτών θα μπορούσαν να επιλυθούν από το ΔΔΧ ακόμη και έπειτα από μονομερή προσφυγή της Τουρκίας χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας. Ο κ. Καραμανλής πρόσθεσε ότι η Ελλάδα θα ήταν υποχρεωμένη να αποδεχθεί οποιοδήποτε αποτέλεσμα της δικαστικής διαδικασίας, ακόμη και αν διαφωνούσε με την προσφυγή και με το περιεχόμενό της.
Η πλευρά Σημίτη θεωρεί ότι η ερμηνεία του κ. Καραμανλή δεν είναι σωστή. Η διατύπωση στο ανακοινωθέν Μαδρίτης είναι η νοητή συνέχεια του πρακτικού της Βέρνης τον Νοέμβριο 1976 και του ανακοινωθέντος του Νταβός του Φεβρουαρίου 1988, που επικύρωσαν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου, αντίστοιχα. Επειτα από δύο θερμά επεισόδια (έξοδος στο Αιγαίο του «Σισμίκ» (Χόρα) τον Αύγουστο 1976 και του «Πίρι Ρέις» τον Μάρτιο του 1987), οι δύο ηγέτες συμφώνησαν με τους ομολόγους τους, Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ και Τουργκούτ Οζάλ αντίστοιχα, στο ίδιο πράγμα: ότι οι δύο χώρες δεν θα προβαίνουν σε σεισμικές έρευνες πέρα από το όριο των χωρικών υδάτων των 6 μιλίων που και οι δύο διατηρούσαν (και διατηρούν μέχρι σήμερα), ώσπου να πραγματοποιηθεί η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Η διαφορά του 1976 και του 1988 με το 1997 και το 1999 είναι ότι το 1994 προστέθηκε στο διεθνές δίκαιο η δυνατότητα κάθε χώρας να επεκτείνει μονομερώς τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια. Η Ελλάδα επικύρωσε αυτή τη δυνατότητα στο εθνικό δίκαιο και η τουρκική Εθνοσυνέλευση ψήφισε νόμο το 1995 αντιδρώντας ότι αν η Ελλάδα προβεί σε κάτι τέτοιο, τότε θα είναι αιτία πολέμου και εξουσιοδότησε την κυβέρνηση να προβεί στα ενδεδειγμένα μέτρα. Το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια δεν αποτελεί πρόβλημα σε χώρες με ανοιχτές θάλασσες, αλλά σε ορισμένες περιοχές της Γης, ιδίως εκεί όπου η εμπιστοσύνη δεν περισσεύει, η πρόβλεψη αυτή μπορεί να περιπλέξει τις διαφορές. Οταν η υφαλοκρηπίδα μπορεί δυνητικά να οριστεί διά της πλαγίας οδού, μέσα από μονομερείς επεκτάσεις χωρικών υδάτων, τότε μπορεί να ανακύπτουν νόμιμα (θεμιτά ή εύλογα), ζωτικά συμφέροντα, συνοριακές διαφορές και συναφή θέματα.
Η μονομερής προσφυγή
Μπορούσε η Τουρκία να «πατήσει» στη διατύπωση του Ελσίνκι, να παραπέμψει μονομερώς στη Χάγη αυτά τα ζητήματα και εμείς να πρέπει να αποδεχτούμε το αποτέλεσμα του Δικαστηρίου; Η απάντηση του κ. Καραμανλή είναι «ναι». «Η Τουρκία θα προσδιόριζε μόνη της τα επίδικα θέματα», επισημαίνει χαρακτηριστικά ο πρώην πρωθυπουργός. Η πλευρά Σημίτη απορρίπτει κατηγορηματικά ότι η Τουρκία είχε αυτήν τη δυνατότητα. Ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου Πειραιώς Πέτρος Λιάκουρας, που ήταν μέλος της ελληνικής ομάδας στις διερευνητικές επαφές και συμμετέχει στον συλλογικό τόμο «Η Στρατηγική του Ελσίνκι» με ένα εμβριθές κείμενο, εξηγεί στην «Κ» ότι μια χώρα μπορεί να προσφύγει μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο κατά μιας άλλης μόνον εάν α) υπάρχει ένα νομικό κείμενο συμφωνίας σε κάποιο θέμα και έχει προβλεφθεί ότι εάν ανακύψει διαφορά ερμηνείας ή εφαρμογής, τότε μπορεί να προσφύγει όποια πλευρά κατά της άλλης, ή β) εάν υπάρχει δήλωση από την οποία προκύπτει πρόθεση παραπομπής, ή γ) εάν και οι δύο χώρες έχουν αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία της Χάγης χωρίς επιφύλαξη για το θέμα αυτό.
Τέτοιο κείμενο δεν υπήρχε. Το κείμενο του Ελσίνκι ήταν ένα γενικό πολιτικό κείμενο και όχι ένα νομικό κείμενο μιας ειδικής συμφωνίας. Ηταν το πλαίσιο στο οποίο επρόκειτο να κινηθεί η Ε.Ε. έναντι της υποψηφιότητας της Τουρκίας έως το 2004. Πιο συγκεκριμένα, για να εκδικάσει η Χάγη, π.χ., τις γκρίζες ζώνες, δεν αρκεί το γεγονός ότι η Ελλάδα αναγνώρισε το 1994 τη γενική δικαιοδοσία της Χάγης να δικάζει όλα τα θέματα (πλην αυτών της άμυνας) με άλλες χώρες που επίσης έχουν αποδεχθεί τη γενική δικαιοδοσία της Χάγης. Θα έπρεπε να υπάρχει ένα συγκεκριμένο κείμενο συμφωνίας με την Τουρκία περί παραπομπής για τις γκρίζες ζώνες. Θα έπρεπε επιπλέον μέσα στο κείμενο αυτό να υπήρχε η πρόβλεψη ότι το κάθε μέρος θα είχε το δικαίωμα της μονομερούς προσφυγής σε περίπτωση αθέτησης κάποιου όρου της συμφωνίας. Και φυσικά, η Τουρκία θα έπρεπε να είχε αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.
Οι διερευνητικές επαφές της περιόδου 2002-2003
Στο θέμα της προσφυγής στη Χάγη υπάρχει ακόμη ένα «μυστικό»: Oπως διαβεβαιώνει την «Κ» ασφαλής πηγή, μία από τις ελληνικές προτάσεις στην Τουρκία κατά τη διάρκεια των διερευνητικών επαφών του 2003 ήταν, στο κοινό ανακοινωθέν που θα σηματοδοτούσε τη λήξη των επαφών και την έναρξη της διαπραγμάτευσης για την υφαλοκρηπίδα, να συμπεριληφθεί πράγματι η πρόβλεψη ότι, σε περίπτωση μη συμφωνίας έως το τέλος του 2004, θα μπορούσε η κάθε χώρα να προσφύγει μονομερώς στη Χάγη για την υφαλοκρηπίδα. Η μονομερής προσφυγή ήταν ελληνική πρόταση που η Τουρκία απέρριψε κατηγορηματικά. Δεν ήθελε, σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων, να βρεθεί στη Χάγη για την υφαλοκρηπίδα χωρίς να έχει συμφωνήσει σε αυτό. Hθελε η πιθανή προσφυγή στη Χάγη έπειτα από αποτυχία των διαπραγματεύσεων να γίνει μόνο από κοινού, μέσα από τη σύναψη ενός «συνυποσχετικού» που θα επικυρωνόταν από τα δύο Κοινοβούλια. Κατά συνέπεια, όχι μόνο η Τουρκία δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να προσφύγει μονομερώς στη Χάγη για κανένα ζήτημα που δεν είχε ρητά συμφωνηθεί ότι είναι μέρος της διαπραγμάτευσης, αλλά και για το μόνο ζήτημα που η ελληνική πλευρά πρότεινε τη δυνατότητα της μονομερούς προσφυγής, η Τουρκία απέρριψε την επιλογή αυτή.
Στο τραπέζι των «διερευνητικών επαφών» μπορούσε η κάθε πλευρά να θέσει οτιδήποτε την απασχολούσε. Δεν σημαίνει όμως ότι όλα όσα θα συζητούνταν θα γίνονταν αποδεκτά από την άλλη πλευρά ως κομμάτι της διαπραγμάτευσης που θα άρχιζε όταν θα τελείωναν οι διερευνητικές επαφές. Τι έγινε στην πράξη: σύμφωνα με πηγές με άριστη γνώση των διερευνητικών επαφών του 2002-03, οι Τούρκοι έθεσαν το θέμα της μειονότητας στη Θράκη, το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών και το θέμα των γκρίζων ζωνών (δηλαδή το ερώτημα αν οι βραχονησίδες που δεν αναφέρονται ρητά στις Συνθήκες ανήκουν ή όχι στην Τουρκία ως διάδοχο κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Η ελληνική πλευρά απάντησε ότι αυτά είναι «μη θέματα» και δεν μπορούν να περιληφθούν στη διαπραγμάτευση. Η τουρκική πλευρά συμφώνησε.
Οι έγκριτοι Τούρκοι νομικοί και διπλωμάτες που λάμβαναν μέρος στις συναντήσεις των διερευνητικών επαφών προφανώς γνώριζαν ότι η χώρα τους δεν έχει ουσιαστικό νομικό έρεισμα για να επιμείνει στα θέματα αυτά και ότι προτιμότερο θα ήταν να επικεντρωθούν εκεί που πράγματι υπάρχει έρεισμα, δηλαδή στη διεκδίκηση μέρους της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Επίσης, επειδή οι διερευνητικές επαφές διενεργούνταν στο πλαίσιο της ενταξιακής προοπτικής της Τουρκίας και ο χρόνος έτρεχε, η Αγκυρα δεν ήθελε να εμφανίζεται ότι εμμένει σε «μη θέματα», στάση που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αντιπαραγωγική και «αντιευρωπαϊκή». Οπότε, έως το 2003, είχε καταστεί σαφές από την Τουρκία ότι οι γκρίζες ζώνες, η Θράκη και η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών δεν θα υπήρχαν στην ατζέντα της επερχόμενης διαπραγμάτευσης. Μόνο θέμα θα ήταν η υφαλοκρηπίδα.
Αξίζει εδώ να υπενθυμίσουμε μια άλλη παλιά ιστορία. Προς εφαρμογή του άρθρου 6 του πρακτικού της Βέρνης, το ελληνικό Γενικό Επιτελείο Ναυτικού (ΓΕΝ) τον Ιανουάριο του 1978 εκδίδει διαταγή με την οποία απαγορεύει στην κοινοπραξία της αμερικανικής εταιρείας Oceanic με το ελληνικό Δημόσιο να προβεί σε γεωτρήσεις ανατολικά της Θάσου, πέραν των έξι μιλίων, ώσπου να ολοκληρωθεί η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Δέκα μίλια ανατολικά της Θάσου βρίσκεται η περιβόητη θέση «Μπάμπουρας» που θεωρείται πλούσια σε υδρογονάνθρακες. Οι συζητήσεις για την υφαλοκρηπίδα ατόνησαν και σταμάτησαν το 1980, αλλά η απαγόρευση του ΓΕΝ διατηρούνταν. Η Oceanic έθεσε το θέμα επανέναρξης μελετών στον τότε υπουργό Ενέργειας Στέφανο Μάνο, ο οποίος με τη σειρά του ρώτησε τον τότε υπουργό Αμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ αν εξακολουθεί να συντρέχει ο λόγος της απαγόρευσης. Ο Αβέρωφ απάντησε αρνητικά και ο Μάνος στις 24 Αυγούστου 1981 ενημέρωσε την κοινοπραξία ότι θα μπορούσε να προχωρήσει σε έρευνες μετά τις 30 Νοεμβρίου 1981. Φυσικά αυτό δεν συνέβη ποτέ, καθώς η εκκρεμότητα της υφαλοκρηπίδας διατηρεί τον «Μπάμπουρα» απροσπέλαστο μέχρι σήμερα. Υπογραμμίζεται ότι το μονομερές δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια δεν υπήρχε τότε στο δίκαιο της θάλασσας, καθώς ενσωματώθηκε μόλις το 1994 προκαλώντας το προληπτικό τουρκικό casus belli…
Η Τουρκία και η Χάγη
Η Ελλάδα αναγνώρισε το 1994 την «υποχρεωτική δικαιοδοσία» της Χάγης έναντι οποιουδήποτε άλλου κράτους έχει αναλάβει την ίδια υποχρέωση για όλες τις νομικές διαφορές (με εξαίρεση εκείνες που προκύπτουν από τη λήψη στρατιωτικών μέτρων αμυντικού χαρακτήρα για λόγους εθνικής άμυνας). Η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία της Χάγης για κανένα θέμα και δεν έχει δικαίωμα μονομερούς προσφυγής. Ακόμη και αν αιφνιδιαστικά αναγνώριζε η Τουρκία τη δικαιοδοσία της Χάγης για «συνοριακό θέμα με την Ελλάδα», η Αθήνα θα μπορούσε να καταθέσει «επιφυλάξεις» και να αφαιρέσει από τη Χάγη το δικαίωμα να αποφασίσει για το θέμα αυτό. Ή θα μπορούσε να προσφύγει για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, αφού η Τουρκία –αν «άνοιγε» τα συνοριακά θέματα– θα επέτρεπε πλέον αυτή τη δυνατότητα. Ακριβώς γι’ αυτό ήταν πολύ απίθανο να προχωρήσει η Αγκυρα σε μια τέτοια ενέργεια, διότι έτσι αυτομάτως θα βρισκόταν εκτεθειμένη σε οποιαδήποτε αντίρροπη προσφυγή. Η Τουρκία δεν απορρίπτει τη Χάγη, αλλά μόνο με κοινή προσφυγή (συνυποσχετικό).
Αρα, η Ελλάδα δεν εκτέθηκε ποτέ στον κίνδυνο μιας μονομερούς προσφυγής. Αλλωστε, αν η χώρα διέτρεχε τέτοιο κίνδυνο, τότε η κυβέρνηση Καραμανλή θα είχε περιορίσει τις προβλέψεις του 1994 για τη δικαιοδοσία της Χάγης ήδη από το 2004 και δεν θα χρειαζόταν να το κάνει ο Ευάγγελος Βενιζέλος τον Ιανουάριο του 2015 (εισπράττοντας έπαινο από τον κ. Καραμανλή το 2021). Ο κ. Βενιζέλος, ως υπουργός Εξωτερικών, προχώρησε στην κατάθεση «επιφυλάξεων» και αφαίρεσε τα συνοριακά ζητήματα από την αυτόματη δικαιοδοσία της Χάγης ως μια πρόσθετη ασφαλιστική δικλίδα απέναντι στο ενδεχόμενο οι Τούρκοι να επιχειρήσουν να εκμεταλλευτούν την απειρία της επερχόμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που προετοιμαζόταν να συγκρουστεί με την Ευρώπη.
Πώς το Αιγαίο έγινε «πρόβλημα» με την Τουρκία
Το «πρόβλημα του Αιγαίου» δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο του 1973, ένα μήνα πριν από το Πολυτεχνείο, όταν ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος παραχώρησε δικαιώματα εκμετάλλευσης πετρελαίου (κοίτασμα «Πρίνος»). Η Τουρκία αντέδρασε με διάβημα στον ΟΗΕ και υποστήριξε με τη συμβολή της Τυνησίας ότι «τα νησιά αποτελούν ειδικές περιπτώσεις». Ο ΟΗΕ απέρριψε την τουρκική θέση, αλλά η Τουρκία παραχώρησε και αυτή δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης εκτός των τουρκικών χωρικών υδάτων, δυτικά των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου.
Στις αρχές Ιουνίου 1974, λίγες εβδομάδες πριν πέσει η χούντα λόγω του «Αττίλα Ι», το τουρκικό υδρογραφικό «Τσανταρλί» έπλευσε στο Αιγαίο με συνοδεία 32 πολεμικών πλοίων. Ο στόχος της Τουρκίας ήταν να περιορίσει την Ελλάδα στα χωρικά ύδατα των 6 μιλίων. Στις 14 Αυγούστου 1974, η δημοκρατία έχει αποκατασταθεί και η Ελλάδα αποχωρεί με απόφαση Καραμανλή από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ διαμαρτυρόμενη για τον «Αττίλα ΙΙ» που δεν απέτρεψε η Συμμαχία. Ομως, είδαμε σύντομα τις τουρκικές διεκδικήσεις να απλώνονται στο Αιγαίο με την ανοχή του ΝΑΤΟ. Για να μην επεκταθούν οι αμφισβητήσεις, η Ελλάδα έπρεπε το συντομότερο δυνατό να επιστρέψει στο ΝΑΤΟ και να ενταχθεί στην τότε ΕΟΚ.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μόλις κέρδισε τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 με 54,37%, δεν δίστασε να αποφασίσει την έναρξη ενός άτυπου διπλωματικού διαλόγου με την Τουρκία για όλα τα θέματα και να αποδεχθεί επίσημα ότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας είναι υπαρκτό ζήτημα. Στις αρχές του 1975 η Ελλάδα πρότεινε στην Τουρκία να παραπεμφθεί η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη. Η Τουρκία αποδέχθηκε την πρόταση Καραμανλή για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, αλλά επισήμανε ότι συναρτάται με άλλα ζητήματα, όπως η αιγιαλίτιδα ζώνη και ο εναέριος χώρος. Τον Μάιο του 1975 έγινε συνάντηση στη Ρώμη των υπουργών Εξωτερικών Δημήτρη Μπίτσιου και Ιχσάν Σαμπρί Τσαγλαγιαγκίλ. Η Ελλάδα παρουσίασε πρόταση συνυποσχετικού (που ισοδυναμεί με έγγραφο συμφωνίας για παραπομπή στη Χάγη). Η Τουρκία επιφυλάχθηκε.
Ακολούθησε η συνάντηση Καραμανλή – Ντεμιρέλ στις Βρυξέλλες στις 31 Μαΐου 1975, που δημιούργησε ελπίδες επίλυσης. Ο Ντεμιρέλ αρχικώς δέχθηκε ότι αρμόδιο να αποφασίσει είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αλλά σύντομα υπαναχώρησε. «Μόλις επέστρεψε στην Αγκυρα, ο Ντεμιρέλ άλλαξε γνώμη», έχει πει διπλωμάτης που έλαβε μέρος στη συνάντηση των Βρυξελλών. Η Τουρκία υποστήριξε ότι η υφαλοκρηπίδα συναρτάται και με άλλα ζητήματα και ότι η παραπομπή στη Χάγη είναι ένας από τους τρόπους για τη διευθέτησή τους και όχι ο μοναδικός. Ακολούθησε ένα κοινό ανακοινωθέν, τον Οκτώβριο 1975, στο οποίο κατεγράφη η πρόθεση για τη σύναψη συνυποσχετικού.
Ο επόμενος σταθμός ήταν η έξοδος του «Σισμίκ» (Χόρα) στο Αιγαίο στις 5 Αυγούστου 1976, λίγο μετά κάποιες ελληνικές κινήσεις για έρευνες ανατολικά της Θάσου που έδειξαν ότι τα κοιτάσματα είναι δύο, χωρισμένα με τάφρο. Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις Ελλάδας – ΕΟΚ είχαν αρχίσει μόλις μία εβδομάδα νωρίτερα, στις 27 Ιουλίου 1976. Ο Καραμανλής ανησυχούσε ότι η ΕΟΚ δεν θα ήθελε να μεταφερθούν στους κόλπους της οι ελληνοτουρκικές διαφορές. Για να δείξει την προσήλωσή της στο διεθνές δίκαιο, λίγες ημέρες μετά την αποσόβηση της κρίσης, η Ελλάδα προσέφυγε μονομερώς στο ΔΔΧ για να οριστεί η υφαλοκρηπίδα όπως είχε συμφωνηθεί στο κοινό ανακοινωθέν των Βρυξελλών του Μαΐου 1975. Παράλληλα, προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η προσφυγή στον ΟΗΕ υποστηρίχθηκε και από τη Σοβιετική Ενωση. Η απόφαση 395 του Συμβουλίου Ασφαλείας (25.8.1976) περιέχει την προτροπή του ΟΗΕ για την έναρξη συνομιλιών. Η προσφυγή στη Χάγη εκδικάστηκε το 1978 και δεν είχε αποτέλεσμα. Ο λόγος είναι ότι η Ελλάδα και η Τουρκία είχαν ήδη υπερβεί το κοινό ανακοινωθέν του Μαΐου 1975. Είχαν προχωρήσει τον Οκτώβριο του 1975 στο προαναφερόμενο κοινό ανακοινωθέν με την πρόθεση σύναψης συνυποσχετικού και είχαν συμφωνήσει τον Νοέμβριο του 1976 στο Πρακτικό της Βέρνης, το οποίο προέβλεπε να μην προχωρούν οι δύο χώρες σε έρευνες στο Αιγαίο πέραν των χωρικών υδάτων των 6 ναυτικών μιλίων (το γνωστό «μορατόριουμ στο Αιγαίο»).
Το ΔΔΧ θεώρησε ότι Ελλάδα και Τουρκία θεμελίωσαν με το κοινό ανακοινωθέν του Οκτωβρίου 1975 και με το Πρακτικό της Βέρνης του Νοεμβρίου 1976 την αφετηρία επίλυσης του προβλήματος, και δεν ίσχυε πλέον το πρώτο ανακοινωθέν του Μαΐου 1975 που θα μπορούσε να αποτελέσει δικαιοδοτική βάση για την εκδίκαση μιας μονομερούς προσφυγής εφόσον δεν προέβλεπε την προϋπόθεση ύπαρξης συμφωνίας (συνυποσχετικό) ως βάσης για την παραπομπή. Παρ’ όλα αυτά η Ελλάδα βγήκε κερδισμένη γιατί το ΔΔΧ υπογράμμισε, πρώτον, ότι είναι αρμόδιο να ασχοληθεί με το ζήτημα (έπειτα από κοινή προσφυγή) και, δεύτερον, ότι η δραστηριότητα του τουρκικού σεισμογραφικού δεν θεμελιώνει δικαιώματα υπέρ της Τουρκίας.
Σύγκρουση ερμηνειών
Σύμφωνα με την ερμηνεία της πλευράς Σημίτη, αλλά και προσώπων που
συνεπικουρούν τη σημερινή κυβέρνηση, η Ελλάδα έχει αναγνωρίσει ζωτικά
συμφέροντα της Τουρκίας ήδη από το 1975 και το 1976 (Βρυξέλλες και
Βέρνη) και ανανεώνει τακτικά την αναγνώριση αυτή, όχι μόνο γιατί η
Τουρκία τα υπενθυμίζει (με το «Σισμίκ» το 1987 ή άλλα συμβάντα
μικρότερης δημοσιότητας), αλλά και γιατί κάποια από αυτά εκπορεύονται
από το Δίκαιο της Θάλασσας, που αποδίδει υφαλοκρηπίδα (προβολή) στο
Αιγαίο τόσο στα ελληνικά νησιά όσο και στην ηπειρωτική Τουρκία. Αυτή την
πραγματικότητα αποτύπωσαν τα πολιτικά κείμενα συμπερασμάτων της
δεκαετίας του ’90 στη Μαδρίτη και στο Ελσίνκι ως αφετηρία λύσης. Η
πλευρά Καραμανλή διαφωνεί και θεωρεί ότι η Ελλάδα πρέπει να επιμένει στη
«μία διαφορά», γιατί οι διατυπώσεις της Μαδρίτης και του Ελσίνκι, ακόμη
και αν ήταν επιβεβλημένες διπλωματικά, εξοικειώνουν τον διεθνή
παράγοντα με την ιδέα της αποδοχής μιας αυξανόμενης ατζέντας διαφορών
και υπό ακραίες συνθήκες μπορούν να αξιοποιηθούν ακόμη και δικαστικά,
έστω και αν έχουν μηδαμινές πιθανότητες επιτυχίας.
«Το χρονικό του Αιγαίου», Β΄ Μέρος, θα δημοσιευθεί την Κυριακή 16 Μαΐου: Το μυστικό του casus belli, Η παγίδα των 6 μιλίων.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire