ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

dimanche 23 septembre 2018

Η ιστορία ενός ξεριζωμένου (εικόνες)

Γράφει ο Άριστος Μιχαηλίδης




Όποιος γνωρίζει προσωπικά τον συγγραφέα, γνωρίζει έναν μειλίχιο άνθρωπο. Έναν επιστήμονα που οι γνώσεις και ο χαρακτήρας του δεν έχουν ανάγκη από κραυγαλέα επίδειξη. Πράος. Ευγενικός. Ουσιαστικός. Δεν λέει πολλές κουβέντες και συνήθως σε εκπλήττει με τις γνώσεις και τις εμπειρίες που κουβαλά και που δεν αποκαλύπτει με ευκολία. Σε αντίθεση με αυτό τον χαρακτήρα, όποιος διαβάσει το βιβλίο του ανακαλύπτει έναν εκρηκτικό συγγραφέα. Όσα φυλάει για τον εαυτόν του τα αφήνει να ξεδιπλωθούν στο κείμενό του. Σαν να έγινε μια έκρηξη και ξεχείλισε η σοφία και η εμπειρία ενός αυτόπτη μάρτυρα της ιστορίας.
Έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο, που κατατάχθηκε στην κατηγορία του μυθιστορήματος. Αλλά, δεν είμαι σίγουρος ότι μπορείς να το κατατάξεις σε μία συμβατική κατηγορία. Ενώ διαβάζεις μυθιστόρημα, χωρίς να το καταλάβεις περνάς στην πολιτική, μετά στη φιλοσοφία και ξανά στο μυθιστόρημα. Και ξαφνικά: ιστορία.
Μια εναλλαγή εντυπωσιακή με τη μαεστρία ενός συγγραφέα ο οποίος, παρότι ζει για δεκαετίες στο εξωτερικό, αποδίδει πάντα με ακρίβεια τη μαγεία της μητρικής του γλώσσας. Όταν μάλιστα γράφει κομμάτια της ιστορίας, τα παρουσιάζει με προσωπικές, βιωματικές μαρτυρίες, τόσο παραστατικά που σε παρασύρει. Νομίζεις ότι διαβάζεις ένα παραμύθι. Αληθινών όμως γεγονότων. Σαν να έχεις μπροστά σου έναν αυτόπτη μάρτυρα να σου αφηγείται με απλότητα τα πιο σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Αυτό τον προβληματισμό, περί μυθιστορήματος, τον απαντά ο ίδιος, στην αρχή - αρχή του βιβλίου.
Γράφει:
«Η μυθιστορηματική γραφή δεν είναι μόνο ρομαντικές σκηνές ή μελό κοσμοπολίτικοι έρωτες. Ασφαλώς, η λογοτεχνία δεν λύνει προβλήματα. Τα θέτει, όμως, και προσπαθεί να εκφράσει αυτό που δεν λέγεται από την ιστορία».

Αυτό κάνει ο Στέφανος στο δεύτερο βιβλίο της σειράς «Νομάδας», με τον τίτλο: «Εκβάτανα». Τα Εκβάτανα είναι ένας χώρος στον οποίο έφτασαν κάποτε οι Έλληνες. Και σύμφωνα με την παράδοση θέλησε κάποτε να κάνει πρωτεύουσά του ο Μέγας Αλέξανδρος. Ίσως να συμβολίζουν τις γειτονιές του κόσμου όπου περιπλανιέται ο δικός μας Νομάδας. Ο Αλέξανδρος του μυθιστορήματος.
Μας ταξιδεύει πίσω από τις γραμμές της δικής μας ιστορίας, αλλά και στην Ευρώπη, σε εποχές σημαντικών εξελίξεων. Από την Πενταλιά στην Αθήνα, στην Αίγυπτο, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία. Και ξανά στην Πενταλιά. Με προτίμηση (που την είδαμε έντονα και στο πρώτο βιβλίο της σειράς)  στις αρχές της Άνοιξης, όταν θα είναι ανθισμένες οι αμυγδαλιές.
Σε μια από τις πολλές αναφορές, που κάνουν τη μικρή Πενταλιά σημείο αναφοράς των μεγάλων αναζητήσεων, γράφει:
«Να είσαι στο Παρίσι, να προσπαθείς να αποκρυκτογραφήσεις τον Θουκυδίδη, και να σκέφτεσαι την ίδια ώρα τις αμυγδαλιές της Πενταλιάς».
Και σε κάποιο άλλο σημείο:
«Το απολυτήριο Δημοτικού της Πενταλιάς ήταν για μένα το πολυτιμότερο. Πολυτιμότερο και από το δοκτορά της Σορβόννης; Διερωτήθηκα προς στιγμήν. Ναι, πολυτιμότερο, απάντησα χωρίς δισταγμό. Το σχολείο της Πενταλιάς ήταν σαν αυτό του Ρήγα Φεραίου στη Ζαγορά».
Ο συγγραφέας με πτυχία, μεταπτυχιακά και δοκτοράτα από τα πιο σπουδαία πανεπιστήμια, καθηγητής πανεπιστημίου κι ο ίδιος βάζει πάνω από όλα το απολυτήριο της Πενταλιάς. Οι ρίζες είναι εκεί, βαθιά στη σκληρή γη της ορεινής Πάφου. Περιμένουν να τελειώσει την περιπλάνησή του στον κόσμο για να τον υποδεχθούν ξανά. Σαν να μην ξεριζώθηκε ποτέ.
Στο μεταξύ εμείς απολαμβάνουμε αυτή τη διαδρομή μέσα από την περιπλάνησή του, την περιπλάνηση ενός αφηγητή, που απέκτησε την παιδεία για να απορροφά και να αναλύει κάθε σημαντικό γεγονός, που συναντά στον δρόμο του. Χωρίς να το αφήνει να παρεμβαίνει στον δικό του κόσμο, και προπάντων στην Ιθάκη του.
Η αφήγηση είναι μια διαρκής εναλλαγή ανάμεσα σε προσωπικά βιώματα και σε συλλογικά. Τα πραγματικά γεγονότα εμπλουτίζονται με τη φαντασία που χρειάζεται πάντα ένα μυθιστόρημα, συνδέοντας τις κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις της εποχής και του τόπου όπου βρίσκεται κάθε φορά ο Αλέξανδρος. Καταγράφει έτσι το χρονικό μιας εποχής, τα πρόσωπά της, τους προβληματισμούς της. Της εποχής του ψυχρού πολέμου, της Κορέας, του Βιετνάμ, των πυραύλων της Κούβας, της Άνοιξης της Πράγας. Και της Κύπρου της ΕΟΚΑ Β’, του πραξικοπήματος, της εισβολής, της προσφυγιάς. Και όπως είναι φυσικό για τον συγγραφέα, παρόλο που πήγε πολύ μακριά, και γνώρισε άλλους κόσμους, σε όλους τους σταθμούς υπάρχει κάπου και το Κυπριακό.
Είναι στο Παρίσι την περίοδο του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής. Έχοντας, μάλιστα, μεταφέρει μαζί του τις εμπειρίες από την Αθήνα την περίοδο της δικτατορίας. Γνωρίζει πρόσωπα και γεγονότα, αλλά και παρασκήνια. Και τα συνδέει στην ιστορία του για να μας δώσει αυτό ακριβώς που θα αποφύγουν να δώσουν τα βιβλία της ιστορίας. Περιγράφει την αγωνία και τις ενέργειες μιας ομάδας Κυπρίων, που παρακολουθούσαν την κατάσταση στην Κύπρο και προσπαθούσαν να βρουν τρόπους να κάνουν κάτι. Και δεν παραλείπει να δώσει όλο το πλέγμα της πολιτικής. Οι δικτάτορες των Αθηνών, ο Ετζεβίτ, ο Σίσκο, ο Κάλαχαν, οι συνομιλίες τους, αλλά και ο αυτοεξόριστος Καραμανλής.
Μονολογεί με πίκρα ο αφηγητής:
«Είχαμε προσπαθήσει να επικοινωνήσουμε με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που ζούσε στο Παρίσι, για να του ζητήσουμε να πάρει θέση με μια δήλωσή του, αλλά αρνήθηκε κάθε επαφή. Αργότερα καταλάβαμε τον λόγο. Ενώ η Κύπρος καιγόταν ο Καραμανλής διαπραγματευόταν την επιστροφή του στην Αθήνα ως σωτήρας».
Ο λογοτέχνης είναι αδύνατο να παραμερίσει τον επιστήμονα και τον πολιτικό αναλυτή. Ευτυχώς. Γιατί μας επιτρέπει να εισπράττουμε με τρόπο ευχάριστο, αλλά όχι επιφανειακό, λίγες από τις γνώσεις του. Πάντα ταξιδεύοντας και πάντα μέσα από τις περιπέτειες και τα προσωπικά βιώματα του ήρωά του, του Αλέξανδρου. Από την Αθήνα της δικτατορίας και της μεταπολίτευσης, στο Παρίσι του Σάρτρ, του Σβορώνου και των διαδόχων του Ντε Γκώλ˙ στην Πορτογαλία που έβραζε με την Επανάσταση των Γαρυφάλλωνˑ στο Λονδίνο με τους απόδημους στην πιο ανήσυχη περίοδο μετά την εισβολή ˙ αλλά και στον κόσμο της μεγάλης αμφισβήτησης στα πανεπιστήμια, με τα φεμινιστικά κινήματα, τον έρωτα, τη μεταφυσική.
Όλα ιδωμένα μέσα από την άποψη του συγγραφέα ότι η ιστορία γράφετε από τις κοινωνίες και τις συνθήκες των απλών ανθρώπων.
Ο αφηγητής χρησιμοποιεί πολύ τους διαλόγους. Συζητά με όλους και μέσω αυτών μας μεταφέρει τους προβληματισμούς, αλλά και τα γεγονότα. Κάνει διάλογο ακόμα και με έναν φοιτητή, που έφτασε στο Παρίσι από τη Μόσχα. Και μαθαίνει για τη ζωή στη Σοβιετική Ένωση, τους περιορισμούς, τη θέση των υπότροφων εκεί του ΑΚΕΛ. Κάνει διάλογο με τον Πλουτή Σέρβα που συναντά στο Λονδίνο (άλλος ένας σταθμός της νομαδικής περιπλάνησής του) και μαθαίνει για τα γεγονότα της διαγραφής του Σέρβα από το ΑΚΕΛ, για το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου, για τη σχέση του με το βρετανικό κομμουνιστικό κόμμα. Μιλά με τον Πλουτή Σέρβα για την επιστροφή του Εζεκία Παπαϊωάννου στην Κύπρο από το Λονδίνο. «Στάλθηκε από το αγγλικό κομμουνιστικό κόμμα του οποίου ήταν μέλος», λέει ο Σέρβας. Και συνεχίζει:
«Από την αρχή που ιδρύθηκε το ΚΚΚ υπήρχε μια διαμάχη ανάμεσα στους Έλληνες κομμουνιστές και τους Εγγλέζους συντρόφους για το ποιο από τα δύο κόμματα θα ήταν νονός μας. Ο Νίκος Γιαβόπουλος, από τους ιδρυτές του κόμματος, ήταν Ελλαδίτης και μάλιστα οι Εγγλέζοι κάποια στιγμή τον απέλασαν. Εγώ ο ίδιος έζησα στην Ελλάδα και ήμουν μέλος του ΚΚΕ. Κλίναμε επομένως προς τους Έλληνες κομμουνιστές, κάτι που δεν έβλεπαν με καλό μάτι οι Άγγλοι σύντροφοί μας.
- Δηλαδή, οι Εγγλέζοι κομμουνιστές διατηρούσαν αγγλική αποικιακή νοοτροπία; Τον ρωτά.
- Θεωρούσαν ότι αφού η Κύπρος ήταν αποικία, ήταν φυσιολογικό, όπως και τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα των αγγλικών αποικιών, το ΑΚΕΛ να συντονίζεται με το Λονδίνο». Είναι τα λόγια του Πλουτή Σέρβα, μιας ιστορικής προσωπικότητας του κομμουνιστικού κόμματος.
Με την ίδια αφοσίωση κάνει ταυτόχρονα ζωντανούς και παραστατικούς διαλόγους με την αγαπημένη του Ανδρομάχη. Συνήθως, χαρακτηρίζονται από διαφωνίες και ένταση. Που δεν δείχνουν τίποτε άλλο παρά τις ανησυχίες ενός ζευγαριού με νεογέννητο παιδί, μακριά από τον τόπο τους, σε πολύ δύσκολες συνθήκες, που αγωνίζονται να επιβιώσουν και να αποφασίσουν τι θα κάνουν με το μέλλον τους.Συζητούν ακόμα και για την παπαρούνα, το κανναούρι και την κανναούρα την Πενταλιώτικη. (Κανναούρα στην Πενταλιά ήταν η κατσέλλα, όχι η αγελάδα, η κατσέλλα, όπως μας λέει ο αφηγητής).
Όλα ανάμεσα στους επίπονους προβληματισμούς για το δεύτερο δοκτοράτο στη Σορβόννη, για την ανατροφή του παιδιού τους και για τη μεγάλη απόφαση για το μέλλον. Πού θα καταλήξει η οικογένεια ενός γνήσιου επαναστάτη, φιλόσοφου, ποιητή, πανεπιστημιακού;
«Κάποτε ονειρευόμουν να ζήσω στην Αθήνα. Όχι πια», λέει ο αφηγητής μας. «Στην Κύπρο, ούτως ή άλλως, ένιωθα πάντα το κλίμα ασφυκτικό. Μόνο η επιστροφή στην Πενταλιά θα ήταν γοητευτική…
Στην πραγματικότητα δεν ήξερα πού την κεφαλήν κλίναι». Ας είχε αποκτήσει και τη γαλλική υπηκοότητα και δυο δοκτοράτα, ο ξεριζωμένος νομάδας. Μόνο η επιστροφή στην Πενταλιά θα ήταν γοητευτική, λέει, εκφράζοντας τη μοίρα όλων των ξεριζωμένων, όλων των προσφύγων.
*(Ομιλία από την παρουσίαση
του μυθιστορήματος)
  Άριστος Μιχαηλίδης    

ΠΗΓΗ : Ο Φιλελεύθερος, 23 Σεπτεμβρίου 218

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire