Τζορτζ Στάινερ, ένας πολυμαθής κριτικός
Τα ενδιαφέροντα του Τζορτζ Στάινερ, που πέθανε σε ηλικία 90
ετών, κυμαίνονταν από τις καταβολές της ανθρώπινης ομιλίας μέχρι το
μέλλον της έννοιας της αλήθειας.
Η έκταση των γνώσεών του, το πλήθος των
χωρίων που μνημόνευε, άφηνε έκθαμβους τους αναγνώστες ή τους
συνομιλητές του. Κινούνταν άνετα σε τρεις γλώσσες –γαλλικά, γερμανικά
και αγγλικά– οι οποίες κατά δήλωσή του πυροδότησαν τα ερευνητικά του
ενδιαφέροντα: τις καταβολές της ανθρώπινης ομιλίας, τον μύθο του Πύργου
της Βαβέλ ως μεταφορά για την ανθρωπότητα, την αποστολή της μετάφρασης,
αλλά και την αρχαία τραγωδία, το Ολοκαύτωμα, τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, το
σκάκι, το μέλλον της έννοιας της αλήθειας και τόσα ακόμα. Ηταν στ’
αλήθεια πολυμαθής ο κριτικός λογοτεχνίας, καθηγητής και συγγραφέας
Τζορτζ Στάινερ. Και ο θάνατός του τη Δευτέρα, σε ηλικία 90 ετών, ήρθε σε
μια εποχή που η κριτική, αντί να λογίζεται και αυτή ως δημιουργία κατά
τα πρότυπα του Οσκαρ Ουάιλντ, τείνει συχνά προς τη συγκαταβατική
παρουσίαση ή την πολεμική.
Γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1929 στο Παρίσι από Εβραίους γονείς που είχαν εγκαταλείψει μια Βιέννη ολοένα και πιο αντισημιτική. Αρχισε να διαβάζει τους κλασικούς με πατρική παραίνεση και όταν μετανάστευσε οικογενειακώς στη Νέα Υόρκη, ξεκίνησε ακαδημαϊκή καριέρα τουλάχιστον ενδιαφέρουσα: αφού αρνήθηκε μια ταχύρρυθμη φοίτηση στο Yale εκλαμβάνοντάς την ως φιλανθρωπία για την εβραϊκή του καταγωγή, αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου, ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στο Χάρβαρντ, κέρδισε υποτροφία για την Οξφόρδη και παρόλο που το διδακτορικό του αρχικά απορρίφθηκε, τελικά έγινε δεκτό υπό τον τίτλο «Ο θάνατος της τραγωδίας» (η αναθεωρημένη εκδοχή του κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δωδώνη). Δίδαξε στο Πρίνστον, στο Πανεπιστήμιο της Γε νεύης, της Νέας Υόρκης και όχι μόνο. Από τα πάμπολλα βιβλία που υπέγραψε, θα ξεχώριζαν «Οι Αντιγόνες» (εκδ. Καλέντης), «Αξόδευτα πάθη» (εκδ. Νεφέλη), «Μετά τη Βαβέλ» (εκδ. Scripta), «Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι» (εκδ. Αντίποδες).
Ορισμένοι έκριναν ότι η πολυμάθειά του, οι διαρκείς λογοτεχνικές αναφορές του, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά επίδειξη γνώσεων. Ισως μια απάντηση να είχε δώσει ο ίδιος σε μια διάλεξή του το 2002, όπου έκανε λόγο για τη συσχέτιση της μνήμης και της υψηλής λογοτεχνίας, για τον ρόλο της πρώτης ως γέφυρας μεταξύ του προφορικού και του γραπτού λόγου, για τον φόβο του Πλάτωνα ότι η συγγραφή εξασθενίζει την ενθύμηση και τελικά για την «κεντρική, κρίσιμη και αναντικατάστατη λειτουργία του να μαθαίνεις από στήθους». Παρατηρήσεις που, στην εποχή της επίμονης διαδικτυακής αναζήτησης, ακούγονται λίγο πιο άξιες για να τις θυμάται κανείς.
Γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1929 στο Παρίσι από Εβραίους γονείς που είχαν εγκαταλείψει μια Βιέννη ολοένα και πιο αντισημιτική. Αρχισε να διαβάζει τους κλασικούς με πατρική παραίνεση και όταν μετανάστευσε οικογενειακώς στη Νέα Υόρκη, ξεκίνησε ακαδημαϊκή καριέρα τουλάχιστον ενδιαφέρουσα: αφού αρνήθηκε μια ταχύρρυθμη φοίτηση στο Yale εκλαμβάνοντάς την ως φιλανθρωπία για την εβραϊκή του καταγωγή, αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου, ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στο Χάρβαρντ, κέρδισε υποτροφία για την Οξφόρδη και παρόλο που το διδακτορικό του αρχικά απορρίφθηκε, τελικά έγινε δεκτό υπό τον τίτλο «Ο θάνατος της τραγωδίας» (η αναθεωρημένη εκδοχή του κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δωδώνη). Δίδαξε στο Πρίνστον, στο Πανεπιστήμιο της Γε νεύης, της Νέας Υόρκης και όχι μόνο. Από τα πάμπολλα βιβλία που υπέγραψε, θα ξεχώριζαν «Οι Αντιγόνες» (εκδ. Καλέντης), «Αξόδευτα πάθη» (εκδ. Νεφέλη), «Μετά τη Βαβέλ» (εκδ. Scripta), «Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι» (εκδ. Αντίποδες).
Ορισμένοι έκριναν ότι η πολυμάθειά του, οι διαρκείς λογοτεχνικές αναφορές του, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά επίδειξη γνώσεων. Ισως μια απάντηση να είχε δώσει ο ίδιος σε μια διάλεξή του το 2002, όπου έκανε λόγο για τη συσχέτιση της μνήμης και της υψηλής λογοτεχνίας, για τον ρόλο της πρώτης ως γέφυρας μεταξύ του προφορικού και του γραπτού λόγου, για τον φόβο του Πλάτωνα ότι η συγγραφή εξασθενίζει την ενθύμηση και τελικά για την «κεντρική, κρίσιμη και αναντικατάστατη λειτουργία του να μαθαίνεις από στήθους». Παρατηρήσεις που, στην εποχή της επίμονης διαδικτυακής αναζήτησης, ακούγονται λίγο πιο άξιες για να τις θυμάται κανείς.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire