Δράττοντας την ευκαιρία της αντιπαράθεσης ανάμεσα στον Κώστα Σημίτη και τον Κώστα Καραμανλή στις αρχές Απριλίου 2021 για το σκέλος των ελληνοτουρκικών στη Συμφωνία του Ελσίνκι (1999), η «Καθημερινή» προχώρησε σε μία έρευνα για τις δύο σχολές σκέψης που προσδιορίζουν την ελληνική πολιτική στα θέματα αυτά. Κεντρικό κομμάτι στην έρευνα είναι το χρονικό των διαφορών από τη δικτατορία έως σήμερα, αλλά και η αναζήτηση των βαθύτερων αιτιών πίσω από αποφάσεις που έχουν ληφθεί. Την Κυριακή 9 Μαΐου η «Κ» δημοσίευσε το Α’ Μέρος αυτής της έρευνας, όπου εξηγήθηκε η γέννηση το 1976 και η διατήρηση έως σήμερα της απαγόρευσης διενέργειας σεισμικών ερευνών στο Αιγαίο πέρα από τα 6 μίλια των χωρικών υδάτων (μορατόριουμ). Εξηγήθηκε ακόμα η αποτύπωση του διαχρονικού μορατόριουμ στα πολιτικά κείμενα της Συνόδου του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη (1997) και της Συνόδου της Ε.Ε. στο Ελσίνκι (1999) που λειτούργησε ως απαραίτητη βάση εκκίνησης για την προσπάθεια επίλυσης της διαφοράς της υφαλοκρηπίδας που άρχιζε τότε με προγραμματισμένη κλιμάκωση το τέλος του 2004. Παρουσιάστηκε η πραγματικότητα των διερευνητικών επαφών του 2002-03 όπου Ελληνες και Τούρκοι συζητούσαν για τα χωρικά ύδατα, επικέντρωναν στην υφαλοκρηπίδα και είχαν συμφωνήσει στην αφαίρεση από την επερχόμενη διαπραγμάτευση ζητημάτων όπως οι γκρίζες ζώνες, η Θράκη και η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Εξηγήθηκε τέλος γιατί η Ελλάδα δεν διακινδύνευε μονομερή προσφυγή της Τουρκίας στη Χάγη. Στη σημερινή συνέχεια η «Κ» εξηγεί τις αιτίες που οδήγησαν στο τουρκικό casus belli το 1995, αλλά και τον λόγο για τον οποίο στις διερευνητικές επαφές του 2002-03 Ελληνες και Τούρκοι συζητούσαν για τη διευθέτηση των χωρικών υδάτων, παρά το γεγονός ότι η χάραξή τους αποτελεί μονομερές εθνικό δικαίωμα. Τέλος, γίνεται απόπειρα να αποτυπωθεί η πραγματική ουσία της διαφοράς των δύο ελληνικών σχολών για τα ελληνοτουρκικά, πέρα από τις επίσημες δηλώσεις.
Βρισκόμαστε στο 2003 όπου Ελλάδα και Τουρκία, όπως εξηγήθηκε στο Α’ Μέρος της έρευνας, δεν συζητούν πια στις διερευνητικές επαφές για «μη θέματα», όπως οι γκρίζες ζώνες, η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και η μειονότητα στη Θράκη, γιατί η Τουρκία έχει ατύπως αποφασίσει να τα αποσύρει για να ανοίξει έναν καθαρό δρόμο για τη διαπραγμάτευση για την υφαλοκρηπίδα που θα άρχιζε αμέσως μετά το τέλος των διερευνητικών επαφών. Συζητείται, ωστόσο, η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης πέρα από τα 6 μίλια. Η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να συζητεί αυτό το θέμα με την Τουρκία, υποστηρίζει η πλευρά Καραμανλή. Η αιγιαλίτιδα ζώνη (ή χωρικά ύδατα) είναι η απόσταση από την ακτή που θεωρείται εθνικός χώρος αντίστοιχος του εδάφους («κυριαρχία»). Είναι αποκλειστικό και μονομερές δικαίωμα κάθε χώρας να επεκτείνει όποτε εκείνη κρίνει τα χωρικά της ύδατα από τα 6 στα 12 μίλια. Και, όπως υποστηρίζει η πλευρά Καραμανλή, όταν η μοναδική διαφορά με την Τουρκία είναι η υφαλοκρηπίδα, δεν πρέπει να γίνεται καμία συζήτηση για τα χωρικά ύδατα.
Εκκίνηση από 6 ή 12 μίλια;
Την άποψη αυτή έδειξε ότι συμμερίζεται δέκα χρόνια μετά και ο Ευάγγελος Βενιζέλος που ως υπουργός Εξωτερικών το 2013 ζήτησε από τα μέλη της ελληνικής ομάδας που συμμετείχαν στις διερευνητικές επαφές να πάψουν να συζητούν για το εύρος των χωρικών υδάτων και να επικεντρωθούν μόνον στη διερεύνηση αν υπάρχουν συγκλίσεις ως προς την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, και μάλιστα όχι μόνο στο Αιγαίο Πέλαγος, αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αλλωστε, η υφαλοκρηπίδα και η αιγιαλίτιδα ζώνη εκκινούν και οι δύο από την ακτή. Γιατί να μην προσδιοριστεί πρώτα η υφαλοκρηπίδα μέσα από διαπραγματεύσεις και στη συνέχεια με κοινή προσφυγή στη Χάγη, και αργότερα το κάθε κράτος να επεκτείνει τα χωρικά του ύδατα όσο εκείνο νομίζει; Μάλιστα, ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος έχει υποστηρίξει ότι η Ελλάδα πρέπει να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια πριν προχωρήσει σε συνυποσχετικό με την Τουρκία για την υφαλοκρηπίδα ή πρέπει να εξασφαλίσει στο συνυποσχετικό ότι διατηρεί το δικαίωμα να το πράξει αμέσως μετά.
Η επέκταση των χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 μίλια είναι η ισχύουσα
πρόβλεψη στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Η Σύμβαση τέθηκε εν
ισχύι το 1994 και η Ελλάδα την ενσωμάτωσε στο εθνικό δίκαιο το 1995.
Στις 8 Ιουνίου 1995 η Τουρκία με ψήφισμα της Εθνοσυνέλευσης διαμήνυσε
ότι μια πιθανή επέκταση στα 12 μίλια θα είναι «αιτία πολέμου». Σε
φραστικό επίπεδο η ίδια απειλή είχε διατυπωθεί ήδη από το 1974.
Συζητούσαμε λοιπόν τα χωρικά ύδατα εξαιτίας της τουρκικής απειλής; Αυτό
υπονοεί η πλευρά Καραμανλή. Ο κ. Σημίτης επισήμανε στην απάντησή του ότι
και επί Καραμανλή, αλλά και αργότερα η συζήτηση αυτή γινόταν στις
διερευνητικές επαφές ακριβώς γιατί η οριοθέτηση των χωρικών υδάτων είναι
προϋπόθεση για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ
(υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ στο Αιγαίο ταυτίζονται). Ωστόσο, η άτυπη απάντηση
της πλευράς Καραμανλή είναι ότι κατά τη δική του περίοδο δεν γινόταν
ουσιαστική συζήτηση. Οι διερευνητικές επί Καραμανλή διατηρούνταν ως
δίαυλος επικοινωνίας για την αποφυγή εντάσεων και όχι για να εκπονηθούν
λύσεις. Στο τέλος του 2004 η Τουρκία έλαβε ημερομηνία έναρξης ενταξιακών
διαπραγματεύσεων χωρίς να υπογράψει συνυποσχετικό για την παραπομπή στη
Χάγη της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα. Ετσι, επί Καραμανλή οι
εκπρόσωποι των δύο χωρών στις διερευνητικές επαφές είχαν επινοήσει την
τακτική της ανακεφαλαίωσης. Ελεγαν αυτά που είχαν ξαναπεί.
Το ερώτημα
παραμένει: Πρώτον, γιατί η κυβέρνηση Σημίτη είχε αποφασίσει να προβεί
στην επέκταση των χωρικών υδάτων πριν από την έναρξη της διαπραγμάτευσης
για την υφαλοκρηπίδα; Και δεύτερον, γιατί η επέκταση να γίνει τμηματικά
(σε άλλα σημεία στα 8 μίλια και σε άλλα σημεία στα 12 μίλια) και να μη
γίνει επέκταση παντού στα 12 μίλια; Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι η
εξής: Ο Κώστας Σημίτης και ο τότε υπουργός Εξωτερικών Γιώργος
Παπανδρέου συμφωνούσαν με τους εμπειρογνώμονες που υποστήριζαν ότι αν η
Ελλάδα εισέλθει στη διαπραγμάτευση για την υφαλοκρηπίδα με 6 μίλια
χωρικά ύδατα και στη συνέχεια σημειωθεί διαφωνία με την Τουρκία και η
οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας τεθεί στη Χάγη, τότε το πιθανότερο είναι
ότι στην απόφαση της Χάγης για την υφαλοκρηπίδα θα περιλαμβάνεται η
απαγόρευση επέκτασης των χωρικών υδάτων. Υπάρχει σχετική νομολογία, και
μάλιστα ήταν νωπή τότε η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάχης
(ΔΔΧ) στην υπόθεση «Κατάρ κατά Μπαχρέιν» (2001), όπως αναφέρει ο
καθηγητής Πέτρος Λιάκουρας στο πυκνό και αναλυτικό κείμενο με το οποίο
συμμετέχει στον συλλογικό τόμο «Η Στρατηγική του Ελσίνκι» (εκδ. Ι.
Σιδέρη).
Το μυστικό του casus belli και τα 12 μίλια
Λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, η
Ελλάδα, αλλά και η Τουρκία γνώριζαν ότι αν άρχιζαν τη διαπραγμάτευση για
την υφαλοκρηπίδα διατηρώντας τα χωρικά ύδατα στα 6 ν.μ., τότε το
πιθανότερο ήταν ότι θα έμεναν για πάντα στα 6 ν.μ. Η οριοθέτηση της
υφαλοκρηπίδας από τη Χάγη θα καθιστούσε αδύνατη μια μεταγενέστερη
επέκταση των χωρικών υδάτων της μιας χώρας, ιδίως αν σημειωνόταν
καταπάτηση της υφαλοκρηπίδας της άλλης χώρας λόγω της επέκτασης αυτής.
Καθώς ισχύει η αρχή της μη καταπάτησης, για να επιβάλλει την ισχύ της
αρχής αυτής, το ΔΔΧ θα απαγόρευε την επέκταση. Επιπλέον, νομικοί και
χαρτογράφοι συστήνουν ότι επειδή τα εσώτερα όρια της υφαλοκρηπίδας είναι
τα εξωτερικά όρια των χωρικών υδάτων, για να γίνει «καθαρή δουλειά» στη
χάραξη θα πρέπει να καθοριστούν πρώτα τα χωρικά ύδατα.
Η πλευρά
Καραμανλή, αλλά και ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος γνωρίζουν ότι η πιθανή μη
επέκταση χωρικών υδάτων πριν από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μπορεί
να οδηγήσει το ΔΔΧ να δεσμεύσει την Ελλάδα και την Τουρκία να μην
επεκτείνουν ποτέ τα χωρικά τους ύδατα πέραν των 6 μιλίων. Ομως,
αποδίδουν βαρύτητα στον προβληματισμό ότι μια τμηματική επέκταση των
χωρικών υδάτων μπορεί να ισοδυναμεί με έμμεση ελληνική αποδοχή ότι τα
νησιά έχουν μια αντίστοιχα βαθμιαία (και όχι πλήρη) επήρεια στην
υφαλοκρηπίδα. Ο προβληματισμός αυτός μπορεί να έχει πολιτική λογική,
αλλά θεωρείται ότι δεν έχει νομική βάση στο διεθνές δίκαιο.
Οι διαδικασίες
Ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης, που συμμετείχε στις διερευνητικές επαφές, έχει διευκρινίσει στο βιβλίο του «Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Δίκαιο της Θάλασσας» (εκδ. Πόλις) ότι η μονομερής επέκταση των χωρικών υδάτων και η διμερής συμφωνία για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας είναι δύο ανεξάρτητες διαδικασίες που δεν επηρεάζονται νομικά η μία από την άλλη. Ωστόσο, η πλευρά Καραμανλή, αλλά και ο κ. Βενιζέλος εκτιμούν ότι η πολιτική διάσταση τεχνικών αποφάσεων μπορεί δυνητικά να επηρεάσει τις νομικές επεξεργασίες. Η πλευρά Σημίτη θεωρεί ότι η υπερβολική επιφυλακτικότητα συνοδεύεται από το κόστος της ακινησίας, κάτι που ως αρχή υποστηρίζεται και από τον κ. Βενιζέλο. Αρα η Ελλάδα, αν βρεθεί προ των πυλών της Χάγης, είτε θα πρέπει να αποδεχθεί ότι τα χωρικά της ύδατα θα μείνουν στα 6 ναυτικά μίλια, είτε θα πρέπει από πριν να τα έχει επεκτείνει. Επομένως, εάν η Ελλάδα αποφασίσει να επεκτείνει πριν από τη Χάγη τα χωρικά ύδατα, τότε προκύπτει ένα νέο ερώτημα: Θα επεκτείνει τμηματικά ανά νησί ή πλήρως και παντού στα 12 μίλια; Και θα επεκτείνει σε συμφωνία με την Τουρκία ή μονομερώς, όπως σαφώς ορίζει το άρθρο 3 της Συμβάσεως για το Δίκαιο της Θάλασσας;
Αν η Ελλάδα αποφάσιζε να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια τότε δεν θα απέμενε πλέον παρά ελάχιστη υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο για να διαμοιραστεί μεταξύ των δύο χωρών. Εκείνο που ποτέ δεν έχει ειπωθεί είναι ότι δεν μπορούμε να δηλώνουμε ότι «θα ασκήσουμε το δικαίωμά μας να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια όταν εμείς θελήσουμε και χωρίς να ενημερώσουμε κανέναν» και ταυτόχρονα να υποστηρίζουμε ότι «η μόνη διαφορά μας με την Τουρκία είναι η υφαλοκρηπίδα», γιατί πολύ απλά αν επεκτείνουμε τα χωρικά ύδατα όλων των νησιών του Αιγαίου στα 12 μίλια τότε θα απομείνει πολλή λίγη θαλάσσια έκταση για να συζητηθεί ως διαφορά σε επίπεδο υφαλοκρηπίδας. Ισως να μην είχε νόημα οποιαδήποτε διαπραγμάτευση υφαλοκρηπίδας, άρα όλο το σκηνικό επίλυσης ανατρέπεται. Γι’ αυτό ακριβώς η Τουρκία θεωρεί ότι η επέκταση στα 12 μίλια χωρίς προειδοποίηση και με απλή κυβερνητική απόφαση (όπως ορίζει ο σχετικός ελληνικός νόμος) είναι «αιτία πολέμου». Και γι’ αυτό εμείς δεν έχουμε ασκήσει αυτό το δικαίωμα. Δεν χρειάζεται ίσως να προστεθεί ότι αν επεκτείνουμε στα 12 μίλια τότε περιορίζονται πολύ τα διεθνή ύδατα. Παρεμποδίζεται η διεθνής ναυσιπλοΐα και αντιδρούν οι μεγάλες δυνάμεις που είναι χρήστες του Αιγαίου, με πρώτη τη Ρωσία, που εκφράζει συστηματικά και δημοσίως τη διαφωνία της με μια τέτοια εξέλιξη.
Το τελικό σχέδιο Σημίτη
Εάν τόσο η παραμονή στα 6 μίλια, όσο και η επέκταση στα 12 μίλια είναι δύο προβληματικές επιλογές, τι απομένει; Η τμηματική επέκταση. Οπότε η κυβέρνηση Σημίτη επέλεξε να συζητήσει με την Τουρκία τα χωρικά ύδατα στο πεδίο των μη δεσμευτικών διερευνητικών επαφών, όχι για να «διαπραγματευτεί τα χωρικά ύδατα», αλλά για να ενημερωθεί η μία χώρα για τις ευαισθησίες της άλλης (π.χ. η Τουρκία θέλει να επεκτείνει περισσότερο τα δικά της χωρικά ύδατα μπροστά από λιμάνια της, ενώ η Ελλάδα διεκδικεί περισσότερα μίλια σε συγκεκριμένα νησιά). Μόνο έτσι θα μπορούσε στη συνέχεια να προχωρήσει η κάθε χώρα μονομερώς σε μια επέκταση χωρικών υδάτων που να μην προκαλέσει διαφωνίες από την άλλη πλευρά, κάτι το οποίο θα μπλόκαρε τη διαπραγμάτευση για την υφαλοκρηπίδα. Αλλωστε, η νομική άποψη που υποστηρίζει ότι πρέπει να είναι γνωστή η περιοχή ανοικτής θάλασσας για οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας –περιοχή που συναρτάται από το οριστικό εύρος των χωρικών υδάτων– είναι ισχυρή στους κύκλους του ΔΔΧ. Με τα χωρικά ύδατα «κλεισμένα», αυτομάτως επιλύεται και το θέμα της ευθυγράμμισης του εναερίου χώρου με τα χωρικά ύδατα. Το σχέδιο ήταν τα χωρικά ύδατα να επεκταθούν σχεδόν παντού τουλάχιστον στα 10 μίλια και έτσι να ευθυγραμμιστούν με τον εναέριο χώρο των 10 μιλίων. Με άλλα λόγια, το «ταμπού» μιας (μη δεσμευτικής) συζήτησης των χωρικών υδάτων έπρεπε να σπάσει για να κερδίσει η Ελλάδα περισσότερα μίλια χωρικών υδάτων και να ξεκινήσει απρόσκοπτα η διαπραγμάτευση για την υφαλοκρηπίδα. Τέλος, αξίζει κανείς να σκεφτεί ότι αν η Τουρκία προχωρούσε στη διαπραγμάτευση υφαλοκρηπίδας με οριστικό το εύρος των χωρικών υδάτων δεν θα είχε πλέον κανένα νόημα ύπαρξης το casus belli.
Οι πραγματικοί φόβοι Καραμανλή για το Αιγαίo
Η πλευρά Καραμανλή επιμένει –ο πρώην ΥΠΕΞ Πέτρος Μολυβιάτης φέρεται να αποδίδει έμφαση σε αυτό το σημείο– ότι ακόμα κι αν υπάρχει κάποια συνεκτική λογική στην επιλογή της άτυπης συζήτησης με την Τουρκία για τα χωρικά ύδατα, κανένα θέμα εθνικής κυριαρχίας δεν μπορεί ποτέ να τίθεται ούτε καν σε μια άτυπη συζήτηση με την Αγκυρα, διότι τότε μπορεί να δημιουργηθεί επικίνδυνο προηγούμενο. Επιπλέον, η πλευρά Καραμανλή επιμένει ότι εφόσον υπάρχει το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να αποσπάσει πλειοψηφία στη Βουλή για κάτι λιγότερο σε κανένα νησί του Αιγαίου.
Πρόσωπα που συμμετείχαν στις διερευνητικές επαφές το 2003 διαβεβαιώνουν ότι η Τουρκία είχε αποδεχθεί το ελληνικό σχέδιο για την τμηματική επέκταση των χωρικών υδάτων. Οι δύο πλευρές προετοιμάζονταν να προχωρήσουν στις εκατέρωθεν επεκτάσεις χωρικών υδάτων με νόμο ή με προεδρικό διάταγμα και παράλληλα να δημοσιοποιήσουν ένα κοινό ανακοινωθέν. Το κοινό ανακοινωθέν θα αφορούσε την εκκίνηση της διαπραγμάτευσης για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και θα περιείχε τη ρητή δέσμευση ότι αν δεν είχε επέλθει συμφωνία έως τον Δεκέμβριο του 2004, τότε οι δύο χώρες θα έπρεπε να συμφωνήσουν στο περιεχόμενο της τελικής διαφοράς και να συνάψουν συνυποσχετκό (που είναι ισχυρή διεθνής συμφωνία, η οποία κυρώνεται από τα κοινοβούλια) για την παραπομπή της διαφοράς αυτής στη Χάγη. Μόνο τότε η Τουρκία θα έπαιρνε ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. του Δεκεμβρίου 2004. Η Τουρκία είχε, δηλαδή, αποδεχθεί τη θέση και την αξίωση για παραπομπή του θέματος στη Χάγη που η Ελλάδα είχε από το 1976.
Η πλευρά Καραμανλή θεώρησε ότι το Ελσίνκι εγκλώβισε την Ελλάδα εξίσου ή και περισσότερο από όσο δέσμευσε την Τουρκία. Η κυβέρνηση Καραμανλή αποφάσισε ότι η άρση του ελληνικού βέτο για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων χωρίς παραπομπή της διαφοράς στη Χάγη δεν απελευθερώνει την Τουρκία από τις δεσμεύσεις της, αλλά αντίθετα αποδεσμεύει την Ελλάδα από το πλαίσιο του Ελσίνκι. Εκτίμησε ότι η Ελλάδα δεν χρειαζόταν να οδηγήσει το Αιγαίο άμεσα στη Χάγη, αφού η Τουρκία, καθώς θα προχωρούσε στις διαπραγματεύσεις της με την Ε.Ε., θα αναγκαζόταν να «εξευρωπαΐσει» τη συμπεριφορά της και αυτό θα επηρέαζε και τη στάση της στο Αιγαίο.
«Πόνταρε» στο καλό σενάριο
Αλλά ο ισχυρότερος λόγος που έκανε τον Κώστα Καραμανλή να «ποντάρει» στο καλό σενάριο μιας Τουρκίας που γίνεται μέλος της Ε.Ε. αντί να λύσει άμεσα τα ζητήματα είναι η εκτίμηση ότι η Χάγη θα μπορούσε να εδραιώσει τη θέση της Τουρκίας στο Αιγαίο. Η πιθανότερη απόφαση του ΔΔΧ είναι ότι τα ελληνικά νησιά δεν θα απολαύσουν πλήρη επήρεια στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου αντίστοιχη με αυτή που θα απολαύσει η ηπειρωτική ακτή της Τουρκίας. Δηλαδή, με απλά λόγια, η τουρκική υφαλοκρηπίδα των ηπειρωτικών ακτών της θα είναι μεγαλύτερη από αυτή των ελληνικών νησιών, γιατί το μήκος των τουρκικών ακτών είναι μεγαλύτερο του μήκους των ακτών των ελληνικών νησιών. Η Τουρκία γνωρίζει ότι το δικαστήριο δεν θα αναγνωρίσει τη θέση της ότι τα ελληνικά νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα ή ότι επικάθονται στη δική της. Γνωρίζει ότι αυτή η προσέγγιση απορρέει από μια παλαιότερη νομολογία του διεθνούς δικαίου περί ενθυλάκωσης των νησιών που πλέον έχει ξεπεραστεί και αντικατασταθεί από άλλα κριτήρια. Από την άλλη πλευρά, μπορεί η νέα νομολογία να αναγνωρίζει υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ ακόμα και σε μικρά νησιά, αλλά στην πράξη αναγνωρίζει «επήρεια» μόνο στα κατοικημένα νησιά κατά αναλογία με το μέγεθός τους και σε σχέση με την απόσταση από την παρακείμενη ή αντικείμενη ηπειρωτική ακτή. Ανώτατη ακαδημαϊκή πηγή υπενθυμίζει ότι στην πρόσφατη διαπραγμάτευση της Ελλάδας με την Αίγυπτο, όπου δεν χρειάστηκε φυσικά προσφυγή στη Χάγη γιατί επήλθε συμφωνία, η Ελλάδα συμφώνησε σε μειωμένη επήρεια της Ρόδου. Το ΔΔΧ θα απονείμει επήρεια με βάση τον υπολογισμό της που κάνει με τα κριτήρια απόδοσης επήρειας σε νησιά λαμβάνοντας υπόψη τη γεωγραφική θέση, συνεπώς είναι πολύ λογικό να αντιλαμβάνεται κάποιος ότι η τυχόν μειωμένη επήρεια της Ρόδου της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας ΑΟΖ να είναι σε ευθυγράμμιση με τη νομολογία του ΔΔΧ.
Στην πράξη, το πιθανότερο αποτέλεσμα της Χάγης θα είναι η λεγόμενη «χτένα στο Αιγαίο», αφού θα είχαμε εισχώρηση της τουρκικής υφαλοκρηπίδας μεταξύ Σάμου – Χίου, Χίου – Λέσβου, Λέσβου – Λήμνου και Λήμνου – Σαμοθράκης. Το συγκρότημα των Δωδεκανήσων μπορεί, βεβαίως, να θεωρηθεί αδιάσπαστη ενότητα, αλλά το Καστελλόριζο μάλλον δεν θα μπορούσε να έχει σημαντική επήρεια στην υφαλοκρηπίδα. Η πλευρά Καραμανλή φοβάται ότι η Χάγη μπορεί να θεσμοθετήσει κυριαρχικά δικαιώματα της Τουρκίας στο Αιγαίο σε τέτοιο βαθμό ώστε τα ταραγμένα ύδατα να καταπιούν το πολιτικό σύστημα.
Οι βασικές διαφορές
Η θέση Καραμανλή είναι ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αποδεχθεί τις μεταβολές που μπορεί να επιφέρει η Χάγη στον χάρτη του Αιγαίου. Αρα το μέλημά μας πρέπει να είναι να αποφύγουμε τη Χάγη, χωρίς ασφαλώς να δηλώνουμε ρητά κάτι τέτοιο. Για να το καταφέρουμε αυτό πρέπει να επιδιώκουμε τον διάλογο, όχι όμως για να προωθούμε λύσεις, αλλά για να συντηρούμε το σημερινό status quo με όλες τις εκκρεμότητες ελεγχόμενα ανοιχτές. Από την πλευρά Σημίτη υποστηρίζεται ότι η οριοθέτηση θαλάσσιων πεδίων σε διεθνή ύδατα δεν απειλεί, αλλά αντίθετα ενισχύει την εθνική κυριαρχία. Η επίλυση θα άνοιγε τον δρόμο αξιοποίησης των πόρων υδρογονανθράκων, όπως έκανε η Νορβηγία, με αποτέλεσμα την ισχυροποίηση της Ελλάδας. Η τεχνολογία άντλησης υδρογονανθράκων σε μεγάλο βάθος που εμφανίστηκε το 2010 θα μπορούσε να αξιοποιηθεί. Η συντήρηση των εκκρεμοτήτων μάς εκθέτει σε μεγάλες δαπάνες εξοπλισμών, ενώ θα μπορούσε να καλλιεργηθεί ένα κλίμα φιλίας που θα επέτρεπε ακόμα και τη σταδιακή αποκατάσταση της παρουσίας του ελληνισμού στην Ιωνία.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire