Στέφανος Κωνσταντινίδης
Έχουν καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια πολλαπλές ψευδαισθήσεις για την Τουρκία. Πολλές από αυτές λόγω Ερντογάν που κάποιοι τον είχαν στέψει κάποτε πρωταθλητή της ειρήνης, της λύσης του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών διαφορών. Ο πονηρός ισλαμιστής χρησιμοποίησε αυτή την αφέλεια κερδίζοντας χρόνο για να εδραιωθεί. Όμως, με Ερντογάν ή χωρίς αυτόν η τουρκική εξωτερική πολιτική παραμένει επεκτατική και πάντοτε με νεο-οθωμανικές βλέψεις.
Όλοι οι Έλληνες πρωθυπουργοί της περιόδου της Μεταπολίτευσης προσπάθησαν να βρουν μιας μορφής ειρηνική συνύπαρξη με την Τουρκία, με οδυνηρές υποχωρήσεις μάλιστα από μέρους των πιο πολλών. Ακόμη και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο θεωρούμενος ως ο πιο σκληρός από τους πρωθυπουργούς της Μεταπολίτευσης, προσπάθησε να τα βρει κάποια στιγμή με την Τουρκία και για τον σκοπό αυτό συναντήθηκε στο Νταβός με τον Τουργκούτ Οζάλ, τον Ιανουάριο του 1988. Τουλάχιστον, όμως, ο Παπανδρέου κατάλαβε γρήγορα τις τουρκικές προθέσεις και είπε το γνωστό mea culpa. Αντίθετα ο διάδοχός του, ο Κώστας Σημίτης, μετά την κρίση στα Ίμια, αποδέχτηκε την γκριζοποποίηση του Αιγαίου, ειδικά με τη Συμφωνία της Μαδρίτης το 1997. Η πολιτική «εξημέρωσης του θηρίου» που ακολουθήθηκε μετά τη σύνοδο του Ελσίνγκι το 1999, ουδέν απέδωσε παρά τη στήριξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Ακόμη και το σχέδιο Ανάν εξυπηρετούσε τους μακροχρόνιους στόχους της Τουρκίας για πολιτικο-στρατιωτικό και γεωπολιτικό έλεγχο της Κύπρου με τις ευλογίες Αμερικανών, Βρετανών και ΝΑΤΟ.
Όσοι, επίσης, σήμερα υποστηρίζουν ότι στο Κραν Μοντανά η Τουρκία ήταν
έτοιμη να αποδεχτεί λύση και την απενοχοποιούν, είτε δεν κατάλαβαν τι
ζητούσε, είτε ήταν έτοιμοι να αποδεχτούν τις εγγυήσεις και την παρουσία
του τουρκικού στρατού στην Κύπρο και επιπλέον την πολιτική ισότητα εκτός
δημοκρατικού πλαισίου που θα επέτρεπε στην Άγκυρα τον απόλυτο έλεγχο
του εθνοφυλετικού μορφώματος που θα αντικαθιστούσε την Κυπριακή
Δημοκρατία. Όσοι αμφιβάλλουν ας δουν πόσο ωμά επεμβαίνει η Άγκυρα αυτή
τη στιγμή στις εκλογές της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Άλλωστε, ο ίδιος ο
Τσαβούσογλου διέλυσε αυτές τις ψευδαισθήσεις, δηλώνοντας τελευταία με
τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι η Τουρκία ουδέποτε στο Κραν Μοντανά
παραιτήθηκε των εγγυήσεων ή της στρατιωτικής παρουσίας της στην Κύπρο.
Κάποτε όμως θα πρέπει να τελειώνουν οι ψευδαισθήσεις. Δεν υπάρχει λύση
στο Κυπριακό που να συμβαδίζει με την κατοχή, λύση που να νομιμοποιεί τα
αποτελέσματα της εισβολής. Όπως δεν υπάρχει λύση στο Αιγαίο που θα
παραχωρεί με κεκαλυμμένο τρόπο μέρος της ελληνικής κυριαρχίας στην
Τουρκία, ας πούμε με την ψευδαίσθηση της συνεκμετάλλευσης που προωθούν
οι Αμερικανοί.
Για να υπάρξει λύση στο Κυπριακό χρειάζεται ανατροπή των κατοχικών δεδομένων και απεξάρτηση των Τουρκοκυπρίων από την Άγκυρα. Οι Τουρκοκύπριοι θα είναι μέρος της λύσης. Όχι η Άγκυρα. Και φυσικά θα πρέπει κάποτε οι Τουρκοκύπριοι να επιλέξουν ανάμεσα στην Τουρκία και την Κύπρο.
Για να υπάρξει λύση στο Αιγαίο πρέπει η Τουρκία να σεβαστεί την ελληνική κυριαρχία και το διεθνές δίκαιο. Διαφορετικά η Ελλάδα, αν δεν αντισταθεί, θα γίνει ένα εξαρτημένο από την Τουρκία κράτος, στα πλαίσια της επεκτατικής νεο-οθωμανικής πολιτικής που η Άγκυρα προωθεί για τη δημιουργία της Νέας Οθωμανίας. Εξάλλου, όσοι πιστώνουν ακόμη τον Ερντογάν ή την Τουρκία με καλές προθέσεις, δεν έχουν παρά να κοιτάξουν πώς συμπεριφέρεται στη Συρία, στη Λιβύη και απέναντι στους Κούρδους. Πώς συμπεριφέρεται στα Βαλκάνια και στους αραβικούς λαούς. Να δουν πώς το τουρκικό κράτος αντιμετωπίζει τους ίδιους τους πολίτες του, με φυλακίσεις δημοσιογράφων και διανοουμένων, με καταδίκες και φυλακίσεις των εκάστοτε πολιτικών αντιπάλων.
Κι ας προβληματιστούμε με την ίδια ευκαιρία και λίγο για τους «στρατηγικούς εταίρους» μας. Ας κοιτάξουμε λίγο για παράδειγμα τη στήριξη που δίνει ο Πομπέο -καλά, για τον Τραμπ δεν μιλούμε- στην επέμβαση της Τουρκίας στο Ιντλίμπ της Συρίας. Επέμβαση σε μια ξένη χώρα την οποία ο Αμερικανός ΥΠΕΞ χαρακτηρίζει ως πράξη «αυτοάμυνας». Αυτοάμυνα στο Ιντλίμπ της Συρίας!
Κι ας δούμε τι πήρε η Ελλάδα που μετατράπηκε ολόκληρη από την Αλεξανδρούπολη μέχρι τη Σούδα σε «ένα πεδίο βολής φτηνό όπου ασκούνται, βρίζοντας ξένοι φαντάροι». Θα είχε ίσως κάποιο νόημα αυτή η νέα αμερικανοκρατία, αν οι ΗΠΑ έδιναν μια επίσημη γραπτή εγγύηση για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας και το απαραβίαστο της εθνικής της κυριαρχίας. Διότι τα παρηγορητικά λόγια δεν θα αποτρέψουν τις τουρκικές πειρατικές ενέργειες, ούτε στο Αιγαίο ούτε στην Κύπρο.
Αυτή είναι η Τουρκία χωρίς ψευδαισθήσεις. Και αυτή την Τουρκία αντιμετωπίζουμε. Ας στοχαστούμε λίγο τι κάνουμε, ας προβληματιστούμε τι θέλουμε, παραμονές που ετοιμαζόμαστε να πανηγυρίσουμε για το '21. Αν δεν θέλουμε να ξαναγίνουμε επαρχία της Νέας Οθωμανίας. Αθήνα και Λευκωσία χρειάζεται να επεξεργαστούν μια στρατηγική αποτροπής και αντίστασης. Θα ήταν η καλύτερη απόδοση τιμής στο '21 και σε αυτούς που το ενσάρκωσαν. Οι δυνατότητες υπάρχουν. Αυτό που λείπει είναι η πολιτική βούληση.
*Πανεπιστημιακός, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά-ΚΕΕΚ, συγγραφέας της μυθιστορηματικής τριλογίας ΝΟΜΑΔΑΣ, Αθήνα, Εκδόσεις Βακχικόν, 2017-2019
Έχουν καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια πολλαπλές ψευδαισθήσεις για την Τουρκία. Πολλές από αυτές λόγω Ερντογάν που κάποιοι τον είχαν στέψει κάποτε πρωταθλητή της ειρήνης, της λύσης του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών διαφορών. Ο πονηρός ισλαμιστής χρησιμοποίησε αυτή την αφέλεια κερδίζοντας χρόνο για να εδραιωθεί. Όμως, με Ερντογάν ή χωρίς αυτόν η τουρκική εξωτερική πολιτική παραμένει επεκτατική και πάντοτε με νεο-οθωμανικές βλέψεις.
Όλοι οι Έλληνες πρωθυπουργοί της περιόδου της Μεταπολίτευσης προσπάθησαν να βρουν μιας μορφής ειρηνική συνύπαρξη με την Τουρκία, με οδυνηρές υποχωρήσεις μάλιστα από μέρους των πιο πολλών. Ακόμη και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο θεωρούμενος ως ο πιο σκληρός από τους πρωθυπουργούς της Μεταπολίτευσης, προσπάθησε να τα βρει κάποια στιγμή με την Τουρκία και για τον σκοπό αυτό συναντήθηκε στο Νταβός με τον Τουργκούτ Οζάλ, τον Ιανουάριο του 1988. Τουλάχιστον, όμως, ο Παπανδρέου κατάλαβε γρήγορα τις τουρκικές προθέσεις και είπε το γνωστό mea culpa. Αντίθετα ο διάδοχός του, ο Κώστας Σημίτης, μετά την κρίση στα Ίμια, αποδέχτηκε την γκριζοποποίηση του Αιγαίου, ειδικά με τη Συμφωνία της Μαδρίτης το 1997. Η πολιτική «εξημέρωσης του θηρίου» που ακολουθήθηκε μετά τη σύνοδο του Ελσίνγκι το 1999, ουδέν απέδωσε παρά τη στήριξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Ακόμη και το σχέδιο Ανάν εξυπηρετούσε τους μακροχρόνιους στόχους της Τουρκίας για πολιτικο-στρατιωτικό και γεωπολιτικό έλεγχο της Κύπρου με τις ευλογίες Αμερικανών, Βρετανών και ΝΑΤΟ.
Για να υπάρξει λύση στο Κυπριακό χρειάζεται ανατροπή των κατοχικών δεδομένων και απεξάρτηση των Τουρκοκυπρίων από την Άγκυρα. Οι Τουρκοκύπριοι θα είναι μέρος της λύσης. Όχι η Άγκυρα. Και φυσικά θα πρέπει κάποτε οι Τουρκοκύπριοι να επιλέξουν ανάμεσα στην Τουρκία και την Κύπρο.
Για να υπάρξει λύση στο Αιγαίο πρέπει η Τουρκία να σεβαστεί την ελληνική κυριαρχία και το διεθνές δίκαιο. Διαφορετικά η Ελλάδα, αν δεν αντισταθεί, θα γίνει ένα εξαρτημένο από την Τουρκία κράτος, στα πλαίσια της επεκτατικής νεο-οθωμανικής πολιτικής που η Άγκυρα προωθεί για τη δημιουργία της Νέας Οθωμανίας. Εξάλλου, όσοι πιστώνουν ακόμη τον Ερντογάν ή την Τουρκία με καλές προθέσεις, δεν έχουν παρά να κοιτάξουν πώς συμπεριφέρεται στη Συρία, στη Λιβύη και απέναντι στους Κούρδους. Πώς συμπεριφέρεται στα Βαλκάνια και στους αραβικούς λαούς. Να δουν πώς το τουρκικό κράτος αντιμετωπίζει τους ίδιους τους πολίτες του, με φυλακίσεις δημοσιογράφων και διανοουμένων, με καταδίκες και φυλακίσεις των εκάστοτε πολιτικών αντιπάλων.
Κι ας προβληματιστούμε με την ίδια ευκαιρία και λίγο για τους «στρατηγικούς εταίρους» μας. Ας κοιτάξουμε λίγο για παράδειγμα τη στήριξη που δίνει ο Πομπέο -καλά, για τον Τραμπ δεν μιλούμε- στην επέμβαση της Τουρκίας στο Ιντλίμπ της Συρίας. Επέμβαση σε μια ξένη χώρα την οποία ο Αμερικανός ΥΠΕΞ χαρακτηρίζει ως πράξη «αυτοάμυνας». Αυτοάμυνα στο Ιντλίμπ της Συρίας!
Κι ας δούμε τι πήρε η Ελλάδα που μετατράπηκε ολόκληρη από την Αλεξανδρούπολη μέχρι τη Σούδα σε «ένα πεδίο βολής φτηνό όπου ασκούνται, βρίζοντας ξένοι φαντάροι». Θα είχε ίσως κάποιο νόημα αυτή η νέα αμερικανοκρατία, αν οι ΗΠΑ έδιναν μια επίσημη γραπτή εγγύηση για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας και το απαραβίαστο της εθνικής της κυριαρχίας. Διότι τα παρηγορητικά λόγια δεν θα αποτρέψουν τις τουρκικές πειρατικές ενέργειες, ούτε στο Αιγαίο ούτε στην Κύπρο.
Αυτή είναι η Τουρκία χωρίς ψευδαισθήσεις. Και αυτή την Τουρκία αντιμετωπίζουμε. Ας στοχαστούμε λίγο τι κάνουμε, ας προβληματιστούμε τι θέλουμε, παραμονές που ετοιμαζόμαστε να πανηγυρίσουμε για το '21. Αν δεν θέλουμε να ξαναγίνουμε επαρχία της Νέας Οθωμανίας. Αθήνα και Λευκωσία χρειάζεται να επεξεργαστούν μια στρατηγική αποτροπής και αντίστασης. Θα ήταν η καλύτερη απόδοση τιμής στο '21 και σε αυτούς που το ενσάρκωσαν. Οι δυνατότητες υπάρχουν. Αυτό που λείπει είναι η πολιτική βούληση.
*Πανεπιστημιακός, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά-ΚΕΕΚ, συγγραφέας της μυθιστορηματικής τριλογίας ΝΟΜΑΔΑΣ, Αθήνα, Εκδόσεις Βακχικόν, 2017-2019
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire