Κάποια από τα είδη σαυρών, όπως ο κουρκουτάς, η βυζάστρα, ο μισιαρός και η αλιζαύρα, σίγουρα τα γνωρίζεις καθώς τα συναντάμε συχνά μέσα στην καθημερινότητα μας.
Είναι όμως και ορισμένα από τα 11 συνολικά είδη σαυρών που έχουμε στην Κύπρο που ενδεχομένως να μην τα συναντάς συχνά ή ίσως κιόλας να μην τα έχεις δει ποτέ ξανά στη ζωή σου.
Μέσα από τις εξαιρετικές πραγματικά φωτογραφίες αλλά και τα βίντεο του Γιώργου Κωνσταντίνου, Προέδρου του Συνδέσμου Προστασίας Φυσικής Κληρονομιάς και Βιοποικιλότητας της Κύπρου, μπορείς να δεις όλες τις σαύρες μία προς μία αλλά και να διαβάσεις ενδιαφέροντα στοιχεία για αυτές.
Η ομορφιά της φύσης σε όλο της το μεγαλείο!
Χαμαιλέων
Πλήρες όνομα: Chamaeleo chamaeleon (Linnaeus, 1758)
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ CHAMAELEONIDAE:
Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει 197 είδη τα περισσότερα εκ των οποίων απαντώνται στην Αφρική και την Ασία. Πρόκειται για ιδιαίτερα αργοκίνητες, ημερόβιες σαύρες οι οποίες έχουν προσαρμοστεί στην δενδρόβια διαβίωση. Διαθέτουν πλευρικά πεπιεσμένο σώμα, διογκωμένα μάτια με ανεξάρτητη λειτουργία, δάκτυλα και ουρά προσαρμοσμένα για να συγκρατούν το ζώο στα κλαδιά των δέντρων καθώς και μια μοναδική ικανότητα μεταβολής των χρωματισμών της επιδερμίδας για εύκολη κάλυψη στην βλάστηση. Στην Κύπρο εντοπίζεται μόνο ένας αντιπρόσωπος, ο κοινός Χαμαιλέοντας.
Περιγραφή:
Μεσαίου μεγέθους σαύρα με σώμα που φτάνει σε μήκος τα 30cm. Τριγωνικό κεφάλι σε σχήμα πυραμίδας που μοιάζει με κράνος. Διογκωμένα μάτια, δάκτυλα σας λαβίδες και λεπτή ευκίνητη ουρά με ικανότητα περιέλιξης γύρω από κλαδιά. Το βασικό χρώμα τους σώματος είναι ανοικτό η πιο σκούρο πράσινο με καφέ ή σκούρους πράσινους σχηματισμούς. Λόγω εξειδικευμένων χρωματοφόρων κυττάρων στην επιδερμίδα του έχει την ικανότητα να αλλάζει το χρώμα του δέρματός του με στόχο την καλύτερη απόκρυψη στη βλάστηση, την προσέλκυση ατόμων του αντιθέτου φύλου για ζευγάρωμα ή την απώθηση εχθρών.
Ενδιαίτημα:
Εντοπίζονται συνήθως σε πυκνή θαμνώδη ή μακκία βλάστηση σε χαμηλά υψόμετρα, αν και δεν απουσιάζουν και από καλλιέργειες ή και κήπους σπιτιών με πλούσια βλάστηση. Απαντάται από την παραλία μέχρι και σε υψόμετρο 1.400 μέτρων
Τροφή:
Τρέφεται κυρίως με έντομα (χερσαία ή ιπτάμενα) τα οποία συλλαμβάνει με τη βοήθεια της προεκτεινόμενης και κολλώδης γλώσσας του. Ανά περιόδους μπορεί να καταναλώσει και φυτική ύλη (φρούτα, καρπούς, φύλλα).
Αναπαραγωγή:
Γεννά από 5 – 40 αυγά σε τρύπες στο έδαφος κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου. Η αναπαραγωγή πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ενώ τη εκκόλαψη των αυγών γίνεται την άνοιξη/καλοκαίρι του επόμενου έτους.
Παγκόσμια εξάπλωση: Νότια Ισπανία, βόρεια Αφρική, Μάλτα, Σάμος, Χίος, Κύπρος, νότια Τουρκία, Μέση Ανατολή, Αραβική χερσόνησο.
Κατάσταση: Όχι ιδιαίτερα κοινό
Ιδιαίτερη Προστασία:
• Προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή Οδηγία 92/43/ΕΚ (Παράρτημα IV)
• Προστατεύεται από τον Κυπριακό Νόμο 153(Ι)2003 (Παράρτημα ΙΙΙ)
• Προστατεύεται από την Σύμβαση της Βέρνης (Παράρτημα ΙΙ/ΙΙα)
Κουρκουτάς
Πλήρες όνομα: Stellagama stellio (Linnaeus, 1758)
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ AGAMIDAE:
Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει 433 είδη τα οποία απαντώνται σε Ευρώπη, Αυστραλία, Αφρική και Ασία. Πρόκειται για ημερόβιες σαύρες μεσαίου μεγέθους που δεν ξεπερνούν το μισό μέτρο σε μήκος. Αν και παρουσιάζεται μεγάλη ποικιλομορφία, ως προς το χρώμα και τη μορφή στους αντιπρόσωπους της ομάδας αυτής το τριγωνικό κεφάλι και η απουσία μεγάλων φολίδων από την πάνω μέρος αυτού αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό σε όλα τα άτομα της οικογένειας αυτής. Στην Κύπρο εντοπίζεται μόνο ένας αντιπρόσωπος, ο Κουρκουτάς.
Περιγραφή:
Μεσαίου μεγέθους σαύρα με σώμα που φτάνει σε μήκος τα 30cm. Κεφάλι εμφανώς τριγωνικό και πεπλατυσμένο. Έντονα ακανθώδη επιδερμίδα με πλήθος επαρμάτων και ακάνθων στην ραχιαία επιφάνεια, στις πλευρές και στην ουρά. Η πλάτη παρουσιάζει σκούρο γκρίζο χρώμα με κιτρινωπές και μαύρες κηλίδες. Ιδιαίτερη εντύπωση κάνουν οι ωχρόλευκοι αστεροειδείς σχηματισμοί στην ραχοκοκαλιά των ατόμων στους οποίους οφείλεται και το αγγλικό του όνομα «Starred Agamas». Η κοιλιά διαθέτει συνήθως ωχρόλευκο χρώμα. Οι αντιπρόσωποι τους είδους είναι ταχύτατοι δρομείς και άριστοι αναρριχητές.
Ενδιαίτημα:
Ευρεία εξάπλωση στο νησί, χωρίς ιδιαίτερη προτίμηση για συγκεκριμένο ενδιαίτημα. Καταλαμβάνει σχεδόν όλα τα οικοσυστήματα στις περιοχές στις οποίες εντοπίζεται αν και προτιμά βραχώδη εδάφη, δόμες και ερείπια σπιτιών όπου εύκολα βρίσκει καταφύγιο. Απαντάται από την παραλία μέχρι και σε υψόμετρο 1.900 μέτρων.
Τροφή:
Μεγάλη ποικιλία χερσαίων ασπονδύλων, αλλά και νεοσούς πουλιών, μικρά θηλαστικά και φρούτα.
Αναπαραγωγή:
Γεννά από 3 – 10 μεγάλα αυγά σε σχισμές βράχων ή κάτω από πέτρες και βράχια κατά τη διάρκεια της άνοιξης.
Παγκόσμια εξάπλωση: Ελλάδα, Μικρά Ασία, Τουρκία, Μέση Ανατολή, Κύπρος, βόρεια Αίγυπτος.
Κατάσταση: Κοινό
Ιδιαίτερη Προστασία:
• Προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή Οδηγία 92/43/ΕΚ (Παράρτημα IV)
• Προστατεύεται από τον Κυπριακό Νόμο 153(Ι)2003 (Παράρτημα ΙΙΙ)
• Προστατεύεται από την Σύμβαση της Βέρνης (Παράρτημα ΙΙ)
Σαύρα του Τροόδους
Πλήρες όνομα: Phoenicolacerta troodica (Gray, 1838)
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ LACERTIDAE:
Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει 312 είδη τα οποία εξαπλώνονται σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Πρόκειται για την οικογένεια που περιγράφηκε πρώτη και η μορφολογία των αντιπροσώπων της θεωρείται η πιο «τυπική» μορφή σαυρών. Είναι γρήγορες σαύρες, με καλά σχηματισμένα άκρα και κεφάλη. Κυνηγούν κατά τη διάρκεια της ημέρας και σχεδόν όλες γεννούν αυγά με εξαίρεση περιορισμένο αριθμό ειδών που γεννούν απευθείας νεαρά άτομα. Στην Κύπρο εντοπίζεται τρείς αντιπρόσωποι της οικογένειας αυτής, η Αμμόσαυρα, η Αλιζαύρα και η Σαύρα του Τροόδους.
Περιγραφή:
Μικρού μεγέθους σαύρα με σώμα που μπορεί να φτάσει τα 10cm σε μήκος και με ουρά που δεν ξεπερνά τα 15cm. Χρώμα σώματος καστανοπράσινο έως γκρίζοπράσινο. Στις πλευρές του σώματος εντοπίζεται μια σκούρα καφέ λωρίδα που επεκτείνεται από την κεφαλή προς την ουρά του σώματος. Κοιλιακά της λωρίδας αυτής εντοπίζεται ωχρόλευκη λεπτή γραμμή η οποία διαχωρίζει τα σκούρα χρώματα της πλάτης με τα ανοικτά χρώματα της κοιλιακής επιφάνειας. Στα αρσενικά άτομα κατά την περίοδο της αναπαραγωγής, εμφανίζονται πορτοκαλή σχηματισμοί στα πλάγια της κεφαλής ενώ η κοιλιά αποκτά πορτοκαλή χρώμα με κόκκινα και γαλάζια στίγματα στο πλάι.
Ενδιαίτημα:
Εντοπίζεται σε μια μεγάλη ποικιλία φυσικών ενδιαιτημάτων του νησιού δείχνοντας προτίμηση σε σκιερά και υγρά περιβάλλοντα με πλούσια κάλυψη από βλάστηση όπως ρεματιές, ποτάμια και δασικές εκτάσεις. Μπορεί να εντοπιστεί και σε κήπους, περιβόλια αλλά και πιο ξηρά περιβάλλοντα όπου υπάρχει κάλυψη από δέντρα και θάμνους. Απαντάται από την παραλία μέχρι τις ψηλότερες κορυφές του Τροόδους.
Τροφή:
Τρέφεται κυρίως με μικρά αρθρόποδα όπως αράχνες, κολεόπτερα και πεταλούδες.
Αναπαραγωγή:
Αναπαράγεται κατά την περίοδο της άνοιξης και του καλοκαιριού. Τα θηλυκά ωοαποθέτουν συνήθως 2-8 αυγά.
Παγκόσμια εξάπλωση: Ενδημικό είδος της Κύπρου
Κατάσταση: Κοινό
Ιδιαίτερη Προστασία:
• Προστατεύεται από την Σύμβαση της Βέρνης (Παράρτημα ΙΙΙ)
Μαμπούγια η ταινιωτή
Πλήρες όνομα: Trachylepis vittata (Olivier, 1804)
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ SCINCIDAE:
Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει 1.560 είδη και αποτελεί την μεγαλύτερη οικογένεια σαυρών. Αντιπρόσωποι της εντοπίζονται σε όλο τον πλανήτη με εξαίρεση την ήπειρο της Ανταρκτικής ενώ παρουσιάζουν εντυπωσιακή ποικιλομορφία, τόσο στο μέγεθος (από 2 – 35cm), όσο και στη μορφολογία και τη συμπεριφορά. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οικογένειας είναι τα υποπλασμένα άκρα, η απουσία ευδιάκριτου λαιμού, η λεία επιφάνεια δέρματος και η επικαλυπτόμενες πυκνά διατεταγμένες φολίδες. Λόγω την υποπλασμένων άκρων η κίνηση των ατόμων μοιάζει περισσότερο με κίνηση φιδιού παρά με τυπικής σαύρας. Τα άκρα απουσιάζουν τελείως από μερικούς αντιπροσώπους της οικογένειας. Στην Κύπρο εντοπίζεται τέσσερεις αντιπρόσωποι της οικογένειας αυτής, ο Αβλέφαρος, το Λιακόνι, η Βυζάστρα και ο Ευμήκης.
Περιγραφή:
Μεσαίου μεγέθους σαύρα με μέγεθος που μπορεί να φτάσει τα 25cm σε μήκος μαζί με την ουρά. Σκούρα πλάτη με καστανό προς λαδί χρώμα στην επιφάνεια της οποίας εντοπίζονται τρείς ανοιχτόχρωμες λωρίδες. Η μεσαία είναι πιο πλατιά, λιγότερο έντονη και διατρέχει σε μήκος την σπονδυλική στήλη με τις δύο πιο έντονες να βρίσκονται εκατέρωθεν αυτής. Στην πλευρική επιφάνεια του σώματος διακρίνονται ακόμα δύο ανοιχτόχρωμες λωρίδες οι οποίες διαχωρίζουν την ραχιαία από την κοιλιακή επιφάνεια η οποία είναι πιο ανοιχτόχρωμη.
Ενδιαίτημα:
Ευρεία εξάπλωση στο νησί, χωρίς ιδιαίτερη προτίμηση για συγκεκριμένο ενδιαίτημα αν και εντοπίζεται κυρίως σε περιοχές με πλούσια κάλυψη από χαμηλούς θάμνους και χόρτα. Απαντάται από την παραλία μέχρι και τις ψηλές κορυφές του Τροόδους.
Τροφή:
Τρέφεται κυρίως με χερσαία ασπόνδυλα όπως έντομα και σαλιγκάρια.
Αναπαραγωγή:
Αναπαράγεται κατά την περίοδο της άνοιξης και του καλοκαιριού. Τα θηλυκά ωοαποθέτουν συνήθως 3-6 αυγά.
Παγκόσμια εξάπλωση: Βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή, Κύπρος, νότια και ανατολική Τουρκία.
Κατάσταση: Όχι ιδιαίτερα κοινό
Ιδιαίτερη Προστασία:
• Προστατεύεται από την Σύμβαση της Βέρνης (Παράρτημα ΙΙI)
Μισιαρός – Σαμιαμίδι (1758)
Πλήρες όνομα: Hemidactylus turcicus (Linnaeus, 1758)
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ GEKKONIDAE:
Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει 945 είδη τα περισσότερα εκ των οποίων απαντώνται τους Τροπικές περιοχές. Πρόκειται για μικρού μεγέθους νυχτόβια είδη με άριστες αναρριχητικές ικανότητες. Οι ικανότητες αυτές οφείλονται στην παρουσία ειδικών σχηματισμών σαν βεντούζες που βρίσκονται στα δάχτυλα των περισσοτέρων ειδών και τα οποία του επιτρέπουν να αναρριχάται ακόμα και τους πιο λείες επιφάνειες. Τα είδη τους οικογένειας έχουν την ικανότητα να παράγουν ήχους ενώ το δέρμα τους φέρει πολλά μικρά επάρματα. Στην Κύπρο εντοπίζεται μόνο δύο αντιπρόσωποι, το Σαμιαμίδι και ο Μισιαρός.
Περιγραφή:
Μικρού μεγέθους σαύρα με σώμα που δεν ξεπερνά τα 10cm. Η κόρη των ματιών είναι κάθετη και διαστέλλεται το βράδυ για να διευκολύνει τη νυχτερινή όραση του ζώου. Το χρώμα του σώματος ποικίλει από ωχρό κίτρινο μέχρι ροζ. Στην επιφάνεια της πλάτης παρουσιάζονται σκουρόχρωμα στίγματα ενώ γενικά δίνει την εντύπωση ενός ημι-διάφανου σώματος.
Ενδιαίτημα:
Εντοπίζονται συνήθως σε σπίτια, ερείπια παλιών σπιτιών και ξερολιθιές καθώς και σε φυσικές περιοχές με βράχια, πέτρες και κορμούς όπου μπορεί να βρει κάλυψη κατά τη διάρκεια της ημέρας. Προτιμά τις περιοχές χαμηλού υψομέτρου ενώ εμφανίζει μεγαλύτερες πυκνότητες στις ανθρώπινες εγκαταστάσεις. Απαντάται από την παραλία μέχρι και τις ψηλές κορυφές του Τροόδους.
Τροφή:
Τρέφεται κυρίως με μικρά αρθρόποδα. Συνήθως κυνηγά τα βράδια μέσω ενέδρευσης κοντά σε εστίες φωτός οι οποίες προσελκύουν ιπτάμενα έντομα.
Αναπαραγωγή:
Η αναπαραγωγή πραγματοποιείται κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι. Γεννά δύο αυγά τα οποία εκκολάπτονται περίπου ένα μήνα μετά την ωοαπόθεση.
Παγκόσμια εξάπλωση: Παράλια Μεσογειακής λεκάνης (Νότια Ευρώπη, βόρεια Αφρική, Μικρά Ασία και Μέση Ανατολή) και νησιά Μεσογείου θάλασσας.
Κατάσταση: Κοινό
Ιδιαίτερη Προστασία:
• Προστατεύεται από την Σύμβαση της Βέρνης (Παράρτημα ΙΙΙ)
Μισιαρός – Σαμιαμίδι (1870)
Πλήρες όνομα: Mediodactylus kotschyi (Steindachner, 1870)
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ GEKKONIDAE:
Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει 945 είδη τα περισσότερα εκ των οποίων απαντώνται στις Τροπικές περιοχές. Πρόκειται για μικρού μεγέθους νυχτόβια είδη με άριστες αναρριχητικές ικανότητες. Οι ικανότητες αυτές οφείλονται στην παρουσία ιδικών σχηματισμών σαν βεντούζες που βρίσκονται στα άκρα των περισσοτέρων ειδών και τα οποία του επιτρέπουν να αναρριχάται ακόμα και στις πιο λείες επιφάνειες. Τα είδη της οικογένειας έχουν την ικανότητα να παράγουν ήχους ενώ το δέρμα τους φέρει πολλά μικρά επάρματα. Στην Κύπρο εντοπίζεται μόνο δύο αντιπρόσωποι, το Σαμιαμίδι και ο Μισιαρός.
Περιγραφή:
Μικρού μεγέθους σαύρα με σώμα που δεν ξεπερνά τα 10cm. Η κόρη των ματιών είναι κάθετη και διαστέλλεται το βράδυ για να διευκολύνει τη νυχτερινή όραση του ζώου. Το σώμα του είδους διαθέτει γκρίζο με ανοικτό καφέ χρώμα ενώ στην πλάτη εντοπίζονται σκούρα σχέδια σχήματος «V».
Ενδιαίτημα:
Εντοπίζονται σε ξηρές περιοχές με θάμνος ή σε περιοχές με βράχια και πέτρες όπου μπορεί να βρει καταφύγιο κατά τη διάρκεια της ημέρας. Μπορεί επίσης να συναντηθεί και σε παλιά ερείπια σπιτιών, δόμες και τοίχους. Αν και δραστηριοποιείται κυρίως το βράδυ μπορεί να εντοπιστεί και την ημέρα ιδίως κατά τους ψυχρούς μήνες του έτους. Απαντάται σε όλο το νησί από την παραλία μέχρι και τις ψηλές κορυφές του Τροόδους.
Τροφή:
Τρέφεται κυρίως με μικρά αρθρόποδα τα οποία κυνηγά το βράδυ.
Αναπαραγωγή:
Η αναπαραγωγή ξεκινά κατά την περίοδο της άνοιξης και μπορεί συνεχιστεί μέχρι και το φθινόπωρο. Γεννά 1-2 αυγά τα οποία εκκολάπτονται περίπου ένα μήνα μετά την ωοαπόθεση.
Παγκόσμια εξάπλωση: Ιταλία, Βαλκάνια, Ουκρανία, Τουρκία, Κύπρος, Μέση Ανατολή.
Κατάσταση: Κοινό
Ιδιαίτερη Προστασία:
• Προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή Οδηγία 92/43/ΕΚ (Παράρτημα ΙV)
• Προστατεύεται από τον Κυπριακό Νόμο 153(Ι)2003 (Παράρτημα III)
• Προστατεύεται από την Σύμβαση της Βέρνης (Παράρτημα ΙΙ)
Αβλέφαρος
Πλήρες όνομα: Ablepharus budaki (Gӧcmen, Kumlutas & Tosunoglu, 1996)
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ SCINCIDAE:
Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει 1.560 είδη και αποτελεί την μεγαλύτερη οικογένεια σαυρών. Αντιπρόσωποι της εντοπίζονται σε όλο τον πλανήτη με εξαίρεση την ήπειρο της Ανταρκτικής ενώ παρουσιάζουν εντυπωσιακή ποικιλομορφία, τόσο στο μέγεθος (από 2 – 35cm), όσο και στη μορφολογία και τη συμπεριφορά. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οικογένειας είναι τα υποπλασμένα άκρα, η απουσία ευδιάκριτου λαιμού, η λεία επιφάνεια δέρματος και η επικαλυπτόμενες πυκνά διατεταγμένες φολίδες. Λόγω την υποπλασμένων άκρων η κίνηση των ατόμων μοιάζει περισσότερο με κίνηση φιδιού παρά με τυπικής σαύρας. Τα άκρα απουσιάζουν τελείως από μερικούς αντιπροσώπους της οικογένειας. Στην Κύπρο εντοπίζεται τέσσερεις αντιπρόσωποι της οικογένειας αυτής, ο Αβλέφαρος, το Λιακόνι, η Βυζάστρα και ο Ευμήκης.
Περιγραφή:
Μικρού μεγέθους σαύρα με σώμα που δεν ξεπερνά τα 12cm σε μήκος μαζί με την ουρά. Λεία σκουρόχρωμη πλάτη με χαλκόγκριζες αποχρώσεις. Στις πλευρές διαγράφεται μια πλατιά λωρίδα σκούρου καφέ χρώματος που επεκτείνεται από το κεφάλι μέχρι την ουρά.
Ενδιαίτημα:
Εντοπίζεται κυρίως σε περιοχές με πλούσια βλάστηση φυλλοβόλων δέντρων (π.χ. δρυς και πλάτανος) όπου ζει μέσα στη φυλλοστρωμνή. Μπορεί να εντοπιστεί και σε περιοχές με πυκνή ποώδη ή θαμνώδη βλάστηση αλλά και σε δάση κωνοφώρων ενώ αποφεύγει τις ξηρές περιοχές. Απαντάται από την παραλία μέχρι τις ψηλές κορυφές του Τροόδους.
Τροφή:
Τρέφεται κυρίως με μικρά αρθρόποδα.
Αναπαραγωγή:
Αναπαράγεται κατά την περίοδο της άνοιξης και του καλοκαιριού. Τα θηλυκά ωοαποθέτουν συνήθως 2-4 αυγά τα οποία εκκολάπτονται μετά από δύο μήνες.
Παγκόσμια εξάπλωση: Κύπρος, νότια Τουρκία, Συρία, Λίβανος.
Κατάσταση: Κοινό
Ιδιαίτερη Προστασία:
• Προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή Οδηγία 92/43/ΕΚ (Παράρτημα ΙV)
• Προστατεύεται από τον Κυπριακό Νόμο 153(Ι)2003 (Παράρτημα ΙΙΙ)
• Προστατεύεται από την Σύμβαση της Βέρνης (Παράρτημα ΙΙ)
Βυζάστρα – Λιακόνι
Πλήρες όνομα: Chalcides ocellatus (Forskal, 1775)
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ SCINCIDAE:
Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει 1.560 είδη και αποτελεί την μεγαλύτερη οικογένεια σαυρών. Αντιπρόσωποι της εντοπίζονται σε όλο τον πλανήτη με εξαίρεση την ήπειρο της Ανταρκτικής ενώ παρουσιάζουν εντυπωσιακή ποικιλομορφία, τόσο στο μέγεθος (από 2 – 35cm), όσο και στη μορφολογία και τη συμπεριφορά. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οικογένειας είναι τα υποπλασμένα άκρα, η απουσία ευδιάκριτου λαιμού, η λεία επιφάνεια δέρματος και η επικαλυπτόμενες πυκνά διατεταγμένες φολίδες. Λόγω την υποπλασμένων άκρων η κίνηση των ατόμων μοιάζει περισσότερο με κίνηση φιδιού παρά με τυπικής σαύρας. Τα άκρα απουσιάζουν τελείως από μερικούς αντιπροσώπους της οικογένειας. Στην Κύπρο εντοπίζεται τέσσερεις αντιπρόσωποι της οικογένειας αυτής, ο Αβλέφαρος, το Λιακόνι, η Βυζάστρα και ο Ευμήκης.
Περιγραφή:
Μεσαίου μεγέθους σαύρα με σώμα που μπορεί να φτάσει τα 20cm σε μήκος και ουρά που δεν ξεπερνά τα 15cm. Λεία πλάτη με κιτρινοκάστανο χρωματισμό στον οποίο διακρίνονται λευκά στίματα που περιβάλλονται από μαύρο δίσκο. Η κοιλιακή επιφάνεια διαθέτει ωχρόλευκο χρωματισμό χωρίς εμφανή στίγματα.
Ενδιαίτημα:
Εντοπίζεται κυρίως σε περιοχές με μαλακό και αμμώδες υπόστρωμα όπως θαμώνες και καλλιέργειες σε χαμηλό υψόμετρο. Ακολουθεί ημικρυπτικό πρότυπο διαβίωσης και συνήθως είναι κρυμμένο σε λαγούμια μέσα στο έδαφος. Απαντάται από την παραλία μέχρι και τα 600m υψόμετρο.
Τροφή:
Τρέφεται κυρίως με χερσαία ασπόνδυλα όπως έντομα και σαλιγκάρια.
Αναπαραγωγή:
Αναπαράγεται κατά την περίοδο της άνοιξης και του καλοκαιριού. Τα θηλυκά ωοαποθέτουν συνήθως 3-11 αυγά τα οποία εκκολάπτονται μετά από 2-3 μήνες.
Παγκόσμια εξάπλωση: Κεντρική και βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή μέχρι Πακιστάν, Αραβική χερσόνησο, νοτιοανατολική Τουρκία, Κύπρος, Ελλάδα, Ιταλία, Μάλτα.
Κατάσταση: Κοινό
Ιδιαίτερη Προστασία:
• Προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή Οδηγία 92/43/ΕΚ (Παράρτημα ΙV)
• Προστατεύεται από τον Κυπριακό Νόμο 153(Ι)2003 (Παράρτημα ΙΙΙ)
• Προστατεύεται από την Σύμβαση της Βέρνης (Παράρτημα ΙΙ)
Αλιζαύρα
Πλήρες όνομα: Ophisops elegans (Menetries, 1832)
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ LACERTIDAE:
Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει 312 είδη τα οποία εξαπλώνονται σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Πρόκειται για την οικογένεια που περιγράφηκε πρώτη και η μορφολογία των αντιπροσώπων της θεωρείται η πιο «τυπική» μορφή σαυρών. Είναι γρήγορες σαύρες, με καλά σχηματισμένα άκρα και κεφάλη. Κυνηγούν κατά τη διάρκεια της ημέρας και σχεδόν όλες γεννούν αυγά με εξαίρεση περιορισμένο αριθμό ειδών που γεννούν απευθείας νεαρά άτομα. Στην Κύπρο εντοπίζεται τρείς αντιπρόσωποι της οικογένειας αυτής, η Αμμόσαυρα, η Αλιζαύρα και η Σαύρα του Τροόδους.
Περιγραφή:
Μικρού μεγέθους σαύρα με σώμα που δεν ξεπερνά τα 6cm σε μήκος και με ουρά που είναι συνήθως διπλάσια σε μήκος από το σώμα. Ανοικτό έως σκούρο καστανό χρώμα σώματος στην ραχιαία επιφάνεια του οποίου εντοπίζονται 4 ωχρόλευκες γραμμές που επεκτείνονται κατά μήκος του κορμού. Η κοιλιακή επιφάνεια του σώματος είναι λευκή έως ωχρόλευκη ενώ στον λαιμό εμφανίζονται κιτρινοπράσινες αποχρώσεις. Κατά την περίοδο της αναπαραγωγής οι χρωματικές αυτές αποχρώσεις είναι πιο έντονες ενώ στα αρσενικά άτομα εντοπίζονται και γαλάζιοι χρωματισμοί. Τα μάτια του δεν καλύπτονται από βλέφαρα όπως τα υπόλοιπα είδη σαυρών αλλά από διαφανή φολίδα όπως τα φίδια, ενώ οι φολίδες του λαιμού δεν σχηματίζουν το χαρακτηριστικό κολάρο που εντοπίζεται στα υπόλοιπα είδη της οικογένειας.
Ενδιαίτημα:
Εντοπίζεται σε μια μεγάλη ποικιλία ενδιαιτημάτων με πλούσια παρουσία φωτός, όπως θαμνώνες, ξηρές άγονες εκτάσεις, καλλιέργειες, κήπους και κατοικημένες περιοχές. Απαντάται από την παραλία μέχρι το υψόμετρο των 1700 μέτρων.
Τροφή:
Τρέφεται κυρίως με μικρά αρθρόποδα όπως αράχνες, κολεόπτερα, ορθόπτερα και υμενόπτερα.
Αναπαραγωγή:
Η αναπαραγωγή ξεκινά κατά την περίοδο της άνοιξης και μπορεί συνεχιστεί μέχρι και το φθινόπωρο. Τα θηλυκά μπορούν να γεννήσουν περισσότερες από δύο φορές το χρόνο ωοαποθέτοντας 1-5 αυγά κάθε φορά.
Παγκόσμια εξάπλωση: Βόρεια Αφρική, Βαλκάνια, νησιά Αιγαίου, Τουρκία, Κύπρος, Μέση Ανατολή μέχρι Πακιστάν.
Κατάσταση: Κοινό
Ιδιαίτερη Προστασία:
• Προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή Οδηγία 92/43/ΕΚ (Παράρτημα ΙV)
• Προστατεύεται από τον Κυπριακό Νόμο 153(Ι)2003 (Παράρτημα III)
• Προστατεύεται από την Σύμβαση της Βέρνης (Παράρτημα ΙΙ)
Ακανθοδάκτυλος - Αμμόσαυρα
Πλήρες όνομα: Acanthodactylus schreiberi (Boulenger, 1878)
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ LACERTIDAE:
Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει 312 είδη τα οποία εξαπλώνονται σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Πρόκειται για την οικογένεια που περιγράφηκε πρώτη και η μορφολογία των αντιπροσώπων της θεωρείται η πιο «τυπική» μορφή σαυρών. Οι λασερτιδες είναι γρήγορες σαύρες, με καλά σχηματισμένα άκρα και κεφάλη. Κυνηγούν κατά τη διάρκεια της ημέρας και σχεδόν όλες γεννούν αυγά με εξαίρεση περιορισμένο αριθμό ειδών που γεννούν απευθείας νεαρά άτομα. Στην Κύπρο εντοπίζεται τρείς αντιπρόσωποι της οικογένειας αυτής, η Αμμόσαυρα, η Αλιζαύρα και η Σαύρα του Τροόδους.
Περιγραφή:
Μεσαίου μεγέθους σαύρα με σώμα που φτάνει τα 10cm σε μήκος και με ουρά που είναι συνήθως διπλάσια σε μήκος από το σώμα. Ο χρωματισμός του σώματος ποικίλει ανάλογα με την ηλικία του ατόμου. Τα νεαρά άτομα φέρουν σκούρα πλάτη με 8 ωχρόλευκες γραμμώσεις ενώ τα ενήλικα γκρίζα πλάτη με κεραμιδί και μαύρες βούλες και γραμμές από γκρίζα στίγματα. Η κάτω μέρος της ουράς διαθέτει κόκκινο χρωματισμό στα νεαρά άτομα, κίτρινο στα ενήλικα θηλυκά και λευκό στα ενήλικα αρσενικά.
Ενδιαίτημα:
Εντοπίζονται κυρίως σε αμμώδεις ακτές με θινικά οικοσυστήματα στα οποία παρουσιάζεται αραιή θαμνώδης βλάστηση. Μπορεί επίσης να απαντηθεί και στην ενδοχώρα σε εκτάσεις με ξηρό χώμα και αραιή βλάστηση όπως κοίτες ποταμών, ημιερημικές εκτάσεις ή ακόμα και σε ανοίγματα στο δάσος. Απαντάται από την παραλία μέχρι το υψόμετρο των 1400 μέτρων.
Τροφή:
Τρέφεται κυρίως με μικρά αρθρόποδα αν και παρατηρήθηκε να καταναλώνει και ποσότητα φυτικής ύλης όπως μικρά άνθη και καρπούς.
Αναπαραγωγή:
Η αναπαραγωγή ξεκινά κατά την περίοδο της άνοιξης και μπορεί συνεχιστεί μέχρι και το φθινόπωρο. Τα θηλυκά μπορούν να γεννήσουν από 1-4 φορές το χρόνο ωοαποθέτοντας 1-4 αυγά κάθε φορά (συνήθως 2) τα οποία τοποθετούν σε στοές που σκάβουν στο έδαφος. Τα αυγά εκκολάπτονται περίπου δύο μήνες μετά την ωοαπόθεση.
Παγκόσμια εξάπλωση: Ανατολική Μεσόγειος (Κύπρος, Ισραήλ, Λίβανος, νότια Τουρκία)
Κατάσταση: Κοινό
Ιδιαίτερη Προστασία:
• Προστατεύεται από την Σύμβαση της Βέρνης (Παράρτημα ΙIΙ)
• Έχει κηρυχτεί ως «Κινδυνεύον» από την IUCN
Ευμήκης ο στικτός
Πλήρες όνομα: Eumeces schneideri (Daudin, 1802)
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ SCINCIDAE:
Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει 1.560 είδη και αποτελεί την μεγαλύτερη οικογένεια σαυρών. Αντιπρόσωποι της εντοπίζονται σε όλο τον πλανήτη με εξαίρεση την ήπειρο της Ανταρκτικής ενώ παρουσιάζουν εντυπωσιακή ποικιλομορφία, τόσο στο μέγεθος (από 2 – 35cm), όσο και στη μορφολογία και τη συμπεριφορά. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οικογένειας είναι τα υποπλασμένα άκρα, η απουσία ευδιάκριτου λαιμού, η λεία επιφάνεια δέρματος και η επικαλυπτόμενες πυκνά διατεταγμένες φολίδες. Λόγω την υποπλασμένων άκρων η κίνηση των ατόμων μοιάζει περισσότερο με κίνηση φιδιού παρά με τυπικής σαύρας. Τα άκρα απουσιάζουν τελείως από μερικούς αντιπροσώπους της οικογένειας. Στην Κύπρο εντοπίζεται τέσσερεις αντιπρόσωποι της οικογένειας αυτής, ο Αβλέφαρος, το Λιακόνι, η Βυζάστρα και ο Ευμήκης.
Περιγραφή:
Μεσαίου μεγέθους σαύρα με μέγεθος που μπορεί να φτάσει τα 50cm σε μήκος μαζί με την ουρά. Λεία γυαλιστερή πλάτη με ενιαίο γκριζοκάστανο χρώμα και ωχρόλευκη κοιλιά. Στις πλευρές του σώματος εντοπίζεται μια λεπτή έντονη πορτοκαλιά λωρίδα που επεκτείνεται από την κεφαλή μέχρι την ουρά.
Ενδιαίτημα:
Εντοπίζεται κυρίως σε ανοικτές εκτάσεις μεσογειακής μακίας βλάστησης ή σε περιοχές με φρύγανα. Φαίνεται να αποφεύγει υγρές περιοχές όπως ποτάμια ή φράκτες. Απαντάται από την παραλία μέχρι και τα 1700m υψόμετρο.
Τροφή:
Τρέφεται κυρίως με χερσαία ασπόνδυλα όπως αράχνες, έντομα και σαλιγκάρια.
Αναπαραγωγή:
Αναπαράγεται κατά την περίοδο της άνοιξης και του καλοκαιριού. Τα θηλυκά ωοαποθέτουν 6-20 αυγά.
Παγκόσμια εξάπλωση: Βόρεια Αφρική, Αραβική Χερσόνησος, Μέση Ανατολή μέχρι Πακιστάν, βορειοδυτική Ινδία, Τουρκία, Κύπρος.
Κατάσταση: Σπάνιο
Ιδιαίτερη Προστασία:
• Προστατεύεται από την Σύμβαση της Βέρνης (Παράρτημα ΙIΙ)
Πηγή: www.sigmalive.com
Δημοσιεύτηκε στις 12/10/2016
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire