Θυμούμαι πριν μερικά χρόνια τη συζήτηση που είχαμε οι Έλληνες διεθνολόγοι για την ανάγκη ύπαρξης ισχυρής ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος και την υποβάθμιση αυτής της αναγκαιότητας από όσους υποστήριζαν ότι το εχέγγυο ειρήνης ήταν η ανάπτυξη των οικονομικών-εμπορικών σχέσεων. Ο χρόνος έδειξε πόσο δίκαιο είχαν οι πρώτοι σε μια στιγμή που απειλείται η Κυπριακή Δημοκρατία και η ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο. Και πόσο υποτιμήθηκε το γεωπολιτικό-γεωστρατηγικό και υπερτιμήθηκε το εμπορικό-οικονομικό. Όποιος παρακολουθεί τους σημερινούς σχολιαστές των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με θλίψη διαπιστώνει ότι όλοι συμφωνούν ότι ανατράπηκε η σχετική ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία και ότι επικρατεί πια μια στρατηγική ασυμμετρία ανάμεσα στις δύο χώρες, που ευνοεί την Τουρκία. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας πολιτικής κατευνασμού που εφαρμόστηκε στη μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου εποχή με πρωτεργάτη τον Σημίτη και που οδήγησε στην απομόνωση της Κύπρου με την έκλειψη της Ελλάδας από την Ανατολική Μεσόγειο και επιπλέον στην γκριζοποίηση του Αιγαίου.
Η σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη κινείται μέσα στο ίδιο κλίμα αυταπάτης, αυτό του κατευνασμού και της υποβάθμισης των τουρκικών σχεδιασμών. Αυτό δείχνουν οι ενέργειες του Έλληνα Πρωθυπουργού στη συνάντηση του ΝΑΤΟ στο Λονδίνο και όσα δήλωσε μετά τη συνάντησή του με τον Τούρκο Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν. Με τραγικό επιστέγασμα την ανακοίνωση του υπουργείου Εθνικής Άμυνας για κατάργηση του διαλόγου για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης με την Τουρκία και τη διάψευση που ακολούθησε από το γραφείο του πρωθυπουργού! Έλλειψη στοιχειώδους συντονισμού μεταξύ Μεγάρου Μαξίμου και ΥΕΘΑ. Ακόμη χειρότερα, η ψευδαίσθηση κάποιου θετικού αποτελέσματος από τη συνάντηση με τον Ντόνανλτ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, στις 7 Ιανουαρίου του 2020, δεδομένων των παγιωμένων φιλικών σχέσεων του Αμερικανού Προέδρου με τον Ερντογάν. Στην καλύτερη περίπτωση ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ακούσει ό,τι άκουσε και ο Αλέξης Τσίπρας, όταν στη δική του συνάντηση με τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο έθεσε το θέμα της επιθετικότητας του Ερντογάν και των συνεχών απειλών του.
- «Ο Ερντογάν είναι ΟΚ τύπος και είναι καλός για μπίζνες». «Όχι, είναι φίλος μου και κάνει και καλές μπίζνες…» Και δεν το λέω εγώ αυτό, το έγραψε ο καλά πληροφορημένος και καλά διασυνδεδεμένος διευθυντής της «Καθημερινής» Αλέξης Παπαχελάς.
Τούτων λεχθέντων, όλοι οι δίαυλοι επικοινωνίας τόσο με την Ουάσιγκτον όσο και με την Άγκυρα είναι και αναγκαίοι και χρήσιμοι. Απλώς να μην υπάρχει υπερεκτίμηση της σημασίας τους.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις περνούν την κρισιμότερη φάση τους από το 1974. Πρόκειται για μια συστηματική στρατηγική αμφισβήτησης του στάτους κβο στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο με απρόβλεπτες συνέπειες. Στόχος της Άγκυρας δεν είναι ο πόλεμος με την Ελλάδα. Στόχος της είναι να συρθεί υπό δυσμενείς συνθήκες η χώρα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και εκεί να πάρει ό,τι θέλει. Στη χειρότερη περίπτωση θα μπορούσε μέσα από μια κρίση όπως αυτή των Ιμίων να εκβιάσει μια καταστροφική διαπραγμάτευση κάτω από τα αδιάφορα μάτια του ΝΑΤΟ, των Αμερικανών αλλά και της ίδιας της ΕΕ. Είναι γι' αυτό που η χώρα χρειάζεται μια εθνική στρατηγική, ένα κοινό εθνικό μέτωπο, με τη συμμετοχή όλων των πολιτικών δυνάμεων, γιατί από μόνη της καμιά κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μια τόσο δύσκολη κατάσταση. Και μάλιστα μέσα σε ένα θολό και γεμάτο ασάφειες διεθνές κλίμα.
Σύμφωνα με τους πιο έγκυρους αναλυτές των προβλημάτων της άμυνας της χώρας, η μεγαλύτερη αδυναμία της σήμερα εντοπίζεται στη θάλασσα. Σε έναν χώρο που κάποτε η Ελλάδα είχε υπεροχή και μια μεγάλη ναυτική παράδοση. Το αντίθετο συμβαίνει με την Τουρκία, χώρα χωρίς ναυτική παράδοση. Σήμερα αλωνίζει στην Ανατολική Μεσόγειο και όχι μόνο. Τα πλοία της φτάνουν τώρα ώς τις ακτές της Αττικής! Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έκανε μια προσπάθεια να προμηθευτεί δύο γαλλικές φρεγάτες, κάτι που δεν έγινε τελικά κατορθωτό. Βεβαίως η συνεργασία με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, πολλαπλασιαστής δύναμης, είναι σημαντική, αλλά από μόνη της δεν λύνει το πρόβλημα. Στην κρίσιμη ώρα, αν ποτέ χρειαστεί, κανένας δεν θα βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά για λογαριασμό της Ελλάδας.
Υπάρχει επίσης το γεγονός ότι η Ελλάδα μετατράπηκε τα τελευταία χρόνια, ολόκληρη, σε αμερικανική στρατιωτική βάση. Ακόμη η Αθήνα, με τη συμφωνία των Πρεσπών βοήθησε στην επιβολή της αμερικανικής ηγεμονίας στα Βαλκάνια και στον εκτοπισμό της Ρωσίας από την περιοχή. Δεν θα έπρεπε να είχε πάρει κάποια ανταλλάγματα για όλα αυτά; Δεν φαίνεται να έχει πάρει παρά μόνο υποσχέσεις και όλοι ξέρουμε πώς εξαερώνονται αυτού του είδους οι υποσχέσεις στην κρίσιμη ώρα. Αντίθετα, η Τουρκία αξιώνει και παίρνει συνεχώς και δισεκατομμύρια και πολεμικό υλικό. Η Ελλάδα όμως θεωρείται δεδομένη και οι σημερινοί ηγέτες της δεν έχουν την ικανότητα να διεκδικήσουν τα αυτονόητα, αυτά που οφείλονται στη χώρα.
Ένα μεγάλο γεωπολιτικό παιχνίδι βρίσκεται σε εξέλιξη στην Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη Μέση Ανατολή για τον έλεγχο των ενεργειακών πόρων και όσες χώρες δεν διαθέτουν ναυτική ισχύ θα αποκλειστούν από το μοίρασμα της πίτας. Η ποιοτική ανωτερότητα του ελληνικού πολεμικού ναυτικού δεν θα είναι πάντοτε σε θέση να συμπληρώνει τις ποσοτικές του ελλείψεις, καθώς μέρα με τη μέρα αυξάνεται η γεωμετρική ασυμμετρία με την Τουρκία.
*Πανεπιστημιακός, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά-ΚΕΕΚ, συγγραφέας της μυθιστορηματικής τριλογίας ΝΟΜΑΔΑΣ, Αθήνα, Εκδόσεις Βακχικόν, 2017-2019
stephanos.constantinides@gmail.com
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire