Τι απέγινε το ελληνικό καφενείο;
Αυτό που κάποτε ήταν εστία συνάντησης, ζύμωσης ή και ραστώνης, σήμερα μετατρέπεται σε χώρο εργασίας και φθηνής γαστρονομίας: Μια αστική και κοινωνική χαρτογράφηση του καφενειακού βίου που φθίνει
«Η Ευρώπη αποτελείται από καφενεία, από cafés. Αυτά εκτείνονται από το αγαπημένο καφενείο του Πεσόα στη Λισσαβώνα μέχρι τα cafés της Οδησσού, που τα στοιχειώνουν οι κακοποιοί του Ισαάκ Μπάμπελ. Απλώνονται απ’ τα cafés της Κοπεγχάγης που προσπερνούσε ο Κίρκεγκορ στους μοναχικούς του περιπάτους, μέχρι τους πάγκους των καφενείων του Παλέρμο. Χαράξτε τον χάρτη των καφενείων και θα έχετε μια απ’ τις πιο ουσιαστικές οριοθετήσεις της “ιδέας της Ευρώπης”».
«Τι ορίζει την Ευρώπη;» ρωτάει ο Τζορτζ Στάινερ (1929-2020) σε ένα από τα πιο κλασικά κείμενά του (προϊόν διάλεξης του 2004), που εκδόθηκε πρόσφατα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δώμα. Και απαντά χωρίς περιστροφές: μα το καφενείο, αυτή η νέα αρχαία αγορά που χωράει κάτω από την ίδια στέγη τον διανοούμενο και τον πολιτικό μαζί με τον εργάτη και τον άστεγο. Για να καταλήξει: «Η “ιδέα της Ευρώπης” θα έχει περιεχόμενο όσο θα υπάρχουν καφενεία».
Αν κοιτάξουμε γύρω μας, ζούμε σε πόλεις (σε συνοικίες, σε προάστια, σε χωριά) γεμάτες καφενεία. Το καφενείο (μαζί με την εκκλησία και το υποτυπώδες, χωμάτινο γήπεδο ποδοσφαίρου ή την ξέμπαρκη μπασκέτα) αποτελεί την επιτομή της ελληνικής ζωής και στην τελευταία εσχατιά της χώρας. Με μία σημαντική διαφορά: δεν το αποκαλούμε εδώ και χρόνια «καφενείο». Και αν ξοδέψεις λίγη ώρα κρυφακούγοντας δεξιά κι αριστερά τις συζητήσεις των θαμώνων, θα συνειδητοποιήσεις την πλέον κεφαλαιώδη μεταβολή: τα θέματα δημόσιας σφαίρας, από την ακατάσχετη πολιτικολογία μέχρι το οπαδικό κουβεντολόι, έχουν εκτοπιστεί θεαματικά προς όφελος μιας πολύ πιο ιδιωτικής ατζέντας.
Σε κάθε περίπτωση, το ανδροκρατούμενο, ελαφρώς νυσταλέο σύμπαν του ελληνικού καφενείου, ο μόνος χώρος που χωράει ακόμη πολιτική συζήτηση και ποδοσφαιρολογία, άρχισε να εξατμίζεται (στις πόλεις τουλάχιστον) με τη Μεταπολίτευση. Τη δεκαετία του ’80 είχε ήδη γίνει «καφετέρια» ή «καφέ» υιοθετώντας τα πιο δυτικά καλούπια. Η γυναικεία χειραφέτηση, ο ορμητικός καταναλωτισμός, η προαστικοποίηση της Αθήνας και η διάχυση/εμπέδωση της αστικής κουλτούρας εκδημοκράτισαν το ελληνικό υβρίδιο, για να φτάσουμε στο μεταβατικό σήμερα: ένα σαρωτικό ρεύμα ομογενοποίησης περιορίζει όλο και περισσότερο τα απομεινάρια τόσο του εναπομείναντος (αλλά ξεδοντιασμένου) αθηναϊκού cafe society όσο και τους τελευταίους των Μοϊκανών της παράδοσης, με τα ελάχιστα παλιομοδίτικα καφενεία, καλά κρυμμένα στο κέντρο και στις συνοικίες, να δίνουν αγώνα με τον χρόνο· πόσες εφεδρείες παθιασμένων ταβλαδόρων να διαθέτουν άραγε οι νεότερες ηλικιακές ομάδες;
Την ίδια στιγμή, ένα νέο είδος, κάτι ανάμεσα σε καφέ και σε concept store, απευθύνεται σε μια νέα γενιά καταναλωτών που αντιμετωπίζει το πάλαι ποτέ ταπεινό «καφεδάκι» με αυστηρότητα μπαρουτοκαπνισμένου σομελιέ. Ο καφές ως γκουρμέ προορισμός αλλά και λίγο σαν οικιακό ή εργασιακό υποκατάστατο: κατά μόνας με το λάπτοπ πάνω στο ντιζάιν τραπεζάκι και στο βάθος ο βραβευμένος μπαρίστα να κάνει τα «μαγικά» του· ένα καφέ σαν το μπαρ της ημέρας. Αλήθεια, θα ήταν χαρούμενος ο αείμνηστος Στάινερ αν μπορούσε να κάνει σήμερα μια βόλτα στους πεζοδρόμους και στις πλατείες της πολυταυτοτικής Αθήνας; Πόση «Ευρώπη» θα αναγνώριζε στις ατελείωτες ελληνικές φραπεδουπόλεις με τις όποιες καλοδεχούμενες εξαιρέσεις τους;
Η χαμένη ραστώνη του Ρένου
«Αγαπάω τα καφέ σαν μια βαριά βιομηχανία χαμένου χρόνου», έλεγε στα «Φθηνά τσιγάρα» o Ρένος Χαραλαμπίδης, κάτι που νομίζω θα άρεσε στον Στάινερ. Είκοσι δύο χρόνια μετά, θα έλεγε το ίδιο; Ή άθελά του έβλεπε κάτι που σύντομα θα γινόταν τόσο μικρό που να φαντάζει σχεδόν περιθωριακό; «Νομίζω άλλαξε όλη η πλοκή του καφέ· του τι είναι καφέ, γιατί πας για καφέ και τι κάνεις εκεί. Το αθηναϊκό cafe society καταρρέει με τον 20ό αιώνα γιατί αλλάζει η ζωή μας. Οι άνθρωποι πήγαιναν στα καφενεία για να μάθουν τα νέα, να συναντήσουν τους φίλους τους ή ακόμη και για να ζεσταθούν ή για να βρεθούν σε ένα περιβάλλον που δεν θα τους θύμιζε το σπίτι τους». Ο Χαραλαμπίδης υπονοεί ότι οι περισσότερες από αυτές τις ανάγκες καλύπτονται σήμερα από πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα, ψηφιακά και μη. «Να μην υποτιμάμε πόσο καλύτερη έγινε μέσα σε ελάχιστα χρόνια η οικιακή ζωή. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο Ιντερνετ, που είναι από μόνος του ένας κόσμος που “συναντάμε” φίλους και γνωστούς, εκτονώνουμε δηλαδή ένα κομμάτι της ανάγκης που κάποτε διοχετευόταν στον φυσικό χώρο του καφέ. Αυτό που δεν λέγεται τόσο συχνά είναι ότι ζούμε σε πολύ καλύτερα, πολύ πιο όμορφα σπίτια, κι αυτός είναι από μόνος του ένας ανασταλτικός παράγοντας για να βγεις έξω με την ίδια λαχτάρα που το έκανες παλιότερα. Επίσης, το ελληνικό καφενείο ήταν ένα μέρος ταυτισμένο με την έννοια της ραστώνης. Εγώ βρίσκω σε πολλά από τα νέου τύπου καφέ εστίες έντασης και εργασίας».
«Στη “Μουριά” έγραψα το νέο μου θεατρικό έργο»
«Είχα βάλει για μια περίοδο μεταδόσεις ποδοσφαιρικών αγώνων, αλλά άρχισαν να μαζεύονται άσχετοι. Τις σταμάτησα. Προσπαθώ να το κρατήσω πιο οικογενειακό».
Στη «Μουριά», που φέτος συμπλήρωσε 107 χρόνια ζωής, περισσότεροι από τους μισούς πελάτες είναι αυτό που λέμε «μόνιμοι», σχεδόν καθημερινοί. Στους θαμώνες συγκαταλέγεται και ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας Ανδρέας Στάικος. Μετακόμισε στη ευρύτερη γειτονιά της Καλλιδρομίου πριν από περίπου 10 χρόνια. «Ερχομαι στη “Μουριά” γιατί όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει αλλάξει το παραμικρό, δεν προσποιείται κάτι άλλο από αυτό που είναι, δεν προσπαθεί να κάνει νεωτερισμούς για να τραβήξει πελατεία. Κάνω εδώ τα ραντεβού μου, οι περισσότεροι πελάτες είναι τακτικοί, το οποίο σημαίνει ότι αναπτύσσεις ένα είδος οικειότητας με ανθρώπους που δεν τους γνωρίζεις υποχρεωτικά. Αυτό σημαίνει στέκι: αισθάνεσαι καλά σε ένα συγκεκριμένο μέρος που μοιράζεσαι με άγνωστα αλλά κατά βάση οικεία πρόσωπα· μια προέκταση του σπιτιού σου τρόπον τινά. Εδώ θα κλείσεις τα ραντεβού σου, δουλειές: σκεφτείτε ότι ένα σημαντικό μέρος του τελευταίου έργου μου (σ.σ. η “Ερμιόνη” παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Ιδρυμα Κακογιάννη σε μουσική Νίκου Ξυδάκη) γράφτηκε εδώ». Και μου δείχνει ένα τραπεζάκι στο εσωτερικό της «Μουριάς». Καταλαβαίνεις ότι είσαι δεμένος με ένα μέρος όταν σου λείπει στην καθημερινότητά σου, σωστά; «Εγώ στεναχωριέμαι όταν η “Μουριά” είναι κλειστή», λέει, και το εννοεί, ο Ανδρέας Στάικος. «Το καφέ είναι ένας τρόπος, μια φιλοσοφία ζωής που μοιραία φθίνει γιατί χάνονται οι πελάτες που αναζητούσαν αυτήν την ιδιαίτερη συνθήκη. Είναι πια θέμα βιολογικό. Και η νεότερη γενιά μπορεί να δείχνει εξωστρεφής, αλλά δεν έχει συνδεθεί με τον τρόπο των παλιών καφενείων. Ψάχνει άλλα πράγματα».
Διαγωνίως απέναντι από τη «Μουριά», στη θέση ενός παμπάλαιου καφέ – ζαχαροπλαστείου, λειτουργεί τα τελευταία χρόνια ένα καφέ που ειδικεύεται στις κρέπες και που μαζεύει πολλή νεολαία. Από μακριά θυμίζει γαλλικό μπιστρό. Δεν δείχνει άσχημο. «Α, όχι, είναι πολύ μοντέρνο για τα γούστα μου», λέει ο Ανδρέας Στάικος, ο οποίος έμαθε και αγάπησε τη ζωή των καφέ στο Παρίσι, όπου έζησε 15 ολόκληρα χρόνια. «Στο Παρίσι κάθε δύο σπίτια σκοντάφτεις και σ’ ένα καφενείο. Εκεί είχα ένα μόνιμο στέκι, καφέ φυσικά, όπου να φανταστείτε ότι είχα ζητήσει να παίρνω εκεί την αλληλογραφία μου… Στο La Palette!». Συμπτωματικά το La Palette, που χρονολογείται από το 1870, ήταν το αγαπημένο στέκι του Γιάννη Τσαρούχη αλλά και του Παύλου Σάμιου.
Κάποια στιγμή κοντοζυγώνει στο τραπέζι μας ο κ. Χρήστος Βάνας, ο έβδομος κατά σειρά ιδιοκτήτης του ιστορικού καφενείου στη γωνία της Χαριλάου Τρικούπη με την Καλλιδρομίου· διατηρεί τα ηνία του μαγαζιού για 40 ολόκληρα χρόνια. «Είναι ακόμη καλή γειτονιά η Καλλιδρομίου, κρατάει», είναι τα πρώτα λόγια που μου λέει και εννοεί ότι έχει ακόμη τον κόσμο που θα εκτιμήσει την αυθεντικότητα της «Μουριάς». «Εδώ θα βρεις συγγραφείς, ζωγράφους, ηθοποιούς». Μπήκε ποτέ στον πειρασμό να «εκσυγχρονίσει» το καφενείο; «Είχα βάλει για μια περίοδο μεταδόσεις ποδοσφαιρικών αγώνων, αλλά άρχισαν να μαζεύονται άσχετοι. Τις σταμάτησα. Προσπαθώ να το κρατήσω πιο οικογενειακό. Διαφορετικά δεν έχει νόημα».
«Σήμερα το καφέ δεν είναι τόπος μύησης»
Σε εκείνο το αφιέρωμα των «Επτά Ημερών» της «Κ», ο ομότιμος καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Παπακώστας είχε εκφράσει τη θλίψη του για την αποψίλωση της πόλης από τα φιλολογικά της καφενεία. Στην κάπως προφητική του κατακλείδα σημειώνει ότι «όλα τούτα συνεπάγονται ένα μείζον κοινωνικό επακόλουθο· την εκδίωξη του πολίτη από το κέντρο της Αθήνας και τη μετατροπή των εν λόγω σημείων κοινωνικής συναθροίσεως των πολιτών σε απρόσωπους χώρους οικονομικής συναλλαγής».
Την αποδυνάμωση του αθηναϊκού κέντρου στα χρόνια της Μεταπολίτευσης εντοπίζει ως έναν από τους πλέον αποφασιστικούς παράγοντες για τη σταδιακή εξαΰλωση μιας πιο πνευματικής ενσάρκωσης του ελληνικού καφενείου ο πολιτικός επιστήμονας, αναπληρωτής καθηγητής στο ΕΚΠΑ Παναγής Παναγιωτόπουλος. «Νομίζω η Μεταπολίτευση είναι ένα κομβικό χρονικό σημείο και για το ελληνικό καφέ. Τα καφενεία πριν από τη χούντα ήταν κατεξοχήν ανδρικοί χώροι και επιτελούσαν τον χώρο της κοινωνικότητας, της πολιτικής ζύμωσης, της πνευματικής ανταλλαγής. Αναφέρομαι σε χώρους όπως ο “Λουμίδης”, το “Ζόναρς” της εποχής, ο “Ορφανίδης”, το “Μπραζίλιαν”, ο “Απότσος”, που ήταν μεν ουζερί αλλά είχε μια λειτουργία αντίστοιχη. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70 αυτός ο κόσμος στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πια. Οι ελίτ συγκροτούνται διαφορετικά, σπάει η ανδρική μονοκρατορία, αλλάζουν οι μηχανισμοί παραγωγής νέων ιδεών, οι εξουσίες αποκεντρώνονται. Μεγάλο μέρος της πελατείας των παραδοσιακών καφέ (πολιτικοί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες κ.λπ.) εγκαταλείπουν το κέντρο ως αυτονόητο σημείο συνάντησης και μετακομίζουν για τα προάστια, όπου δημιουργούνται νέα στέκια και σημεία αναφοράς, χωρίς όμως τον χαρακτήρα και την πνευματική ένταση των κλασικών πόστων. Τα παλιά καφέ ήταν τόποι παραγωγής στον δημόσιο χώρο, τόποι μύησης. Μπορείς να πεις το ίδιο για τα σημερινά; Με τη Μεταπολίτευση, η ίδια η έννοια του καφέ εκδημοκρατίζεται και αφορά όλο και λιγότερο την κουλτούρα της δημόσιας σφαίρας και όλο και περισσότερο την κουλτούρα του ελεύθερου χρόνου. Ολα αυτά μετά την κρίση του κέντρου της Αθήνας, που έχει ήδη αρχίσει από τη δεκαετία του ’80 και κορυφώνεται με τα γεγονότα του 2008, παίρνουν τη μορφή χιονοστιβάδας. Και φτάνουμε στο σημείο να αποδεχόμαστε ως μοιραία κατάληξη το σβήσιμο από τον χάρτη της πόλης εμβληματικών αστικών τοποσήμων όπως του Ιντεάλ ή των δύο κινηματογράφων της οδού Σταδίου. Σε άλλες δυτικές πόλεις θα είχαν υπάρξει θεσμικές πρωτοβουλίες προκειμένου να παραμείνουν ανοικτά».
Και σήμερα; «Στα χρόνια της ύφεσης ο καφές έγινε η προσιτή πολυτέλεια της κρίσης, υποκατάστατο μιας πολυτέλειας, η γαστρονομία του φτωχού. Οι γνωστοί που θα συναντούσες στο καφέ είναι όλοι στο Ιντερνετ και άνθρωποι με τους οποίους νιώθεις πνευματικά και ψυχικά κοντά, ο ένας μπορεί να μένει στο Καπανδρίτι κι ο άλλος στον Πειραιά. Μάλλον δεν θα τους δεις ποτέ από κοντά».
Το «Φίλιον», μετεξέλιξη του «Ντόλτσε», δεν ανήκει στην κατηγορία των παραδοσιακών καφενείων, αλλά είναι από τα ελάχιστα που επιβίωσαν από τον τυφώνα που σάρωσε το αθηναϊκό cafe society τις τελευταίες δεκαετίες. Πρόσφατα, μάλιστα, γιόρτασε τα τριακοστά του γενέθλια με τη νέα του ονομασία. Μου έκανε εντύπωση η αισιοδοξία της κ. Μαρίας Νέζη, εκ των ιδιοκτητών: «Μετά τη χαλάρωση των μέτρων κατά της πανδημίας παρατηρούμε μια αχαλίνωτη δίψα των ανθρώπων να ξαναχαρούν τη ζωή του καφέ. Και ταυτόχρονα βλέπουμε κάτι που δεν βλέπαμε συχνά στο δικό μας, τουλάχιστον, κατάστημα: πολλούς νέους που μας ανακαλύπτουν. Συνήθως πρόκειται για παιδιά πελατών μας, αλλά όχι πάντα». Αλήθεια, οι συζητήσεις τους διαφέρουν από τις αντίστοιχες των γονιών τους τις, ας πούμε, πιο «ανέμελες» δεκαετίες του ’80 και του ’90; «Υπάρχει μεγάλος προβληματισμός ανάμεσα στα παιδιά για τον χειμώνα που έρχεται, αυτό “ακούω” εγώ τουλάχιστον», μου λέει.
Σταθερός θαμώνας του «Φίλιον» η ιστορικός και συγγραφέας Λένα Διβάνη. «Τα Σάββατά μου ανήκουν στο “Φίλιον”. Μεγάλωσα στον Βόλο βλέπετε. Εκεί, μετά το μάθημα/το φροντιστήριο/τα αγγλικά/τα γαλλικά, αράζαμε όλοι στη “Μινέρβα”, στην παραλία. Τρώγαμε μια πάστα με μια creepy μπεζ σαντιγί που ονομαζόταν περιέργως “φούρνου” και αναλύαμε την επικαιρότητα – σχολική, πολιτική, μουσική και γκομενική. Δεν χρειαζόταν ραντεβού, πήγαινες και κάποιους θα έβρισκες. Μετά το συνέχισα στην Αθήνα υιοθετώντας διάφορα στέκια. Το “Φίλιον” ήταν από τα πρώτα, γιατί είμαι ιστορικός και το καφέ αυτό έχει ιστορία. Επίσης κείται στο μέσον της επικράτειάς μου, στη Σκουφά, πάνω από τη Νομική Σχολή όπου πέρασα το μεγαλύτερο τμήμα της ενήλικης ζωής μου. Κυρίως όμως πάω γιατί ξέρω ότι θα είναι εκεί ο Αντρέας, ο Φώτης, ο Φίλιππος, η Σταυρούλα, ο Αρης, η Λίνα, η Ξένια, ο Μιχάλης και οι άλλοι – όχι πάντα, όχι όλοι, αλλά πάντως πάντα κάποιοι. Και μόλις φτάσω ο Ηλίας θα μου φέρει τον καφέ μου ακριβώς όπως τον θέλω και θα αρχίσουμε να σχολιάζουμε την επικαιρότητα (πολιτική, κοινωνική και γκομενική), ενώ αριβάρει κι ένα κέικ σοκολάτας ακριβώς τότε που το θέλω. Και τότε ακούω γύρω γύρω την πόλη να μου ψιθυρίζει σαν τη Μάτση Χατζηλαζάρου “Ελα, η μέρα είναι τόσο ωραία” και νιώθω επιτέλους τον κόσμο στα μέτρα μου».
Ο Παράδεισος δεν υπάρχει πια
Τον Φεβρουάριο του 1998, οι «Επτά Ημέρες» της «Κ» κυκλοφόρησαν με ένα πλούσιο αφιέρωμα στα αθηναϊκά καφενεία. Σε ένα από τα πολλά συναρπαστικά κείμενα που φιλοξενούνται, ο συνάδελφος Σπύρος Κάραλης «κλείνει» την έκδοση με μια βόλτα σε παλιά, παραδοσιακά καφενεία της πόλης. Ανθολογούνται ονομαστικά περίπου δέκα, όχι τόσο βάσει αναγνωρισιμότητας και ιστορίας, αλλά με πιο σημαντικά κριτήρια τη γεωγραφική διασπορά, τον βαθμό αυθεντικότητας και τους δεσμούς που κατόρθωσαν να αναπτύξουν με τη γειτονιά, την «κοινότητα».
Ενα τέταρτο αιώνα μετά, τα περισσότερα δεν υπάρχουν πια. Τα λιγοστά που επιβιώνουν είτε έχουν αλλάξει ονομασία είτε έχουν εμπλουτίσει ή και αλλάξει την ταυτότητά τους, ή και τα δύο μαζί: με τα χρόνια έγιναν ουζερί, μεζεδοπωλεία, ταβέρνες, διατηρώντας τη λειτουργία του καφενείου ως συμπληρωματική και κυρίως για τις πρωινές ώρες. Το πρώτο που αναφέρει ο Κάραλης είναι ο «Παράδεισος» στην πλατεία Αττικής. Αυτό είχε διαλέξει το 2020 και ο ζωγράφος Παύλος Σάμιος ως βασικό πυρήνα έμπνευσης για την τελευταία, όπως αποδείχθηκε, έκθεσή του· έφυγε από τη ζωή τον Φεβρουάριο του 2021 σε ηλικία 73 ετών.
Σε αυτή την τελευταία έκθεση στην «Γκαλερί Σκουφά» ο Σάμιος επέστρεφε εκεί απ’ όπου είχε αρχίσει: σε μια περίοδο ανεμελιάς αλλά και προσωπικής καταξίωσης, όταν στις αρχές του ’80 συστήθηκε στην εικαστική αγορά του Παρισιού μέσα από μια σειρά καφενείων. Μπορεί ο «Παράδεισος» να έχει κλείσει εδώ και τουλάχιστον δώδεκα χρόνια (στη θέση του σήμερα έχει ανοίξει ένα φαρμακείο), αλλά ο Σάμιος επέμενε να σκηνογραφήσει έναν χώρο οικειότητας, ένα προσωπικό καταφύγιο· το εργαστήριό του δεν ήταν παρά λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά.
Σε αυτό το τόσο ελληνικό, αστικό «καθαρτήριο», όπως πολύ εύστοχα το ονομάζει ο επιμελητής της έκθεσης Γιώργος Μυλωνάς, τα πρόσωπα συνδέονταν με πράγματα της καθημερινότητας: από τις κουβέντες των γηπέδων μέχρι τα «σοβαρά» πολιτικά ζητήματα, συχνά ανάκατα μεταξύ τους, άκουγες ανάμεσα στο ρίξιμο των ζαριών ή σε μια «αιώνια» παρτίδα στα χαρτιά εγκλωβισμένες επιθυμίες, νευρωτικά όνειρα, εξομολογήσεις της ημέρας, της νύχτας, μιας ολόκληρης ζωής. «Ακόμη και το μοίρασμα της σιωπής είχε τη σημασία του», τονίζει ο Μυλωνάς.
«Το ελληνικό καφέ “Ο Παράδεισος” έκλεινε όλη την ομορφιά της μετανεοκλασικής παράδοσης, τη χαρά και την κακομοιριά μαζί όλης της Ελλάδας. Στιγμές ερωτισμού, χαράς, ένα φως που έβγαινε από τα πρόσωπα των ίδιων των ανθρώπων· και το απόγευμα με τα γερόντια που πίνανε καφέ χωρίς να λένε τίποτα, ένα πέρασμα. Εχω πάρει πολλά από τα καφενεία και ήθελα να τους εξασφαλίσω την αιωνιότητα», είχε εξομολογηθεί ο σπουδαίος ζωγράφος, συνεχίζοντας μια παράδοση που είχαν τιμήσει στο παρελθόν και ο Σπύρος Βασιλείου και ο Γιάννης Μόραλης και ο Μιχάλης Μανουσάκης και, φυσικά, ο Γιάννης Τσαρούχης με τη σειρά του «Νέον» της Ομόνοιας.
Οι άλλοι «παράδεισοι»
Το καφενείο της πλατείας Αττικής έκλεισε, αλλά αρκετοί άλλοι αθηναϊκοί «παράδεισοι» επιβιώνουν ακόμα. Τα περισσότερα παλιά καφενεία θα τα βρείτε σε δευτερεύοντες δρόμους συνοικιών (για να αντέχονται τα ενοίκια)· όσο πιο λαϊκή η γειτονιά και καθηλωμένη η οικονομική της δραστηριότητα, τόσο περισσότερες οι πιθανότητες επιβίωσης ενός παραδοσιακού καφενείου στο Λεκανοπέδιο. Δεν είναι τυχαίο που ο Πειραιάς (κυρίως, όμως, πέριξ του λιμανιού) παρουσιάζει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε σχέση με το κέντρο της Αθήνας· δεν έχετε παρά να δείτε τον αφανισμό μιας ιδιαίτερης κατηγορίας αθηναϊκών καφενείων που συναντούσαμε κάποτε (όχι πολύ παλιά πάντως) σε στοές κτιρίων γραφείων.
Οσα πάντως άντεξαν στον χρόνο και είχαν εφευρετικούς ιδιοκτήτες εξακολουθούν να διαδραματίζουν ρόλο τοποσήμου στην πολιτισμική μικροϊστορία της γειτονιάς τους: δείτε το παράδειγμα της αειθαλούς «Μουριάς» στα Εξάρχεια. Ή το «Πανελλήνιο» στην οδό Μαυρομιχάλη που εξελίχθηκε σε σκακιστικό στέκι. Ή το ακαταπόνητο «Βυζάντιο» στη Νέα Σμύρνη. Και αρκετά ακόμα. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο επιτυχημένης ώσμωσης του χθες με το σήμερα είναι η διακριτική συνύπαρξη παλιών πελατών αλλά και νεότερων «εποίκων» που βρίσκουν στην παλιακή ατμόσφαιρα των συνοικιακών καφενείων στοιχεία αυθεντικότητας και συνέχειας, που συνήθως λείπουν από τις εκσυγχρονισμένες παραλλαγές τους.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire