Γιατί με τη σημερινή στρατηγική δεν κερδίζουμε την Τουρκία
Με την επίσηµη πλέον αμφισβήτηση της ελληνικότητας των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και ενόψει μιας ακόμη κρίσιμης χρονιάς στα εξωτερικά, είναι αναγκαία μια ψύχραιμη αξιολόγηση της εθνικής στρατηγικής απέναντι στην Τουρκία. Μακριά από τις Συμπληγάδες του αισιόδοξου εφησυχασμού και της εύκολης πλειοδοσίας πατριωτισμού, θα επιχειρήσουμε μια κατά το δυνατόν αντικειμενική στάθμιση του αν πράγματι «έξω πάμε καλά» ή χρειαζόμαστε μια νέα στρατηγική.
Στα σχεδόν δυόμισι χρόνια του βίου της η κυβέρνηση σημείωσε σημαντικές επιτυχίες. Η διαχείριση της κρίσης στον Εβρο, οι συμφωνίες αμυντικής συνδρομής με τη Γαλλία και τα Εμιράτα, η πολυδιάστατη ενίσχυση της συνεργασίας με τις ΗΠΑ, η συμφωνία μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο, οι εντυπωσιακές παραγγελίες υπερσύγχρονων στρατιωτικών εξοπλισμών (Rafale, Belharra κ.λπ.) ήταν αναμφίβολα σημαντικές κινήσεις στη διπλωματικο-στρατιωτική σκακιέρα. Εγιναν σε μερικούς μήνες όσα δεν είχαν γίνει σε μια δεκαετία.
Πόσο αξιόπιστο είναι όμως το κυβερνητικό αφήγημα της δυναμικής Ελλάδας απέναντι στην «απομονωμένη» Τουρκία; Επαρκούν οι αναμφίβολες επιτυχίες για να εξισορροπήσουν έναν αδίστακτο και αυξητικά συγκρουσιακό αντίπαλο, που έφτασε να αμφισβητήσει στον ΟΗΕ ελληνικό έδαφος; Επαρκούν, όταν σημειώνει κι αυτός επιτυχίες και ελίσσεται συχνά ακόμη πιο γρήγορα και έξυπνα; Πείθει το «στρατηγικό» αφήγημα περί «ισχυρών συμμάχων και εταίρων που αποτρέπουν και τιμωρούν» την τουρκική επιθετικότητα; Μπορούμε να εφησυχάσουμε ότι με νέες συμμαχίες και εντυπωσιακούς εξοπλισμούς (πάντως για το 2025) η Τουρκία αξιολογεί ως ισχυρή την αποτρεπτική μας ικανότητα και άρα «στριμωγμένη» παραιτείται από απειλές και παράλογες διεκδικήσεις;
Ας επιχειρήσουμε μια αναγκαστικά τηλεγραφική αλλά ψύχραιμη στάθμιση των εθνικών κερδοζημιών με βάση πραγματικά δεδομένα. Το τουρκολιβυκό μνημόνιο δυστυχώς καλά κρατεί και με ευχολόγια δεν φεύγει από το πεδίο. Το ίδιο και η επισημοποίηση των παραληρηματικών αφηγημάτων της «Γαλάζιας Πατρίδας» και των «γκρίζων ζωνών». Μαζί με τη θρασύτατη αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί των νησιών του Αν. Αιγαίου (μέσω της πίεσης για αποστρατιωτικοποίησή τους) θέτουν σε εντελώς νέα βάση τις ανάγκες της παραδοσιακής εθνικής στρατηγικής. Προσθέστε και τη νέα τουρκική πρόταση για δύο κράτη στην Κύπρο, τα Βαρώσια, τον εκτουρκισμό των Κατεχομένων κ.λπ. και διαγράφονται συνολικά μπροστά μας αλλαγές «game changer» εις βάρος του Ελληνισμού.
Στην αναμέτρηση με την Τουρκία δεν μπορούμε να χάνουμε συνεχώς έδαφος ή να αναβάλλουμε, με την ψευδαίσθηση ότι κάποτε θα παραιτηθεί από τις παράλογες αξιώσεις της.
Μπορεί η ακολουθούμενη πεπατημένη παλαιότερων ετών να αντιμετωπίσει τέτοιου μεγέθους προκλήσεις; Μπορεί κανείς βάσιμα να προσδοκά ότι στο τραπέζι των «διερευνητικών» (όπου πιεζόμαστε να διαπραγματευθούμε σχεδόν αποκλειστικά βάσει της παραπάνω τουρκικής ατζέντας) μπορούμε κάτι να κερδίσουμε, απλώς «απορρίπτοντας υπερήφανα» τις τουρκικές απαιτήσεις;
Από πλευράς, εξάλλου, συμμαχιών, καίτοι ιδιαίτερα χρήσιμες, προβληματίζει η αδυναμία μετάφρασής τους σε χειροπιαστά κέρδη. Παρά τη «θετική φλυαρία» της Ε.Ε., απογοητεύει η αδυναμία εξασφάλισης αποτελεσματικής πίεσης στην Αγκυρα. Πρακτικά απούσες είναι και οι άλλες πολυδιαφημισμένες συμμαχίες στην Αν. Μεσόγειο, που δεν μπορέσαμε καν να αξιοποιήσουμε με ασκήσεις στο απειλούμενο Αν. Αιγαίο. Ο αγωγός EastMed ήταν θνησιγενής (ως μη βιώσιμος) εξαρχής, αλλά κατέρρευσε κι από τα «πυρά» της «Γαλάζιας Πατρίδας». Προκληθέντες «επί του πεδίου» της Αν. Μεσογείου, κατά και μετά την κρίση του 2020, προτιμήσαμε: α) Να δηλώνουμε τα δικαιώματά μας πέραν των 6 ν.μ. απλά ως «δυνάμει», απέχοντας φοβικά από σαφέστερες διατυπώσεις. β) Να καθησυχάσουμε επ’ αυτού και επίσημα την Αγκυρα, αποκηρύσσοντας τη μέχρι πρότινος ανεπίσημη «σημαία» μας του χάρτη της Σεβίλλης (στον οποίο η Ε.Ε. αποτύπωσε την ΑΟΖ των 500.000 τ. χλμ. που δικαιούμαστε σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας). γ) Να αποδείξουμε (δυστυχώς και εμπράκτως) ότι «δεν είμαστε μαξιμαλιστές», μη υπερασπισθέντες φίλια ερευνητικά σκάφη στην οριοθετημένη ΑΟΖ μας όταν κυνηγήθηκαν από τουρκικές φρεγάτες. Για να μην αναφερθούμε στις απειλητικές εκκρεμότητες οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο (μεταξύ Ρόδου και Καστελλορίζου) και με Λιβύη, που με ευσεβοποθική ανάγνωση της «αξιοπιστίας» των Μεσανατολιτών συμμάχων μας και χωρίς «έξυπνες» πρωτοβουλίες εγκυμονούν νέες απογοητεύσεις.
Οι αδυναμίες αυτές εκπορεύονται πιθανότατα από μια ανεξήγητη άρνηση αποδοχής ότι το διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον αλλάζει ραγδαία κι επικίνδυνα και από «σιγουρατζίδικη» προσκόλληση στην ακολουθούμενη εδώ και δεκαετίες «διαχείριση» κρίσεων, που όμως οδήγησε σε εθνικές ζημιές και τουρκικά κέρδη. Ο χώρος δεν επαρκεί εδώ, αλλά έχω συχνά εξηγήσει ότι σε κάθε κρίση κάνουμε τα ίδια λάθη με την προηγούμενη.
Συμπερασματικά, κάθε σχεδόν μήνα η κυβέρνηση αναγγέλλει (ορθώς κατά τα άλλα) και μια στρατηγική για επιμέρους θέματα ή κοινωνικές ομάδες. Οταν η Αγκυρα χτίζει μεθοδικά αφήγημα «νομιμοποίησης» ένοπλου εκβιασμού για διεκδίκηση ακόμη και ελληνικού εδάφους, πότε σκοπεύει να ασχοληθεί συνολικά και σε βάθος με την εθνική στρατηγική; Το έργο –ομολογουμένως– δεν είναι εύκολο, ιδέες όμως υπάρχουν. Πόσα πρέπει ακόμη να υποστούμε για να εγκαταλειφθεί η στρουθοκαμηλική προσέγγιση των τουρκικών απειλών; Γιατί όσες βερμπαλιστικές καταδίκες της τουρκικής επιθετικότητας κι αν εξασφαλίσουμε από παλαιούς και νέους συμμάχους, κι όσους προηγμένους εξοπλισμούς κι αν αγοράσουμε, χωρίς σοβαρή στρατηγική και κυρίως «έξυπνα» αποφασιστικές κινήσεις απειλείται πλέον και η εδαφική μας ακεραιότητα. Στην αναμέτρηση με την Τουρκία δεν μπορούμε να χάνουμε συνεχώς έδαφος ή να αναβάλλουμε με την ψευδαίσθηση ότι κάποτε θα παραιτηθεί από τις παράλογες αξιώσεις της. Πρέπει, αντίθετα, να την κερδίσουμε.
* Ο κ. Γιάννης Βαληνάκης είναι καθηγητής και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire