Μαργαρίτα ΠΟΥΡΝΑΡΑ
Ο Λεωνίδας Καβάκος κάθεται απέναντί μου.Σκέφτομαι πως μόλις πενηντάρισε και μου έρχονται στο μυαλό αυτές οι παλιές εικόνες του εφήβου που κρατά το βιολί σαν μια φυσική προέκταση του σώματός του. Εξελίχθηκε, προόδευσε, υπήρξε συνεπής στον μόχθο που κάνει το ταλέντο να ξετυλιχθεί και να διαρκέσει. Κάθε τόσο, όταν μιλάει, κάνει ορισμένες παύσεις. Τον παρατηρώ προσεκτικά. Παραμένει λιγνός όπως όταν ήταν έφηβος, τα μαλλιά του έχουν εμπλουτιστεί με αρκετές λευκές τρίχες, τα γένια του επίσης. Τα μάτια του όμως έχουν εκείνο το ίδιο πυρακτωμένο βλέμμα του παιδιού-θαύματος που παθιαζόταν με τη μουσική. Η εκφορά του λόγου είναι ήρεμη, αν και κορυφώνεται μερικές φορές σε κρεσέντο: είναι όταν αναφέρεται στην Ελλάδα και σε πτυχές της καθημερινότητας που μπορούν να προκαλέσουν αγανάκτηση ή πικρία σε ανθρώπους που θα ήθελαν να δουν τη χώρα να προοδεύει, να εξελίσσεται.
Ντροπή και θλίψη
Στην πραγματικότητα ζει μια αντίφαση: όσο εκείνος εμβαθύνει στο χάρισμά του, τόσο η πατρίδα του σπαταλά τα δικά της. Συναντηθήκαμε μετά τις πρόβες του ως αρχιμουσικού με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στο Μέγαρο Μουσικής, λίγες ημέρες προτού γίνουν οι δύο από τις τέσσερις φετινές προγραμματισμένες συναυλίες της ΚΟΑ με εκείνον να κρατά την μπαγκέτα, σε Αγρίνιο (χθες) και Πάτρα (σήμερα). Η σύμπραξη του Καβάκου με την ΚΟΑ προήλθε με πρωτοβουλία ορισμένων μελών της, που τον πλησίασαν και του πρότειναν να κάνουν μαζί ορισμένες συναυλίες με εκείνον ως σολίστ και αρχιμουσικό. Όχι μόνο δέχτηκε, αλλά θέλησε να διαθέσει το ποσό της αμοιβής του για τις ανάγκες της ορχήστρας (λ.χ. αντικατάσταση των παλαιών μουσικών οργάνων), ενώ τα έσοδα θα διατεθούν για άλλους φιλανθρωπικούς σκοπούς στις πόλεις της Ελλάδας όπου θα εμφανιστούν. Τον ρώτησα αν το κάνει για λόγους πατριωτικούς. Αντέδρασε έντονα.
«Δεν με ενδιαφέρει η χώρα. Με ενδιαφέρουν οι άνθρωποί της. Πολλές εκφάνσεις της σημερινής Ελλάδας με κάνουν δυστυχώς να αισθάνομαι ντροπή και θλίψη. Κοιτάζοντας την κατάσταση που μας περιβάλλει, δεν μπορείς να αποκαλείς κράτος την Ελλάδα. Για μένα η Ελλάδα είναι μέσα μου μια πνευματική έννοια, και ως τέτοια την αντιμετωπίζω. Δεν κάνω ό,τι κάνω για τη χώρα, λοιπόν, αλλά για την ευγένεια της ψυχής των ανθρώπων, κάτι που ενυπάρχει σε όλους μας. Και αυτόν τον στόχο έχω σε όποιο μέρος και αν δίνω συναυλίες. Αυτό με νοιάζει και αυτό θέλω να ενεργοποιήσω παίζοντας μουσική ή διευθύνοντας μια ορχήστρα. Η ευγένεια της ανθρώπινης ψυχής».
Συνεχίζει: «Θα σας πω ένα απλό παράδειγμα γιατί δεν μπορείς να αποκαλείς κράτος την Ελλάδα με τη σύγχρονη έννοια του όρου. Διάφοροι τρομοκράτες εκφοβίζουν ανθρώπους, σπάνε ακυρωτικά μηχανήματα, εισβάλλουν σε δημόσιο χώρο και προκαλούν καταστροφές, τις οποίες καλείται να πληρώσει ο κακοπαθημένος οικονομικά Έλληνας πολίτης. Στο τέλος δεν επιβάλλεται καμία ποινή στους τρομοκράτες αυτούς. Υπάρχει πλήρης απουσία σύνδεσης ανάμεσα στις πράξεις και στο τίμημά τους. Φανταστείτε, αντιθέτως, ο νόμος να έλεγε πως όποιος καταστρέφει θα συλλαμβάνεται και θα τα πληρώνει από την τσέπη του. Και αν δεν έχει χρήματα, θα προσφέρει κοινωνική εργασία. Θα τολμούσε κανείς να προβεί σε βανδαλισμούς;
»Πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε πως η ψήφος δεν είναι δικαίωμα, αλλά η μέγιστη ευθύνη απέναντι στον εαυτό μας και στους συμπολίτες μας. Εδώ ψηφίζουμε βάσει ποδοσφαιρικής ομάδας και άλλων τέτοιων νοοτροπιών, χωρίς να μας ενδιαφέρει τι θα γίνει στο μέλλον. Πρέπει να έχουμε σεβασμό για το κράτος και έγνοια. Ζούμε σε μια κατάντια που μόνο εμείς μπορούμε να τη μαζέψουμε, και ελπίζω να το κάνουμε. Λέμε πως οι χιλιάδες νέοι που έφυγαν στο εξωτερικό θα επιστρέψουν και θα φέρουν την αλλαγή στην κοινωνία. Ακόμα και αν μπορούν, θα πρέπει ο καθένας μας να κοιτάξει μέσα του για να κάνει την αυτοκριτική του. Εγώ αυτό κάνω. Αναλαμβάνω την προσωπική μου ευθύνη σε όλα».
Η εμπειρία του μουσείου
Ακούγοντάς τον να θυμώνει, θα έλεγε κανείς ότι θα ήθελε να στρέψει την πλάτη του στην ίδια του τη χώρα. Όμως, θα τον αδικούσα αν το έλεγα αυτό. Διότι μετά από λίγο το βλέμμα του μαλάκωσε, όταν τον ρώτησα ποια από τις εκατοντάδες εμφανίσεις του τον έχει συγκινήσει περισσότερο: «Είχα την ευκαιρία να παίξω, ολομόναχος, ανάμεσα στα αγάλματα του Μουσείου της Ακρόπολης. Επρόκειτο κυριολεκτικά για μια συγκλονιστική εμπειρία, που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Βίωμα μυστικιστικό, από τα πιο πολύτιμα της ζωής μου. Η επίσκεψή μου εκεί έγινε για τις ανάγκες ενός γυρίσματος της γερμανικής τηλεόρασης. Είχε έρθει στην Αθήνα, στο Μέγαρο Μουσικής, η Φιλαρμονική του Βερολίνου για την καθιερωμένη πρωτομαγιάτική της συναυλία, το 2015, στην οποία θα συνέπραττα ως σολίστ. Η εκδήλωση αυτή αναμεταδίδεται ζωντανά από την τηλεόραση και οι Γερμανοί παραγωγοί σκέφτηκαν να κάνουν κάποια επιπλέον πλάνα για το διάλειμμα».
Πρότεινε ως ιδέα το μουσείο και έγινε αποδεκτή. «Μόλις πέρασα το κατώφλι του και βρέθηκα στον χώρο όπου είναι τα γλυπτά, αισθάνθηκα δέος. Δεν μπορούσα να πιάσω το βιολί μου από την ένταση. Χρειάστηκε να φύγω, να περάσουν αρκετές ώρες για να συγκεντρωθώ και ύστερα να μπορέσω να παίξω, μόνος, μπροστά στις κάμερες».
Η ανταμοιβή μου ήταν τεράστια. «Αυτά τα αγάλματα είναι -για μένα- μουσική, είναι κίνηση. Όχι μόνο μια ανθρώπινη δημιουργία, αλλά ένα είδος επικοινωνίας με τη θεία διάσταση. Και αν οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν τα γλυπτά “statue”, με ετυμολογία που παραπέμπει σε κάτι στατικό, οι Έλληνες τους έδωσαν κίνηση, χάρη και πνοή. Άλλωστε, στη γλώσσα μας το άγαλμα συνδέεται με το αγάλλομαι. Όταν τελείωσα την ερμηνεία, ζήτησα συγγνώμη από τα γλυπτά που ενόχλησα τη μακραίωνη σιωπή τους».
Ο πολυβραβευμένος μουσικός έχει ιδιαίτερες γνώσεις για τον αρχαίο κόσμο, μελετώντας την αρχαία ελληνική γλώσσα αλλά και τα μαθηματικά. Σε μια προηγούμενη συνέντευξή μας στην Ύδρα, το καλοκαίρι του 2016, μου ανέλυε γεμάτος ενθουσιασμό τη θεωρία του πως στη μουσική εμφανίζονται ορισμένα επαναλαμβανόμενα μαθηματικά μοτίβα. Μου έλεγε τότε: «Πολλές φορές με συναντά ο κόσμος και μου μιλάει για τη σεμνότητά μου. Δεν είναι θέμα σεμνότητας εκ μέρους μου αλλά αντίληψης. Απλώς έχω τη συναίσθηση ορισμένων πραγμάτων και έτσι έχω τη σεμνότητα να γνωρίζω ότι ερμηνεύω ένα “κείμενο” που δεν είναι δικό μου, που απαιτεί τεράστιο σεβασμό ως δείγμα της ανθρώπινης ιδιοφυΐας. Ξέρω ότι ο Μπαχ δεν είναι η πηγή της μουσικής του αλλά ο δίαυλος. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης είναι οι δίαυλοι. Όλοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις ίδιες νότες και τα ίδια γράμματα του αλφαβήτου. Θα γράψουν αριστουργήματα; Σίγουρα όχι».
Τα καλοφτιαγμένα, δυνατά του δάχτυλα αγγίζουν συχνά την μπαγκέτα που έχει μπροστά του. Του ζητάω να την περιεργαστώ. «Ένας άνθρωπος που δεν ξέρει από μουσική δεν μπορεί να υποψιαστεί πως οποιαδήποτε κίνηση κάνει ο μαέστρος μεταφράζεται σε ήχο. Όσο πιο καταξιωμένη και έμπειρη είναι μια ορχήστρα, τόσο πιο ευαίσθητη στο παραμικρό νεύμα του αρχιμουσικού. Είναι το ίδιο με τα καταπληκτικά μουσικά όργανα, όπου το ελάχιστο άγγιγμα από τον μουσικό μεταφράζεται σε ηχόχρωμα. Ο διευθυντής ορχήστρας πρέπει να έχει απόλυτο έλεγχο σώματος. Μαθαίνεται. Αυτό που δεν μαθαίνεται είναι να μπορέσεις να επικοινωνήσεις στους μουσικούς τον ρυθμό, την ψυχή μιας σύνθεσης. Είναι το δυσκολότερο».
Η πολύτιμη σιωπή
«Μαέστρος ή σολίστ;» τον ρωτώ. «Ακούστε, ο μουσικός πρέπει να μπορεί να βγάλει τη σωστή μελωδία από το μουσικό του όργανο. Ο μαέστρος πρέπει να μπορεί να εισπνέει μαζί με την ορχήστρα για να εμπνεύσει έναν κοινό παλμό, σαν να είναι ένα σώμα. Μεγάλο μέρος της διεύθυνσης είναι με τα μάτια. Στις συναυλίες δεν μιλάς, αλλά μόνο με το βλέμμα περνάς όλα τα μηνύματα και τα συναισθήματα. Είναι τρομερό το μυστήριο της σιωπής, που το έχουμε απολέσει στην εποχή μας. Στην εποχή του θορύβου, της βαβούρας, που καταπίνει τα πάντα. Ας αναρωτηθούμε κάτι: γιατί όλοι οι μεγάλοι στοχαστές είχαν ανάγκη από τη σιωπή; Και γιατί όλοι οι σοφοί ασκητές την επιζητούσαν πηγαίνοντας στην έρημο; Η σιωπή είναι πολύτιμη».
Πηγή: Η Καθημερινή
Δημοσιεύτηκε στις 15/01/2018
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire