Φως στις γυναίκες του ’21: Οικοδέσποινες άνευ ειδικού επαγγέλματος
Ενα φωτογραφικό λεύκωμα με σπάνια πορτρέτα γυναικών του 19ου αιώνα
Την ιστορία μιας μακροχρόνιας απουσίας, αυτό διηγείται το βιβλίο «Μια Ελληνίς της ιστορίας. Πορτραίτα γυναικών που έζησαν στην Επανάσταση του 1821» (εκδ. Αγρα). «Οι ανδρικές φωνές κυριαρχούν στην αφήγηση του 1821. Η επιθυμία να δοθεί λόγος στους άφωνους –σε αυτήν την περίπτωση σε γυναίκες, αλλά και παιδιά, αγρότες, σκλάβους, αιχμαλώτους– είναι πρωτίστως μια πράξη ιστορικής δικαιοσύνης», λέει στην «Κ» ο Μαρκ Μαζάουερ, που προλογίζει τη συγκεκριμένη έκδοση, ένα μικρό φωτογραφικό λεύκωμα με εξαιρετικά σπάνιο αρχειακό υλικό που φέρνει στο προσκήνιο τις αφανείς γυναίκες από τα χρόνια του Αγώνα.
«Είναι επίσης μέρος της συνεχούς προσπάθειας για μεγαλύτερη κατανόηση της εποχής», συνεχίζει ο Βρετανός ιστορικός εξηγώντας τη σημασία της συγκεκριμένης φωτογραφικής ανθολόγησης. «Η οικογένεια υπήρξε ο κεντρικός κοινωνικός θεσμός της Ελλάδας εκείνα τα χρόνια, και τα μέλη του δεν ήταν –για να πω το αυτονόητο– μόνον γένους αρσενικού. Οι γυναίκες –κυρίως ως νύφες και μητέρες– έπαιξαν βασικό ρόλο στην κρυφή ιστορία πίσω από τα γεγονότα, αυτή που εξαρτιόταν από τους γάμους και τη συγκρότηση δυναστειών σε κάθε επίπεδο».
Αυτές οι γυναίκες είναι λοιπόν σύζυγοι, μητέρες, αδελφές αγωνιστών κι επιφανών πολιτικών, που έζησαν από κοντά τα συνταρακτικά γεγονότα του καιρού τους. Οι φωτογραφίες τους, που τραβήχτηκαν από τα μέσα της βασιλείας του Οθωνα έως και τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α΄, τις μετατρέπουν, επιτέλους, σε υποκείμενα της Ιστορίας.
«Τα ιστορικά κείμενα και τα αρχειακά έγγραφα τις ανέφεραν ως “οικοδέσποινες άνευ ειδικού επαγγέλματος”. Ηταν, ας πούμε, γνωστές δι’ αντιπροσώπου», μας λέει η ιστορικός φωτογραφίας, υπεύθυνη Φωτογραφικού Αρχείου ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Βασιλική Χατζηαντωνίου, που μαζί με τη φιλόλογο και αρχειονόμο Ματθίλδη Πυρλή υπογράφουν το έργο. «Είχε έρθει λοιπόν η ώρα να τις γνωρίσουμε: την καταγωγή τους, την ιστορία τους και, βεβαίως, το πρόσωπό τους».
Το εγχείρημα αποδείχθηκε δύσκολο καθώς τα διαθέσιμα στοιχεία που προσφέρουν οι αρχειακές πηγές είναι συνήθως πενιχρά. Οι τριάντα οκτώ γυναίκες που δημοσιεύονται στο βιβλίο είναι εκείνες που ταυτίστηκαν είτε από τις δύο ιστορικούς είτε από άλλους μελετητές. Υπάρχουν πολλές ακόμη που παραμένουν αταύτιστες, και η μελλοντική έρευνα ίσως φωτίσει τα στοιχεία τους.
Τα ίδια τα φωτογραφικά τεκμήρια, τραβηγμένα σε φωτογραφεία της Αθήνας και ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων, είναι, σύμφωνα με την ιστορικό φωτογραφίας, κατ’ αρχάς μάρτυρες του σταδιακού εξαστισμού της ελληνικής κοινωνίας κατά τα πρότυπα του δυτικοευρωπαϊκού κόσμου. «Το φωτογραφικό πορτρέτο και ιδιαίτερα το οικογενειακό φωτογραφικό λεύκωμα αποτελούν την κιβωτό μνήμης της αστικής οικογένειας, η οποία παραδίδεται προς διαφύλαξη στους απογόνους της. Το συγκεκριμένο πορτρέτο, όπως άλλωστε και το ζωγραφικό, αποτυπώνει την ταυτότητα της εικονιζόμενης, δηλαδή εκείνο που η ίδια θέλει να δηλώσει για τον εαυτό της», εξηγεί η κ. Χατζηαντωνίου.
Ετσι, τα ρούχα που επιλέγει να φορέσει κάθε γυναίκα που ποζάρει αποτελούν παράλληλα μια έμμεση δήλωση. Σε μια περίοδο που η διαδικασία εξευρωπαϊσμού των Ελλήνων εξελισσόταν, το σταδιακό πέρασμα από την τοπική ενδυμασία στα «φράγκικα» ρούχα εκφράζει και τις πεποιθήσεις της εικονιζόμενης, αν επιθυμεί δηλαδή την παραμονή της στα γνωστά πρότυπα ή αν υιοθετεί νέες ιδέες και τάσεις.
Από την άλλη πλευρά, πολλές φωτογραφίες έγιναν σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, υπογραμμίζοντας την κινητικότητα του ελληνικού στοιχείου που δεν περιοριζόταν μόνο στα αρσενικά μέλη μιας οικογένειας. Αυτά τα ταξίδια που γίνονταν συνήθως για επαγγελματικούς λόγους του συζύγου ή για σπουδές των γιων, συμπεριλάμβαναν και τις γυναίκες της οικογένειας, που ακολουθούσαν για λόγους αναψυχής ή και υγείας. Η επίσκεψη σε μια πόλη του εξωτερικού «επισημοποιείτο» λοιπόν με μια φωτογραφία. Τη δεκαετία του 1860 μία δωδεκάδα τέτοιες εικόνες (καρτ ντε βιζίτ) με την ίδια πόζα στοίχιζε όσο η ετήσια συνδρομή σε ημερήσια εφημερίδα, ή όσο το βδομαδιάτικο ενός εργάτη. «Η τιμή παρά το ότι είχε μειωθεί πολύ σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία παρέμενε απαγορευτική για ανθρώπους του λαού», σχολιάζει η κ. Χατζηαντωνίου. «Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το φωτογραφικό ίχνος των χαμηλών κοινωνικών τάξεων αποτυπώνεται πολύ αργότερα, προς τα τέλη του 19ου αιώνα είτε στο υπηρετικό προσωπικό μεγαλοαστικών οικογενειών, είτε στις σημαντικές στιγμές του βίου του με την ευκαιρία ενός γάμου ή ακόμα του θανάτου».
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire