Η ανταλλαγή προσφύγων που δεν έγινε εγκαίρως
Με τη συµπλήρωση εκατό ετών από το 1922, φαίνεται αναπόφευκτο να κυριαρχήσουν φέτος η αναπόληση και η νοσταλγία για τις «χαμένες πατρίδες» που άφησαν οι Eλληνες στην Τουρκία, καθώς και το πένθος για τις αμέτρητες χαμένες ή ρημαγμένες ζωές. Ηταν όμως ρεαλιστικά δυνατή η παραμονή των Ελλήνων σ’ αυτές τις χαμένες πατρίδες; Μολονότι αυτονόητο, το ερώτημα σπάνια αρθρώνεται. Ωστόσο, ούτε η νοσταλγία ούτε το πένθος αποκλείουν μία νηφάλια και προσγειωμένη απάντηση, που μπορεί να αναζητηθεί παράλληλα. Στοιχεία της θα επιχειρήσω να σκιαγραφήσω ή να υπαινιχθώ συνοπτικότατα εδώ
.Για να συνδέσουμε τη μία επέτειο με την άλλη, που προηγήθηκε, αρκεί να αντιληφθούμε ότι από το 1821 δεν δρομολογείται απλώς η συγκρότηση ελληνικού εθνικού κράτους. Η άλλη όψη του ίδιου ακριβώς γεγονότος είναι ότι δρομολογείται ταυτόχρονα και η αναπόφευκτη πλέον διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τους Ελληνες θα μιμηθούν στη συνέχεια και άλλα έθνη, αποσπώντας εδάφη της, μέχρι και την οριστική ήττα της το 1918.
Με άλλα λόγια, από το 1821 αποκλείεται πλέον να διατηρηθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία και να περάσει ακέραιη σε ελληνικό ή έστω πολυεθνικό έλεγχο. Φαίνεται εδώ πόσο αναχρονιστικές και ανεδαφικές ήσαν οι φαντασιώσεις του Ιωνα Δραγούμη (και άλλων), ότι μπορούσε τάχα το ελληνικό έθνος να πάρει «αγάλι αγάλι τη θέση του Τούρκου για να γίνει ξανά το θάμα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας»!
Εκατό χρόνια μετά το 1821 και σύμφωνα με την οξυδερκή διάγνωση του Ιωάννη Μεταξά, οι Τούρκοι στη Μικρά Ασία πολεμούσαν πλέον για την ίδια τους την πατρίδα και όχι πια για την αυτοκρατορία τους. Αγωνίζονταν, όπως έλεγε, «υπέρ της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας των, ακριβώς διά τα αυτά πράγματα υπέρ των οποίων ηγωνίσθημεν και ημείς κατ’ αυτών». Σύμφωνα με μία αδήριτη και ειρωνική διαλεκτική, που είναι συνυφασμένη με τον εθνικισμό, το βίαιο τέλος της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνεπαγόταν την ταυτόχρονη γένεση του τουρκικού εθνικού κράτους από τα ερείπια της άλλοτε πολυεθνικής αυτοκρατορίας. Θα είχαν όμως θέση σ’ αυτό το νέο εθνικό κράτος όσοι αλλοεθνείς ή αλλόθρησκοι είχαν θέση στην αυτοκρατορία;
Στη διαδρομή που οδηγεί από το 1821 στο 1922, αποφασιστική καμπή υπήρξαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, που πυροδότησαν μία ανεξέλεγκτη αλυσιδωτή αντίδραση. Πρώτα προσφυγικό κύμα μουσουλμάνων από την Ελλάδα και τα λοιπά Βαλκάνια προς την Τουρκία, ύστερα διωγμούς Ελλήνων από την Τουρκία προς την Ελλάδα. Και εδώ κρύβεται μία ειρωνεία. Το μεγαλύτερο μέχρι σήμερα πολεμικό επίτευγμα του νεοελληνικού κράτους, που τότε διπλασίασε μονομιάς το έδαφός του, έθεσε σε άμεσο κίνδυνο αφανισμού τους Ελληνες της Τουρκίας, υποχρεώνοντας τελικά το κράτος να επέμβει για να τους σώσει.
Αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ο Βενιζέλος απέβλεπε πλέον στη μελλοντική ειρηνική συνύπαρξη Ελλάδας και Τουρκίας – όχι παρά την ύπαρξη ελληνικών πληθυσμών στην Τουρκία και τουρκικών ή γενικότερα μουσουλμανικών στην Ελλάδα, αλλά ακριβώς εξαιτίας της, ώστε να προστατεύονται οι πληθυσμοί αυτοί. Σύμφωνα με τις τότε δηλώσεις του, ουσιαστικά απέκλειε τη διεκδίκηση άλλων τουρκικών εδαφών από την Ελλάδα. Η πολιτική του ταίριαζε σε μία χώρα που έβγαινε κερδισμένη από τους πολέμους. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο για την Τουρκία.
Αντιδρώντας στην απώλεια όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Νεότουρκοι υιοθέτησαν ως συνταγή σωτηρίας τον εκτουρκισμό της, με κριτήριο αναπόφευκτα θρησκευτικό. Οι μη μουσουλμάνοι στοχοποιήθηκαν ως μη νομιμόφρονες και όργανα ξένων συμφερόντων. Για την ασφάλεια της Μικράς Ασίας οι Νεότουρκοι αρνήθηκαν να αποδεχθούν την απόκτηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου από την Ελλάδα. Επιπλέον, οι ελληνικοί πληθυσμοί των μικρασιατικών παραλίων έπρεπε να εκδιωχθούν ή να μεταφερθούν στα βάθη της ανατολικής Μικράς Ασίας.
Το μεγαλύτερο πολεμικό επίτευγμα του νεοελληνικού κράτους, στους Βαλκανικούς Πολέμους, έθεσε σε άμεσο κίνδυνο αφανισμού τους Ελληνες της Τουρκίας.
Ετσι, το 1914 η Ελλάδα αντιμετώπισε άμεσο κίνδυνο νέου πολέμου με την Τουρκία, στον οποίο όμως θα ήταν ολομόναχη, χωρίς συμμάχους πλέον. Η κυβέρνηση Βενιζέλου έκανε ό,τι μπορούσε για να τον αποτρέψει, αρχίζοντας διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για το ζήτημα των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, αλλά και για την ανταλλαγή ελληνικών πληθυσμών με μουσουλμανικούς από την Ελλάδα.
Οπως φάνηκε τότε, ο Βενιζέλος αποδεχόταν την ιδέα της ανταλλαγής πληθυσμών, για να αποτρέψει μία έκβαση ακόμη πιο βλαπτική για τα ελληνικά συμφέροντα: τη μονομερή απογύμνωση και εκδίωξη ή εξόντωση ελληνικών πληθυσμών. Η συμφωνημένη και οργανωμένη ανταλλαγή ήταν ασφαλώς προτιμότερη από τη βίαιη εθνοκάθαρση αποκλειστικά σε βάρος Ελλήνων. Ωστόσο, η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ματαίωσε το ενδεχόμενο ελληνοτουρκικής συμφωνίας, ενώ πρόσφερε στην Ελλάδα μία μοναδική ευκαιρία να αντιμετωπίσει την Τουρκία στο πλευρό ισχυρών συμμάχων. Ηταν επίσης η τελευταία ευκαιρία για τη διάσωση των ελληνικών πληθυσμών στην Τουρκία, αφού αυτοί απειλούνταν με άμεσο και οριστικό αφανισμό.
Οι αντίπαλοι του Βενιζέλου ισχυρίζονταν ότι, αν η Ελλάδα έμπαινε στον πόλεμο ως εχθρός της Τουρκίας, θα προκαλούσε αμέσως τον αφανισμό των εκεί Ελλήνων. Ωστόσο, παρά την ουδετερότητα της επίσημης Ελλάδας, οι διωγμοί των Ελλήνων συνεχίστηκαν και μάλιστα συστηματοποιήθηκαν και κλιμακώθηκαν από το 1916.
Με τα δεδομένα αυτά, ήταν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να μην αρπάξει ο Βενιζέλος τη μοναδική ευκαιρία που παρουσιάστηκε τον Μάιο του 1919 για άμεση κατάληψη της Σμύρνης από τον ελληνικό στρατό. Συνέχιζε όμως να υπολογίζει σε ανταλλαγή πληθυσμών – αυτή τη φορά εντός της Μικράς Ασίας, μεταξύ της ελληνικής ζώνης και του μελλοντικού τουρκικού κράτους. Θα υπήρχαν δηλαδή και πάλι «χαμένες πατρίδες», αλλά σε μικρότερη απόσταση. Ωστόσο, ανταλλαγές πληθυσμών και κατ’ επέκταση περιουσιών μπορούσαν να συμφωνηθούν μόνο μετά το τέλος του πολέμου, σε συνθήκες ειρήνης. Χρειάστηκε λοιπόν να λήξει ο πόλεμος με την ήττα της Ελλάδας για να γίνει πλέον αναπόφευκτη η ανταλλαγή πληθυσμών, που υπήρχε ως ιδέα από το 1914, αλλά συμφωνήθηκε τελικά μόλις τον Ιανουάριο του 1923.
Χωρίς την εμμονή στη Σμύρνη και τη μοιραία εκστρατεία στη Μικρά Ασία, η Ελλάδα κατά πάσα πιθανότητα μπορούσε να είχε αποκτήσει και κρατήσει ολόκληρη τη Θράκη (με ή χωρίς την Κωνσταντινούπολη). Σ’ αυτή την περίπτωση, οι πρόσφυγες θα ήσαν λιγότεροι κατά τουλάχιστον 300.000. Οσο για τη φαντασίωση ότι μπορούσαν τάχα οι πρόσφυγες να είχαν παραμείνει ή και επιστρέψει στις χαμένες πατρίδες τους, αν η ανταλλαγή δεν ήταν υποχρεωτική, αρκεί να αναλογιστεί κανείς την τύχη όσων εξαιρέθηκαν, ως εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη, στην Ιμβρο και την Τένεδο.
* Ο κ. Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος είναι τ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire