Από τη Ραβέννα στην Πιάδα
Δύο αιώνες από το πρώτο Σύνταγμα – Ο ρόλος των Γκαλίνα, Μαυροκορδάτου
Τη φετινή Πρωτοχρονιά συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από την ψήφιση του «Προσωρινού Πολιτεύματος» της Επιδαύρου, δηλαδή του πρώτου Συντάγματος της αναγεννημένης Ελλάδας. Το ψήφισαν με πανηγυρισμούς σε έναν πορτοκαλεώνα οι 59 «παραστάτες» της Α΄ Εθνοσυνέλευσης, που είχαν συγκεντρωθεί στο χωριό Πιάδα της Αργολίδας, τη σημερινή Νέα Επίδαυρο, τον Δεκέμβριο του 1821.
Ιθύνων νους και πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης ήταν ο 30άρης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος, σε συνεργασία με τον κατά ένα χρόνο πρεσβύτερό του Θεόδωρο Νέγρη, άλλον έναν δυτικόστροφο διανοούμενο, και τον μόλις 19χρονο Αναστάσιο Πολυζωίδη, σπουδαγμένο στη Βιέννη νομικό, είχε την ευθύνη της κατάστρωσης του τελικού κειμένου. Ηταν επιπλέον ο συντάκτης και της ιστορικής διακήρυξης της 15ης Ιανουαρίου 1822, του μακράν σπουδαιότερου κειμένου της Επανάστασης.
Από την επαύριο της ψήφισής του, το Σύνταγμα της Επιδαύρου συγκέντρωσε την προσοχή όχι μόνο των άμεσα ενδιαφερομένων, που καλούνταν βέβαια να το εφαρμόσουν, αλλά και νομικών, πολιτικών και φιλοσόφων εκτός Ελλάδος. Το να ψηφιστεί Σύνταγμα σε ένα «έτι ανύπαρκτον κράτος» –όπως έγραφε ο Νικόλαος Δραγούμης– και μάλιστα από μια αντιπροσωπευτική Συνέλευση, που είχε εκλεγεί εν μέσω πολεμικών επιχειρήσεων, δεν ήταν λίγο πράγμα. Επιπλέον ήταν το πρώτο Σύνταγμα που ψηφιζόταν σε αυτή την περιοχή του κόσμου. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο πως μεταφράστηκε σχεδόν αμέσως στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά και ότι προσωπικότητες του βεληνεκούς ενός Τζέρεμι Μπένθαμ έσπευσαν να το σχολιάσουν. Μεθοδικότερος απ’ όλους, ο Αδαμάντιος Κοραής του αφιέρωσε τις «Σημειώσεις» του (1823).
Από πού όμως εμπνεύστηκαν στο έργο τους οι συντάκτες του Συντάγματος της Επιδαύρου; Ολοι συμφωνούν ότι το πενταμελές Εκτελεστικό μιμούνταν το «Διευθυντήριο» του μετριοπαθούς γαλλικού Συντάγματος των Γιρονδίνων (1795), το οποίο είχε κάνει γνωστό στους υπόδουλους Ελληνες ο Ρήγας Φεραίος με τη «Νέα Πολιτική Διοίκησή» του (1797). Οσο για την πρόβλεψη ότι θα διεξάγονται εκλογές κάθε χρόνο για την ανάδειξη τόσο του Βουλευτικού όσο και του Εκτελεστικού, κανείς δεν αμφισβητεί ότι ακολουθούσε όσα ίσχυαν για την εκλογή των προκρίτων στις αυτοδιοικούμενες τοπικές κοινότητες επί Τουρκοκρατίας. Δεν έχει πάντως αξιολογηθεί έως σήμερα η ξεχωριστή συμβολή ενός Ιταλού νομικού, του Βικέντιου Γκαλίνα, ο οποίος ήταν παρών στην Εθνοσυνέλευση και συμμετείχε ως εμπειρογνώμονας στις εργασίες της.
Δικηγόρος, ο Vincenzo Gallina (1795-1842) είχε γεννηθεί στη Ραβέννα, όπου συνδεόταν από παλιά με έναν αριστοκράτη, τον κόμη Πιέτρο Γκάμπα (Pietro Gamba), φίλο του Λόρδου Βύρωνα. Είχαν μετάσχει και οι δύο στην αποτυχημένη εξέγερση των Καρμπονάρων κατά των Αυστριακών στις αρχές του 1821. Εξ ου και το «φακέλωμά» του από την αυστριακή αστυνομία ως ενός από τα τέσσερα μέλη του Consiglio Supremo Carbonico nelle Romagne. Από τη Ραβέννα, o Γκαλίνα κατέφυγε στη Μασσαλία, όπου συνδέθηκε με τον Μαυροκορδάτο και την ομάδα του, που ετοιμάζονταν να αποπλεύσουν για τον Μοριά, τον Ιούλιο του 1821. Είναι άγνωστο αν ο Γκαλίνα συνέδραμε τον Μαυροκορδάτο στην κατάρτιση του «Οργανισμού της Γερουσίας» της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, δηλαδή του τοπικού πολιτεύματος της Αιτωλοακαρνανίας, την ψήφιση του οποίου στο Μεσολόγγι πέτυχε ο Μαυροκορδάτος, τον Νοέμβριο του 1821. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να είχε ενεργό ανάμειξη στο πρόδρομο αυτό συνταγματικό εγχείρημα, αν όχι και στην κατάρτιση των άλλων δύο τοπικών πολιτευμάτων που ψηφίστηκαν λίγο αργότερα, στην Αμφισσα και στην Αρχαία Επίδαυρο, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Μαυροκορδάτου. Το βέβαιο είναι ότι τον βρίσκουμε από την πρώτη στιγμή στην Πιάδα, τον Δεκέμβριο του 1821.
Ολες οι μαρτυρίες συγκλίνουν στον τονισμό –κάποιες φορές μέχρις υπερβολής– του ενεργού ρόλου που έπαιξε ο Γκαλίνα στην Α΄ Εθνοσυνέλευση. Κατά τον Νικόλαο Δραγούμη, ο Ιταλός δικηγόρος «έσωσε τους νομοθέτας από της αμηχανίας, αυτοσχεδιάσας σύνταγμα, όπερ ενεκολπώθησαν τοσούτω προθυμότερον οι πληρεξούσιοι, όσω καθιερούν την περισπούδαστον αυτοίς ισότητα». Εξίσου κατηγορηματικός ήταν και ο Νικόλαος Σπηλιάδης, για τον οποίο «άνευ του Γαλλίνα, οι πλειότεροι νομοθέται δεν ήσαν ικανοί να νομοθετήσωσι, διότι εστερούντο τοιούτων γνώσεων πολιτείας». Ανάλογα υποστήριζαν και ο Γκόρντον, ο Φίνλεϊ, ο Οικονόμου και ένας αυτόπτης μάρτυρας, ο Μαξίμ Ρεμπό, ένας Γάλλος στρατιωτικός που είχε συνταξιδέψει με την ομάδα Μαυροκορδάτου από τη Μασσαλία. Στον Ειρηναίο Θείρσιο, τον Βαυαρό φιλέλληνα, τέλος, οφείλουμε την πληροφορία ότι ο Γκαλίνα είχε μαζί του «ένα βιβλίο», με όλα «τα σύγχρονα συντάγματα». «Ηταν ένας θησαυρός που ο ιδιοκτήτης του δεν αποχωριζόταν ποτέ, ένα μαντείο που συμβουλευόταν και με τη βοήθεια του οποίου κατάφεραν να εγκαθιδρύσουν στην Ελλάδα ένα σύστημα…»
Δεν έχει αξιολογηθεί έως σήμερα η συμβολή ενός Ιταλού νομικού, του Βικέντιου Γκαλίνα, ο οποίος ήταν παρών στην Εθνοσυνέλευση και συμμετείχε ως εμπειρογνώμονας στις εργασίες της.
Ποιο ήταν όμως αυτό το «θαυματουργό» βιβλίο, για το οποίο τόσος λόγος έχει γίνει έκτοτε; Με αφετηρία τη σκέψη ότι τα γαλλικά ήταν τότε η πιο διαδεδομένη γλώσσα στη διπλωματία και στις πνευματικές ανταλλαγές στην Ευρώπη, διατυπώνουμε την εικασία ότι επρόκειτο για την εξάτομη συλλογή Συνταγμάτων του Ζαν-Μπατίστ Ντυβερζιέ (Jean-Baptiste Duvergier, 1792-1877), δικηγόρου, πολιτικού και μετέπειτα προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Παρισίων, η οποία με τίτλο «Collection des Constitutions, Chartes et Lois Fondamentales des Peuples de l’ Europe et des deux Amériques» κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1821-1823 (με συνεργασία των Pierre-Armand Dufau, δημοσιογράφου, και Jean Guadet). Για πολλά χρόνια, η συλλογή αυτή ήταν η πιο διαδεδομένη στη Γαλλία και θεωρούνταν η πιο έγκυρη πηγή συγκριτικού συνταγματικού δικαίου.
O Α΄ και ο Β΄ τόµος της συλλογής περιείχαν τα Συντάγματα της Γαλλίας και τα συνταγματικά κείμενα της Αγγλίας αφενός και τα Συντάγματα των γερμανικών κρατών και των καντονίων της Ελβετίας αφετέρου. Είχαν κυκλοφορήσει στο Παρίσι τους πρώτους μήνες του 1821, αρκετά προτού ο Γκαλίνα αναχωρήσει για την Ελλάδα με τον Μαυροκορδάτο, τον Ιούλιο του 1821. Κάτι που σημαίνει ότι θα μπορούσε άνετα να τα έχει προμηθευτεί. Δεν είναι απίθανο αυτούς ακριβώς τους τόμους να είχε μαζί του ο Ιταλός δικηγόρος και με αυτούς να εντυπωσίασε τους πληρεξουσίους της Α΄ Εθνοσυνέλευσης (οι υπόλοιποι τέσσερις τόμοι κυκλοφόρησαν πολλούς μήνες αργότερα). Ετσι, την επίκληση της «Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος», την οποία έθεσε ως προμετωπίδα στο Σύνταγμα της Επιδαύρου η Α΄ Εθνοσυνέλευση και έκτοτε επαναλαμβάνουν όλα μας τα Συντάγματα (αργότερα με την προσθήκη και του επιθέτου «Ομοουσίου») δεν αποκλείεται οι πληρεξούσιοι της Πιάδας να την εμπνεύστηκαν από την προμετωπίδα του Συντάγματος της Γερμανικής Συνομοσπονδίας του 1815. Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός κάποιων παλαιότερων συγγραφέων ότι ο Γκαλίνα δεν έφερε μαζί του παρά μόνο ένα φθαρμένο αντίτυπο της –ούτως ή άλλως μεταφρασμένης από τότε στα ελληνικά– γαλλικής Χάρτας του 1814 δεν φαίνεται να ευσταθεί. Ούτε βέβαια η αναφορά του Οικονόμου στο βελγικό Σύνταγμα (που ήταν μεταγενέστερο).
Η άλλη ενδιαφέρουσα πληροφορία την οποία θέλουμε να εισφέρουμε για την επίλυση του «μυστηρίου Γκαλίνα» είναι η ακόλουθη: ως συνεπής Καρμπονάρος, προτού αναμειχθεί στην εξέγερση της Ραβένας και εν συνεχεία επιχειρήσει το ταξίδι του στην Ελλάδα, ο Ιταλός δικηγόρος είχε εμπλακεί και στην επανάσταση της Νεάπολης, το 1820-1821. Υπό την ηγεσία του στρατηγού Γκιγιέλμο Πέπε, οι επαναστάτες είχαν εξαναγκάσει τον Φερδινάνδο Α΄, απόλυτο μονάρχη του Βασιλείου των Δύο Σικελιών έως τότε, να παραχωρήσει φιλελεύθερο Σύνταγμα. Επρόκειτο για μια ιταλική εκδοχή του περίφημου ισπανικού Συντάγματος του Κάδικος (Cadiz) του 1812, το οποίο, αφού πρώτα καταργήθηκε από τον βασιλιά Φερδινάνδο Ζ΄ της Ισπανίας, επαναφέρθηκε σε ισχύ για μια τριετία το 1820-1823 (Τrienio Liberal) και αργότερα για λίγους μήνες, το 1837. Eκτενέστατο (384 άρθρα), το Σύνταγμα αυτό συμβόλιζε την κατάργηση της απολυταρχίας και γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο από τους Καρμπονάρους στην Ιταλία. Εβδομήντα άρθρα του (τα άρθρα 34-103) περιείχαν λεπτομερέστατες διατάξεις για την εκλογή των αντιπροσώπων, πρώτα σε επίπεδο ενοριών, στη συνέχεια σε επίπεδο πόλεων και τέλος σε επίπεδο επαρχιών, απ’ όπου εκλέγονταν τελικά οι βουλευτές των Cortès, της μοναδικής –πανίσχυρης καθότι δημοκρατικά νομιμοποιημένης– Βουλής. To ναπολιτάνικο Σύνταγμα του 1820, το οποίο ο Γκαλίνα πρέπει να γνώριζε καλά –όπως και το Σύνταγμα του Τορίνου, το ίδιος έτος– αντέγραφε πολλές διατάξεις του. Το Σύνταγμα της Επιδαύρου δεν περιείχε αντίστοιχες διατάξεις, το πρότυπο όμως αυτό φαίνεται να ενέπνευσε τον ν. ΙΖ΄ του 1822, τον πρώτο εκλογικό νόμο της χώρας μας. Τον Μάρτιο του 1822, ο Γκαλίνα τιμήθηκε για τις υπηρεσίες που προσέφερε με το αργυρό μετάλλιο του Βουλευτικού, το ίδιο που δόθηκε στους 59 πληρεξουσίους της Επιδαύρου. Λίγο αργότερα, ωστόσο, εγκατέλειψε την Ελλάδα, ακολουθώντας ως γραμματικός στην Κριμαία έναν Ολλανδό έμπορο. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο και, τέλος, στο Χαλέπι της Συρίας, όπου πέθανε το 1842 σε ηλικία 47 ετών.
Αν η υπόθεση εργασίας μας αληθεύει –όπως πιστεύουμε–, η συμβολή του Γκαλίνα στα πρώτα βήματα του ελληνικού συνταγματικού δικαίου ήταν σπουδαία. Και αυτό διότι, πέρα από τα επιμέρους και πολυσχολιασμένα τρωτά –όπως π.χ. το ελάττωμα της πολυαρχίας, από το οποίο έπασχαν τα δύο πρώτα μας Συντάγματα–, συνέβαλε στην πραγμάτωση της έμμονης ιδέας του Μαυροκορδάτου, που ήταν ταυτόχρονα και η μεγαλύτερη προσφορά του, δηλαδή της επίτευξης μέσω Συντάγματος της ενότητας μιας κατακερματισμένης έως τότε Ελλάδας. Ετσι, όπως έγραφε ένας παλαιότερος συνταγματολόγος, ο Ιωάννης Αραβαντινός, «η αγωνιζομένη Ελλάς παρέστη ως ενιαίον και συντεταγμένον κράτος». Κάτι απαραίτητο προφανώς για τη διεθνή αναγνώρισή της.
Η ενοποιητική αυτή λειτουργία του Συντάγματος, μέσω της ανάδειξης μιας δημοκρατικά εκλεγμένης και πραγματικά αντιπροσωπευτικής Βουλής, στην οποία λογοδοτεί η εκτελεστική εξουσία, αποτέλεσε έκτοτε σταθερή παρακαταθήκη του συνταγματικού μας δικαίου. Χάρη σε αυτήν μπορέσαμε τελικά να ξεπεράσουμε τις μεγάλες κρίσεις του 20ού αιώνα, αλλά και τις μικρότερες της δεύτερης δεκαετίας του τρέχοντος.
* Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και ο κ. Αριστείδης Ν. Χατζής καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου και Θεωρίας των Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire