ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

dimanche 5 août 2018

Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις και εμείς

Στέφανος Κωνσταντινίδης












Οι σχέσεις ανάμεσα στην Τουρκία και τις ΗΠΑ περνούν μια νέα ένταση τον τελευταίο καιρό, με αφορμή τον Αμερικανό πάστορα Άντριου Μπράνσον που κρατείται ουσιαστικά ως όμηρος στην Τουρκία. Ταυτόχρονα όμως και παρά τις κυρώσεις που επέβαλε η Ουάσινγκτον σε βάρος των Τούρκων υπουργών Δικαιοσύνης, Αμντουλχαμίντ Γκιουλ, και Εσωτερικών, Σουλεϊμάν Σοϊλού, κυρώσεις πρωτόγνωρες για συμμαχική χώρα, ο διάλογος ανάμεσα στις δύο χώρες συνεχίζεται σε πολύ υψηλό επίπεδο, αυτό των υπουργών τους των Εξωτερικών. Την πρώτη Αυγούστου οι δύο υπουργοί, Πομπέο και Τσαβούσογλου, είχαν την τρίτη τηλεφωνική επικοινωνία τους μέσα σε ελάχιστες μέρες, μετά την πρώτη συνομιλία τους στις 26 Ιουλίου. Τις επόμενες μέρες θα συναντηθούν στη Σιγκαπούρη. Την ίδια ώρα αναμένεται στην Άγκυρα ο ανώτατος συμμαχικός διοικητής του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, στρατηγός Κούρτις Σκαπαρότι. Την ίδια ώρα όμως η Άγκυρα απειλεί με αντίποινα.

Το γεγονός πάντως παραμένει ότι η νεο-οθωμανική Τουρκία ασκεί εξωτερική πολιτική εκβιασμών με τη σύλληψη και την ομηρεία πολιτών άλλων χωρών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, εκτός αυτού του Αμερικανού πάστορα, η περίπτωση του Γερμανού δημοσιογράφου Ντενίζ Γιουτζέλ (τουρκικής καταγωγής) και των δύο Ελλήνων στρατιωτικών. Μια χώρα με ευρωπαϊκές φιλοδοξίες ασκεί την εξωτερική πολιτική της με αυτούς τους εκβιασμούς ομηρείας των πολιτών άλλων χωρών και γίνεται ανεκτή. Η Γερμανία υπέκυψε στον εκβιασμό και παρέδωσε στην Άγκυρα τα άρματα μάχης Leopard 2, τα ίδια που χρησιμοποιήθηκαν στην επίθεση εναντίον των Κούρδων στο Αφρίν. Μένει να φανεί πού θα οδηγηθούν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Η υπόθεση βέβαια του Αμερικανού πάστορα είναι η κορυφή του παγόβουνου, καθώς υπάρχουν βαθύτερες διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες και διεξάγεται μεταξύ τους ένας υπόγειος πόλεμος το κόστος του οποίου πληρώνει εν μέρει η τουρκική οικονομία.
Ενώ όμως επικρατεί αυτή η ένταση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, ο Ερντογάν, ακολουθώντας όπως πάντα την πολιτική των ισορροπιών, έχει κατεβάσει τους τόνους με την Ευρώπη και προχωρεί σε μιας μορφής εξομάλυνση των σχέσεών του μαζί της. Τελευταία έγινε λόγος μάλιστα για μια πιθανή επίσκεψή του στη Γερμανία. Η προσπάθεια αναθέρμανσης των σχέσων με την Ευρώπη, πέρα από τους γεωπολιτικούς λόγους, έρχεται ως απάντηση στις ΗΠΑ αλλά και ως μια αναγκαιότητα για την τουρκική οικονομία.
Η δική μου ανάλυση, από χρόνια τώρα, είναι ότι δεν θα υπάρξει ρήξη ΗΠΑ-Τουρκίας, ούτε ρήξη Ευρώπης-Τουρκίας. Τα συμφέροντα που διακυβεύονται, οικονομικά και γεωπολιτικά, είναι πολύ μεγάλα εκατέρωθεν για να οδηγηθούν οι σχέσεις τους σε ρήξη. Φοβάμαι ότι από ελληνικής πλευράς εκλαμβάνουμε τις επιθυμίες μας για πραγματικότητα. Βεβαίως απόλυτες βεβαιότητες στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχουν και τίποτε δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί. Ιστορικά όμως οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση έρχονται από μακριά, έχουν αναπτυχθεί από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ειδικά με τους «μεταρρυθμιστές» σουλτάνους της ύστερης οθωμανικής περιόδου. Τον ευρωπαϊκό δρόμο ακολούθησαν και οι Νεότουρκοι το 1908, ενώ ο Μουσταφά Κεμάλ τον επέβαλε  διά πυρός και σιδήρου. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Άγκυρα επέλεξε και τον ατλαντικό πυλώνα με την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και την ανάπτυξη μιας προνομιακής σχέσης με τις ΗΠΑ. Οι ισλαμιστές, που παρουσιάζονται κληρονόμοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν στόχευαν ποτέ τη διακοπή των σχέσεων με την Ευρώπη, το ΝΑΤΟ ή τις ΗΠΑ. Αντίθετα χρησιμοποίησαν την ΕΕ και την αμερικανική εύνοια για να εδραιώσουν την εξουσία τους και να αποφύγουν τον κίνδυνο πραξικοπήματος από τους στρατιωτικούς και τους κεμαλιστές. Ουδέποτε δε έγινε λόγος από τον Ερντογάν ή άλλον Tούρκο πολιτικό για αποχώρηση από το ΝΑΤΟ. Ανεξάρτητα δε από όσα εκστομίζει κατά καιρούς ο Ερντογάν, στην Άγκυρα ξέρουν ότι η Τουρκία δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Ο ίδιος ο Ερντογάν είναι πολιτικό ζώο και παρά τις όποιες φαφαρονιές του ξέρει να τραβάει το σχοινί μέχρι εκεί που πάει. Η Ευρώπη εξάλλου δεν μπορεί, για οικονομικούς και γεωπολιτικούς λόγους, να αποκοπεί από την Τουρκία. Οι δε ΗΠΑ, περισσότερο για γεωπολιτικούς λόγους, δεν θα χαρίσουν τόσο εύκολα την Τουρκία στη Ρωσία.
Ελλάδα και Κύπρος διαθέτουν ισχυρούς μοχλούς πίεσης επί της Τουρκίας λόγω της παρουσίας τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και λόγω της δικής τους γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής θέσης. Άλλωστε η όποια στρατηγική αξία της Τουρκίας είνα διασυνδεδεμένη με αυτήν της Ελλάδας και της Κύπρου. Γι΄αυτό άλλωστε και η μεγάλη σημασία που η Ευρώπη και ειδικά οι ΗΠΑ απέδιδαν πάντοτε στη νοτιανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Τόσο δε η αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης της Τουρκίας με την ΕΕ όσο και η ανάπτυξη μελλοντικά μιας ειδικής σχέσης περνούν αναγκαστικά και από την Αθήνα και από τη Λευκωσία. Το ερώτημα είναι αν θα θελήσουν και αν θα μπορέσουν τόσο η Κύπρος όσο και η Ελλάδα να χρησιμοποιήσουν αυτό τον μοχλό πίεσης. Η εμπειρία από το παρελθόν δεν είναι και τόσο ενθαρρυντική.
Ειδικά στο Κυπριακό έχει παγιωθεί μια αντίληψη συνεχών παραχωρήσεων στην Τουρκία που τη συνοδεύουν τα φοβικά σύνδρομα υποταγής ως εάν τίποτε δεν άλλαξε μετά το 1974. Οι υποχωρήσεις που έγιναν και που είναι επί της ουσίας αποδοχή μόνιμης τουρκικής παρουσίας στην Κύπρο και κηδεμονία του τόπου με τουρκικό στρατηγικό έλεγχο ολόκληρου του νησιού θέτουν θέμα επιβίωσης του κυπριακού ελληνισμού αλλά και των ίδιων των Τουρκοκυπρίων.  Η πολιτική αυτή του δώσε-δώσε απέτυχε οικτρά.
Είναι η ώρα να εγκαταλειφθούν οι τακτικισμοί μικρής πνοής, εν όψει και της διαφαινόμενης επανάληψης των συνομιλιών, και να χαρακτεί μια διαφορετική πολιτική από αυτήν που μας οδήγησε στα σημερινά καταστροφικά αποτελέσματα. Η παλιά πολιτική στο Κυπριακό κατέρρευσε. Χρειαζόμαστε μια διαφορετική πολιτική, μια νέα στρατηγική στη βάση μιας τεκμηριωμένης πρότασης που θα αντιμετωπίσει τα σημερινά τραγικά αδιέξοδα στα οποία μας οδήγησε η παλιά πολιτική. Και στην οποία να έχουν θέση και οι Τουρκοκύπριοι που θα επιλέξουν την Κύπρο αντί της Τουρκίας. Διαφορετικά θα οδεύσουμε σε νέα τραγικά αδιέξοδα. Και η στιγμή αυτή, για μια διαφορετική πρόταση που να συνιστά μια νέα στρατηγική, με τα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται και στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, είναι περισσότερο από ποτέ ευνοϊκή.

*Πανεπιστημιακός, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά-ΚΕΕΚ
 και μέχρι πρόσφατα επιστημονικός συνεργάτης του ΕΔΙΑΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.

 stephanos.constantinides@gmail.com

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire