ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

dimanche 13 novembre 2022

Κώστας Νικολαΐδης/Σχόλια στη μυθιστορηματική ποιητική του Στέφανου Κωνσταντινίδη

 

 

 

 

Στο Βάσο Λυσσαρίδη
τον μεγάλο Έλληνα
και μεγάλο διεθνιστή.

 

Η μυθιστορηματική τριλογία του Στέφανου Κωνσταντινίδη Νομάδας (Α΄ Η έξοδος, Αθήνα, Βακχικόν, 2017, Β΄ Εκβάτανα, Αθήνα, Βακχικόν, 2018, Γ΄ Μετά τα Εκβάτανα, Αθήνα, Βακχικόν, 2019), όντας εκτεταμένο, πολυσχιδές και εξόχως πλούσιο αφήγημα, επιδέχεται αναγνώσεις από ποικίλες αφετηρίες, π.χ. ειδολογικές, ποιητολογικές, φιλοσοφικές, ιστορικές, κοινωνιολογικές, πολιτικοϊδεολογικές κ.ά.

 

1. Μυθιστόρημα ποιητικής, αυτοαναφορικότητα.

 

Ένα από τα κεντρικά χαρακτηριστικά στοιχεία που προσλαμβάνει ο αναγνώστης από την τριλογία αυτή είναι ο επίμονος και αδιάκοπος προβληματισμός του Στ. Κωνσταντινίδη γύρω από την έννοια, την ουσία, το περιεχόμενο και την ποιητική του μυθιστορήματος. Και αν στα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας θίγει κάποιες πτυχές του πιο πάνω προβληματισμού του (πέντε ώς έξι φορές στον Νομάδα Α΄ κι άλλες οκτώ στον Νομάδα Β΄), στον τρίτο τόμο ξεχειλίζει αυτή η προβληματική, καλύπτοντας μέγα μέρος του. Μου φαίνεται πως δεν είναι υπερβολική η άποψη πως, από μιας πλευράς, ο Νομάδας Γ΄  συνιστά ένα  «μυθιστόρημα  ποιητικής» ― κατά το «ποίημα ποιητικής»,[1] ποίημα δηλ. που επιχειρεί να προσδιορίσει τη φύση και την πεμπτουσία της ποίησης. Πρόκειται δηλαδή για «μυθιστόρημα περί μυθιστορήματος», καθώς ακριβώς ο Μίλαν Κούντερα ορίζει το μυθιστόρημα του Κάφκα Αμερική ως «λογοτεχνία περί λογοτεχνίας».[2] Ο ίδιος ο Κούντερα ασχολείται στα τελευταία βιβλία του με δοκίμια-μυθιστορήματα ή μυθιστορήματα-δοκίμια, ενώ στο βιβλίο του Προδομένες διαθήκες[3] κεντρικό θέμα είναι η τέχνη του μυθιστορήματος, η ιστορία του, η συγγένειά του με τη μουσική κ.ά.

Δεν πιστεύω, βέβαια, πως ο Στ. Κωνσταντινίδης έχει δημιουργήσει στην τριλογία του μια συγκροτημένη θεωρία για το μυθιστόρημα· κι ούτε καν το επιδίωξε. Ωστόσο αναζήτησε ― παθιασμένα θα ’λεγα ― την ουσία και τις συνιστώσες αυτού του λογοτεχνικού είδους, γεγονός απολύτως θεμιτό, αφού ο κάθε ποιητής και ο κάθε πεζογράφος και σε κάθε έργο του «νομιμοποιείται» να προβληματίζεται με την ουσία αυτού που κάνει. Δύο υψηλά δείγματα στη νεοελληνική λογοτεχνία: α΄ Ο Διονύσιος Σολωμός καταγράφει, στο περιθώριο του κορυφαίου έργου του Ελεύθεροι πολιορκημένοι, τους περίφημους «στοχασμούς» του, που συνθέτουν ουσιαστικούς προβληματισμούς ― αρχές της ποιητικής του που καθοδηγούν και την ποίησή του. β΄ Ο Στρατής Τσίρκας στο γνωστό Ημερολόγιο της Τριλογίας Ακυβέρνητες πολιτείες προ-διαγράφει τη δική του μυθιστορηματική ποιητική και την απόπειρά του να καταλήξει στον τρόπο επινόησης και γραφής της τριλογίας.[4]

Αυτό που κάνει, εν προκειμένω, ο Στ. Κωνσταντινίδης είναι πως τις αντίστοιχες θεωρητικές αναζητήσεις του τις εντάσσει μέσα στο μυθιστόρημα· και μάλιστα τις αναπτύσσει εν προόδω, μαζί και συνάλληλα με το υπόλοιπο αφηγηματικό και άλλο υλικό του. Έτσι ο συγγραφέας μάς μπάζει μέσα στο ποιητικό εργαστήρι του και μας κάνει κοινωνούς, ταυτόχρονα και των τεκταινομένων στο μυθιστόρημα και των θεωρητικών αρχών ή προβληματισμών που τα καθοδηγούν, στο βαθμό που αυτά τα δύο συλλειτουργούν ή συνάπτονται. Σ’ αυτήν ακριβώς τη συλλειτουργία της γλώσσας του μυθιστορήματος και της μεταγλώσσας (της ποιητικής) του μυθιστορήματος βρίσκεται, πιστεύω, μια καίρια ιδιομορφία της παρούσας τριλογίας και του δημιουργού της, ακόμη και η πρωτοτυπία της, «αν υπάρχει ακόμη πρωτότυπη σκέψη», καθώς και ο ίδιος κάπου διερωτάται. «Ουσιαστικά», μας λέει,  «όλοι ξύνουμε το παλίμψηστο». Από καιρό άλλωστε η θεωρία της λογοτεχνίας έχει απορρίψει την «παρθενογένεση» στην τέχνη του λόγου, θέση που εφάρμοσαν και στην ποίηση τους (με τα πολλά διακείμενα) ο T. S. Eliot και ο Γιώργος Σεφέρης.

                                       

Στο «παλίμψηστο» αυτό του αυτοαναφορικού μυθιστορήματος, όπου η αφήγηση ενσωματώνει αναφορές στη διαδικασία σύνθεσης της ίδιας της μυθοπλαστικής ιστορίας, συμβολή είχαν σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Αντρέ Ζιντ, ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοβ, ή, πρόσφατα, ο Μίλαν Κούντερα.

Οι Κιβδηλοποιοί του Ζιντ (1926) «είναι μια μοντέρνα πρώιμη εκδοχή αυτού του τύπου, και επίσης μια από τις πολυπλοκότερες»,[5] που έχει ως θέμα ένα συγγραφέα που γράφει ένα ημερολόγιο για το μυθιστόρημα που έγραφε παράλληλα τότε. Μάλιστα την ίδια χρονιά εξέδωσε και το μυθιστόρημα και το Ημερολόγιο των Κιβδηλοποιών.[6]

Δείγμα τέτοιας μυθιστορηματικής γραφής συνιστούν και τα τελευταία μυθιστορήματα του Μίλαν Κούντερα, όπου ο μυθιστορηματικός και ο δοκιμιακός (αυτοαναφορικός, βασικά) λόγος συμπλέκονται και διαπλέκονται, ενώ στο μυθιστόρημά του Οι προδομένες διαθήκες, ειδικά, κεντρικό θέμα είναι η τέχνη του μυθιστορήματος, η έννοια και η ουσία του, αλλά και η αφετηρία και η εξέλιξή του,[7] ξεκινώντας από τον Ραμπελαί (Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ) και τους μεγάλους Ευρωπαίους επιγόνους του (Θερβάντες, μυθιστοριογράφοι του 19ου αιώνα). Ο ίδιος στοχαστής θεωρεί πως «υπάρχει μυθιστορηματικός στοχασμός, όπως υπάρχει μυθιστορηματικός διάλογος  και μυθιστορηματική δράση».[8]

Στην κυπριακή λογοτεχνική παράδοση χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτοαναφορικότητας είναι το σημαντικό μυθιστόρημα του Κώστα Μόντη Ο αφέντης Μπατίστας και τ’ άλλα (1980), όπου ο αφηγητής-μυθιστοριογράφος επίμονα αγωνίζεται να κατακτήσει την ενότητα της πολυδιασπασμένης μυθιστορηματικής ύλης.[9]

 

2. Ειδολογικός προσδιορισμός

 

Όλα τα πιο πάνω οδηγούν στο συμπέρασμα πως εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα αυτοαναφορικό (self-reflexive) ή αναστοχαστικό μυθιστόρημα. Ωστόσο αυτό δεν εξαντλεί το θέμα του ειδολογικού προσδιορισμού της τριλογίας. Αφού άλλωστε αυτή η αυτοαναφορικότητα επιπολάζει ειδικά στον τρίτο τόμο της (Μετά τα Εκβάτανα) ενώ στους δύο πρώτους τόμους εμφανίζεται αραιότερα, όπως είδαμε. Εν τέλει αυτός ο χαρακτηρισμός είναι μια μόνο διάσταση, μια επιμέρους ειδική ανάγνωση της τριλογίας, που, μεταξύ άλλων «αναγκάζει» τον αναγνώστη σε μια πιο ενεργητική μορφή ανάγνωσης και τον οδηγεί σε έναν ανοικτό διάλογο με τον συγγραφέα και το έργο. Όμως η πολυπρισματικότητα και η πολυπλοκότητα των τρόπων με τους οποίους ο συγγραφέας θεάται τον κόσμο και, ως εκ τούτου, διαμορφώνει τη γραφή του, μας οδηγούν και σε άλλες σκέψεις. Έτσι, παρακολουθώντας την προβληματική του, σημειώνουμε:

                                                                                  

«Πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα; Ξαναγυρίζω στο ερώτημα, όπως ο εγκληματίας στον τόπο του εγκλήματος! Μπλέκοντας τα είδη; Το Κυπριακό με τη σεξουαλικότητα και την τέχνη; Η πραγματικότητα είναι σύνθετη. Και το μυθιστόρημα δεν μπορεί παρά να εκφράζει αυτή τη συνθετικότητα και την πολυπλοκλότητα. Προπάντων αυτή την πολυπλοκότητα. Και το τοπικό και το παγκόσμιο. Και το φιλοσοφικό και το εφήμερο!»[10]

 

3. Μυθιστόρημα-δοκίμιο;

                                                          

Στην πρώτη περίπτωση, το τριπλό μυθιστόρημα, πέρα από τους προβληματισμούς γύρω από τον εαυτό του, την αυτοαναφορικότητα, βρίθει ποικίλων και πολύ πυκνών προβληματισμών και παρατηρήσεων: φιλοσοφικών, κοινωνιολογικών, ψυχολογικών, φιλολογικών, πολιτικοϊδεολογικών και πολλών άλλων. Όλα τούτα οιονεί παρεμβάλλονται διακόπτοντας τη ροή της αφήγησης, με τη μορφή αποφθεγμάτων και άλλων παραθεμάτων από σημαντικούς ανθρώπους στην παγκόσμια ιστορία του πνεύματος, που επηρέασαν δραστικά την πορεία της ανθρώπινης σκέψης, όπως μερικοί αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, ο Θουκυδίδης και, στους πρόσφατους αιώνες, ο Μαρξ και ο Φρόυντ. Αυτά εκτίθενται με τη μορφή αυτούσιων παραθεμάτων, όχι όμως με την αφοριστική λογική των «τσιτάτων», με τα οποία ο συγγραφέας προμελετημένα και μεθοδικά «καθοδηγεί» τη σκέψη μας προς τις όποιες θεωρητικές ορθοδοξίες, σύμφωνες με τις δικές του απόλυτες αλήθειες. Αντίθετα παρατίθενται προς έναν ουσιαστικότερο προβληματισμό. Έτσι, ο διάλογος που αναπτύσσει ο συγγραφέας με μεγάλους διανοητές που ο ίδιος εκτιμά, μεταφέρεται στον αναγνώστη, εμπλουτίζοντας και οξύνοντας τη δική του σκέψη. Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με μυθιστόρημα-δοκίμιο; Μάλλον νομιμοποιείται και αυτή η εκδοχή.[11]

 

4. Iστορικότητα-αυτοβιογραφία

 

Από την άλλη η διαρκώς παρούσα ιστορικότητα του Νομάδα είναι θεμιτό να μας οδηγήσει και σε άλλες σκέψεις. Μήπως δηλαδή, σ’ ένα παράλληλο επίπεδο, έχουμε είτε ένα «ιστορικό μυθιστόρημα», είτε ένα «αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα». Αφού η ιστορική διάστασή του κινείται σε επίπεδο μικροϊστορίας (ατομικό-προσωπικό) και σε επίπεδο μακροϊστορίας («τοπικό-κυπριακό») και «παγκόσμιο», όπως ο ίδιος αναφέρει. Εξάλλου και το στενά τοπικό, η Πενταλιά, αντιμετωπίζεται από τον συγγραφέα ως «μικρογραφία», καθώς η «μικρή μας πόλη», τα Ιωάννινα, στα γνωστά διηγήματα του Δημήτρη Χατζή,[12] που καταγράφει τις κοινωνικές αλλαγές στην ευρύτερη ελληνική πραγματικότητα.

Στο ατομικό-αυτοβιογραφικό επίπεδο είναι σαφές πως ο συγγραφέας, στις γενικές τουλάχιστο γραμμές-πλαίσιο, παρουσιάζει με τη σωστή χρονική σειρά τη δική του περιπέτεια βίου: Ο πρώτος τόμος (Η έξοδος) καλύπτει με τη σειρά την παιδική ηλικία του στην Πενταλιά, την εφηβική-γυμνασιακή ζωή στο Κτήμα (Πάφου), τα φοιτητικά του χρόνια στην Αθήνα και την πρώτη περίοδο των μεταπτυχιακών του στο Παρίσι. Στο τέλος του πρώτου τόμου αναφέρεται στην «ονειρική έξοδο» του πλοίου «Ματαρόα», που ναύλωσε ο διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα Οκτάβιος Μερλιέ, για να φυγαδεύσει διακόσιους ευέλπιδες νέους (καλλιτέχνες και επιστήμονες) για να συνεχίσουν τις σπουδές τους στη Γαλλία, διασώζοντάς τους έτσι από τους άμεσους κινδύνους του επερχόμενου εμφυλίου. Αυτά τον Δεκέμβρη του 1945.[13] Στο δεύτερο τόμο (Εκβάτανα) ο συγγραφέας καταπιάνεται με την «Παρισινή», κυρίως περιπέτεια της ζωής του (Μεταπτυχιακά, αντιδικτατορική δράση στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στην Κύπρο). Τέλος, στον τρίτο τόμο (Μετά τα Εκβάτανα), αφηγείται τα περιστατικά της καναδικής βιοτικής περιπέτειάς του, που συνεχίζεται ώς το παρόν (ακαδημαϊκή καριέρα στον Καναδά, πολιτικός ακτιβισμός από υπεύθυνες-ηγετικές θέσεις στον χώρο του Πασόκ Καναδά αλλά και της εκεί ελληνικής διασποράς.

Σ’ αυτό το πολύ γενικό αυτοβιογραφικό πλαίσιο εμπεριέχονται πολλές αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες, κυρίως γεγονότα από τις σχέσεις του με τα στενά και άλλα συγγενικά του πρόσωπα (μάνα, πατέρας, αδέλφια, σύζυγος, παιδιά, εγγόνια), με φίλους, συμμαθητές, συμφοιτητές, δασκάλους και συναδέλφους, συντρόφους και συνεργάτες στην πολιτική δράση κ.λπ. Παράλληλα με τα γεγονότα μάς παρέχει και μια πλουσιότατη και ενδιαφέρουσα προσωπογραφία πολλών δεκάδων ανθρώπων και χαρακτήρων που κινούνται μέσα στο μυθιστόρημα. Πρόκειται για πρόσωπα υπαρκτά (αρκετά με το γνωστό ονοματεπώνυμό τους) ή μυθοπλαστικά (μάλλον με πρόσθετα ηθοπλαστικά στοιχεία). Αρκετά από τη δεύτερη ομάδα είναι αναγνωρίσιμα για τους γνωρίζοντες). Έχω την έντονη αίσθηση πως η ιστορικότητα γεγονότων και προσώπων μάλλον υπερτερεί της μυθοπλασίας, έτσι που, ενώ ενισχύεται η πειστικότητά τους, αδυνατίζουν αντίστοιχα τα σημαινόμενα του πρώτου σκέλους της έννοιας του μυθιστορήματος. Παράλληλα με τα λοιπά πρόσωπα και γεγονότα, κρίνει με αυστηρότητα και «επιστημονική αποστασιοποίηση» πολιτικές προσωπικότητες, όπως π.χ. ο Μακάριος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ενώ εξαίρει άλλες, όπως π.χ. τον Βάσο Λυσσαρίδη, για τη συνέπεια ιδεολογίας και πολιτικής πράξης και τη συμβολή του στο παγκόσμιο αντιαποικιακό κίνημα, μη χαριζόμενος, ωστόσο, στις οργανωτικές αδυναμίες του.

Η εκτεταμένη μυθιστορηματική τριλογία του Στ. Κωνσταντινίδη συνιστά, συμπερασματικά, την «Οδύσσεια» του βίου του συγγραφέα-αφηγητή και, παράλληλα, την Οδύσσεια της σκέψης του. Πρόκειται, λοιπόν, για μια «διπλή Οδύσσεια», η οποία, κιόλας, δεν ολοκληρώνεται με το φτάσιμο στην Ιθάκη (=Πενταλιά), που δεν έρχεται ποτέ, ούτε στη μυθοπλασία ούτε στη ζωή. Αφού στο μυθιστόρημα οραματίζεται στο τέλος τα εγγόνια του να επιστρέφουν στην Πενταλιά, σε αναζήτηση των ιχνών και του τάφου του παππού τους και με την έμμεση υπόσχεση να συνεχίσουν το έργο του.

Η τελευταία φράση του κυρίως μυθιστορήματος (αφαιρουμένων των τριών «επιλόγων» και των «ασύμμετρων» σημειώσεων) είναι: «Οδός επιστροφής, στάση του μέλλοντος». Ο αφηγητής-συγγραφέας ομοιάζει, εν ολίγοις, όχι με τον ομηρικό Οδυσσέα, αλλά με τον Καζαντζακικό που, αφού φτάνει (επιτέλους!) στην Ιθάκη του, ξεκινά μια καινούργια Οδύσσεια. Αλλά και η συγγραφική οδύσσειά του έχει συνέχεια: Αφού ο συγγραφέας Στέφανος δεν αρκείται στην Οδύσσεια του Νομάδα αλλά στα τελευταία χρόνια καταπιάνεται μυθιστορηματικά με τον ξεχασμένο μεγάλο Υδραίο κοινωνικό και εθνικό επαναστάτη  του ’21 Αντώνη Οικονόμου, ένα από τα δικά του υψηλά πρότυπα ζωής και αγώνα.

Στο επίπεδο της μακροϊστορίας ο αναγνώστης είναι σε θέση, απομονώνοντας πολλά στοιχεία σ’ όλο το μήκος και το ιστορικό πλάτος της τριλογίας, να παρακολουθεί το κυπριακό πρόβλημα σ’ όλες τις καίριες φάσεις του από το 1950 και ώς σήμερα. Αλλά και η σύγχρονη ελληνική ιστορία διαπερνά το εκτενές αφήγημα (μεταπόλεμος, δικτατορία, «μεταπολίτευση») όχι όμως με ανάλογη συχνότητα και συστηματικότητα. Ακόμη αραιότερα παρουσιάζεται το «καναδικό πρόβλημα» (με το γαλλόφωνο Κεμπέκ), αλλά και άλλα ευρύτερης διάστασης γεγονότα, ως είναι π.χ. ο «γαλλικός Μάης του 1968». Γι’ αυτό το γεγονός ο πεζογράφος είχε την ευτυχή έμπνευση να το παρουσιάσει με την απλή παράθεση-καταγραφή 98 συνθημάτων-γκράφιτις[14] των εξεγερμένων νέων, (παρακάμπτοντας τα γεγονότα), που συμπυκνώνουν αδιάψευστα και με οξύνοια το πνεύμα και τα ιδεολογικά προτάγματα αυτηνής της εξέγερσης.

Για το θέμα της ιστορίας της Κύπρου είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να σημειώσουμε εδώ πως ο πεζογράφος έχει στο ενεργητικό του και επιβλητικό ιστορικό έργο. Αναφέρω εδώ απλώς το τελευταίο ογκώδες ιστορικό σύγγραμμά του Επισκόπηση της νεότερης κυπριακής ιστορίας. Κοινωνικές δομές, Θεσμοί και Ιδεολογία.[15] Το ενδιαφέρον εδώ είναι όχι μόνο το γεγονός ότι ξανατίθεται το μέγα θέμα της σχέσης της ιστορίας με το μυθιστόρημα και γενικά τη λογοτεχνία αλλά, κυρίως, το γεγονός ότι το θέμα ξανατίθεται από το ίδιο πνεύμα και την ίδια γραφίδα, τον ιστορικό και τον μυθιστοριογράφο Στέφανο Κωνσταντινίδη. Εν ολίγοις, εδώ παρουσιάζεται η πολύ σπάνια ευκαιρία να εξετάσει κάποιος πώς εργάζεται και πώς λειτουργεί επί του ιδίου αντικειμένου (μέθοδος, μέσα κ.λπ.) ο ταυτόσημος και ιστορικός και λογοτέχνης. Μένω ώς εδώ, αφήνοντας τη συνέχεια σε έναν πιο φιλόδοξο μελλοντικό ερευνητή, για αναλυτική μελέτη ή/και διατριβή… Πάντως είναι επίσης ενδιαφέρον εδώ να σημειωθεί μια έγκυρη επί του προκειμένου άποψη που και ο ίδιος ο συγγραφέας δείχνει να συμμερίζεται:

«Η μυθοπλασία είναι πιο κοντά στην αλήθεια από την ιστορία», κατά τον Τζόζεφ Κόνραντ, «καθώς βασίζεται στην πραγματικότητα των μορφών και στην παρατήρηση των κοινωνικών φαινομένων, ενώ η ιστορία βασίζεται σε μαρτυρίες, και την ανάγνωση εντύπων και χειρογράφων ― σε μια εντύπωση από δεύτερο χέρι».[16] Την πρωτοκαθεδρία της ποίησης σε σχέση με τη λογοτεχνία πρώτος τη διατυπώνει, ως γνωστόν, ο Αριστοτέλης στην Ποιητική[17] του: «φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας  εστίν· η μέν γάρ ποίησις μάλλον τα καθόλου, η δ’ ιστορία τα καθ’ έκαστον λέγει».

 

5. Επιστημονικός λόγος και ποίηση

 

Στο πρώτο ποιητολογικό σχόλιό του στην τριλογία[18] ο συγγραφέας διερωτάται:

            

Δεν γράφονται έτσι τα μυθιστορήματα, όσες καλές προθέσεις και να έχει κανείς. Παλεύεις τις λέξεις και χάνεις τα συναισθήματα. Παλεύεις τα συναισθήματα και χάνεις τις λέξεις. Πώς τα δένεις αυτά τα δύο;

                                               

Kαι αλλού ο μυθιστοριογράφος διατυπώνει την αντίθεση λέξης και συναισθήματος. Μήπως με την έννοια ότι οι λέξεις είναι δύσκολο να διατυπώσουν-εκλογικεύσουν με ακρίβεια το εκάστοτε συναίσθημα; Κάπου δηλαδή το συναίσθημα χάνεται η θολώνει στην προσπάθεια λεκτικής απεικόνισής του. Αν είναι σωστά όλ’ αυτά, τότε έχουμε εδώ την αντίθεση λογικής-συναισθήματος και σε προέκταση μεταξύ επιστημονικού και λογοτεχνικού λόγου. Μπορούν αυτά τα δύο, όντας αλληλοσυγκρουόμενα, ή/και αλληλοαπωθούμενα να μπουν «εις σάρκα μίαν»; Και, μάλιστα, με ευτυχή ―αισθητικά― κατάληξη; Μπορούν δηλαδή, τελικά, οι φιλοσοφικές και πολλές άλλες, ακόμη και οι λογοτεχνικές θεωρίες να συστήσουν λογοτεχνία; έχοντας ως βάση το λογικό και όχι το συναίσθημα;

Αυτό, υποψιάζομαι, λειτουργεί ως εσωτερικό στοίχημα στον συγγραφέα μας.

Τα πιο πάνω φέρνουν στο μυαλό μας ένα άλλης μορφής και άλλης τάξης δίλημμα· αυτό που αντιμετώπισε ο Στρατής Τσίρκας, όπως το αποκαλύπτει στην εις εαυτόν «Συνομιλία με το Γιάννη»[19] στα περίφημα Ημερολόγια της Τριλογίας.[20]

           

Ό,τι χάνει κανείς σε δροσιά, αίσθηση ζωής, το κερδίζει σε γνώση […] Καταλαβαίνεις, είναι ασυμβίβαστο πράγμα: Για ν’ αποδώσεις τη ζωή σ’ αισθητικές μορφές, πρέπει να διαλέξεις. Δεν μπορείς να οδηγείς τους ανθρώπους και ταυτόχρονα να τους θεωρείς. Η δυνατότητα που σου προσφέρει η πολιτική δράση για ν’ αλλάξεις τη ροή των γεγονότων σ’ εμποδίζει να τα δεις σαν τετελεσμένα (;) και να ερευνήσεις πώς μπλέκονται με την ψυχή του ανθρώπου…»

                               

Eδώ βεβαίως, στον Τσίρκα, τα αλληλοαπωθούμενα είναι ο πολιτικός ακτιβιστής (καθοδηγητής) και ο λογοτέχνης. Και στο βάθος ξεμυτά η πολιτικοϊδεολογικά ή κομματικά στρατευμένη λογοτεχνία που, σ’ αυτή την περίπτωση, κατά κανόνα υποχωρεί σε ποιότητα.

Στο Νομάδα τώρα το δίπολο τίθεται διαφορετικά: Λογική-καρδιά. Έχω λοιπόν την αίσθηση πως, όπου κατοικοεδρεύει το αίσθημα και ο «συγκινημένος λόγος», κυρίως στον προσωπικό-ιδιωτικό χώρο, η ποιητικότητα-λογοτεχνικότητα διαλάμπει. Π.χ. στις σκηνές της αρρώστιας και του θανάτου της αδελφής του, καθώς και στον συγκλονιστικό «Επίλογο 1» της τριλογίας, με τα δύο εγγόνια του να επιστρέφουν στην Πενταλιά εις αναζήτησιν ιχνών του παππού τους, αναστατώνεται ο ψυχισμός μας. Από την άλλη, όπου το «ενδιαίτημα» του συγγραφέα είναι ο επιστημονικός (φιλοσοφικός, κοινωνιολογικός, ιστορικός κ.λπ.) λόγος, η λογοτεχνικότητα αδυνατίζει. Και δεν μπορούσε, μου φαίνεται, να γίνει αλλιώς· πόσο και πώς να ζωντανέψει ο ψυχρός, κατάψυχρος επιστημονικός λόγος, προπάντων όπου ο συγγραφέας παραθέτει αυτούσια χωρία διαφόρων θεωρητικών της παγκόσμιας διανόησης; To θέμα, λοιπόν, μετατίθεται στη συνολική εικόνα. Προσωπικά χάρηκα υπέρμετρα και τις δύο πιο πάνω συνιστώσες της τριλογίας. Νους και καρδιά, επάλληλα και με θαυμαστή συνέπεια, βρίσκονται σε συνεχή εγρήγορση, σε ευφρόσυνη εγρήγορση. Έτσι, η πυκνότατη εναλλαγή των δύο  δημιούργησε θετικές προϋποθέσεις για επιτυχία του «πειράματος». Ιδιαίτερα πάντως ωραίος λόγος είναι εκεί που ο αφηγηματικός ιστός ρέει ομαλά κι ευθύγραμμα, χωρίς δηλαδή την παρεμβολή ξένων παραθεμάτων ή άλλου είδους παρεμβάσεις (φιλολογικές, ιστορικές, φιλοσοφικές, κάποτε και ετυμολογικές).

 

6. Αφήγηση και ποίηση

 

Πέρα απ’ όλα τα πιο πάνω, ένα άλλο δίδυμο συμπλέκεται και διαπλέκεται στην τριλογία και αφορά πια στα λογοτεχνικά γένη. Από τη μια η αφήγηση (μυθιστορηματικός λόγος) και από την άλλη η ποίηση. Η προσπάθεια συμβιβασμού-αρμονικής σύζευξης των δύο παραδοσιακά ασύμβατων στοιχείων είναι κιόλας ηθελημένη, προγραμματική, ως ένα ακόμη εσωτερικό στοίχημα και συνεχής προσπάθεια του συγγραφέα. Έτσι διατείνεται με σιγουριά:

                                                                            

… Στις μέρες μας τα σύνορα ανάμεσα στην ποίηση και το πεζό παραμένουν αφρούρητα και οι διαβάσεις από το ένα είδος στο άλλο εύκολες, αρκεί να γνωρίζει κανείς τα μονοπάτια…[21]

                               

Κι αλλού επιμένει:

                             

«Στο μυθιστόρημα μπορεί να συνυπάρχει με τον πεζό λόγο και η ποιητικότητα. Ένα ποιητικό μυθιστόρημα είναι η ύψιστη μορφή γραφής […] χρειάζεται ο καλός τεχνίτης…».[22]

                               

Εδώ ακριβώς ο πεζογράφος-ποιητής ανάγει το ποιητικό μυθιστόρημα «σε ύψιστη μορφή γραφής», ένα υψηλό λογοτεχνικό όραμα. Και πράγματι. Στην τριλογία είναι σαφείς οι ενδείξεις της προσπάθειάς του για ποιητικοποίηση της πεζογραφίας του. Η ποίηση αυτή αναδύεται έντονα ιδιαίτερα στις ευαίσθητες στιγμές του όπου π.χ. αναπολεί τα παιδικά του χρόνια, τη μορφή της μάνας ―με την οποία διαλέγεται σε β΄ ενικό πρόσωπο― τη ζωή του στην Πενταλιά, και γενικά όταν αναφέρεται στον παιδικό του παράδεισο. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί πως ο ποιητής Κωνσταντινίδης προϋπήρξε του πεζογράφου (με ποιητικές συλλογές το 1989 και το 2008). Έτσι που να παρουσιάζεται πως διακονεί σε δύο ταυτόχρονα ομόθρησκες εκκλησιές, κινούμενος πάνω στην ίδια, την ποιητική, μήτρα. Άλλωστε σε συχνά διαστήματα, και στους τρεις τόμους της τριλογίας, παρεμβάλλονται ποιήματα είτε δικά του είτε άλλων ποιητών που αγάπησε, ενισχύοντας και με αυτό τον τρόπο την ποιητική δυναμική της τριλογίας.

Πέραν όλων αυτών, ο συγγραφέας αξιοποιεί και δύο τεχνικές που δίνουν περαιτέρω ώθηση στην ποιητικότητα του Νομάδα. Πρόκειται για το συχνά επανερχόμενο στοιχείο της επανάληψης και τη χρήση της τεχνικής της «κυκλικής» ανάπτυξης.

 

7. Η «κυκλικότητα» του όλου και των μερών

                                       

H χρήση της κυκλικότητας (γνωστής παλαιόθεν ως «σχήματος κύκλου»), και ως προς το σύνολο της Τριλογίας αλλά και στα τρία επιμέρους μυθιστορήματα, στο καθένα χωριστά, είναι σαφές πως υπήρξε στις τεχνικές προθέσεις του μυθιστοριογράφου. Η Πενταλιά, το χωριό του (κάπου στην ξεχασμένη ορεινή Πάφο) και η μορφή της μάνας να τον περιμένει καρτερικά μια ζωή στο ξωπόρτι, ακόμη και μετά που πέθανε, είναι η δική του Ιθάκη και η δική του πιστή μάνα-Πηνελόπη. Είναι το ξεκίνημα του μακρού ταξιδιού και ο τελικός προορισμός του. Συμπληρωματικά στοιχεία του φυσικού και ανθρώπινου σκηνικού: Οι ανθισμένες αμυγδαλιές, ο ποταμός Ξερός, το μοναστήρι του Σίντη, το δημοτικό σχολείο της Πενταλιάς, ο κυπάρισσος. Μ’ αυτό το μοτίβο ξεκινά τη μακρά αφηγηματική περιπέτειά του (των 1270 σελίδων) και σ’ αυτό καταλήγει. Το ίδιο και στους τρεις μικρότερους αφηγηματικούς «κύκλους» των επιμέρους μυθιστορημάτων. Έτσι η όλη αφήγηση, στο σύνολο και στα μέρη της, δείχνει να κλείνεται στον εαυτό της.

Η ίδια αυτή κυκλικότητα εμφανίζεται και στο αυτο-βιογραφικό ποίημά του («απόπειρα ποιητικής αναφοράς», το ονομάζει) που βρίσκεται στην αρχή της Τριλογίας και, με διαφοροποιήσεις, στο τέλος της. Να μερικοί στίχοι:

                                                                            

Γεννήθηκα το 1941 π.Χ. […]

την ώρα που γεννιούνταν
τα θανατερά μανιτάρια…

                                                                            

Θα πρέπει να προστεθεί εδώ πως η κυκλική δομή στο μυθιστόρημα συναντιέται στους Γάλλους πεζογράφους του «Νέου Μυθιστορήματος», ως είναι π.χ. η Nathalie Sarraute, ο Michel Butor, o Robbe-Grillet κ.ά.[23] Αλλά και ο Ιρλανδός νομπελίστας συγγραφέας Samuel Beckett υπερθέτει μια τέτοια δομή στα μυθιστορήματά του.

Γενικά με τη μέθοδο της κυκλικότητας «περιτυλίγεται» αντί να «ξετυλίγεται» το αφηγηματικό υλικό, όπως εύστοχα σημειώνει κάποιος μελετητής.[24] Βέβαια, αυτή η κυκλικότητα προσθέτει σε ποιητικότητα και, προπάντων, στη στερέωση της δομής.

 

8. Επανάληψη

 

Το ίδιο αυτό μοτίβο, της μάνας και της Πενταλιάς, επανέρχεται συχνά-πυκνά και στα ενδιάμεσα των τριών μυθιστορημάτων, ως ποιητική ή μουσική επωδός-ρεφρέν, όχι σε τακτά διαστήματα κι ούτε πανομοιότυπα αλλά σε διάφορες ―πάντα λυρικές― εκδοχές, εμπλουτισμένες κάθε φορά με νέα λεκτικά και άλλα ηχοχρώματα, αρώματα και εικονικά ποικίλματα.

Πρόκειται εδώ για τις πιο ευτυχείς ποιητικές στιγμές της Τριλογίας. Όσο μάλιστα απομακρύνεται από τον πατρώο χώρο και την αγαπημένη μορφή της μητέρας (κατά σειράν μετακινείται ―νομαδικώ τω τρόπω― σε Αθήνα, Παρίσι, Λονδίνο, Καναδά), άλλο τόσο έντονα λειτουργεί το άλγος του «νόστου», που ξέρει να ωραιοποιεί και να εξιδανικεύει. Από την άλλη, αυτή ακριβώς η συχνή επανάληψη, μαζί και παράλληλα με άλλα ποιητικά στοιχεία, διαθέτει και μια προστιθέμενη αξία: τη μουσικότητα. Έστω και αν εμφανίζεται μέσα στο πέλαγος της αχανούς Τριλογίας, αντί στον οικείο της χώρο· την ποίηση. Αυτή ακριβώς η χρήση της επανάληψης ως μουσικού τεχνήματος και στον αφηγηματικό λόγο, μου θυμίζει την ευρεία αξιοποίησή της από τον μεγάλο πεζογράφο μας Νίκο Νικολαΐδη, που τον κληροδότησε, ως μάθημα ποιητικής, στον μείζονα Στρατή Τσίρκα.[25]

Βέβαια, η επανάληψη ως στοιχείο ποιητικής στον Στέφανο Κωνσταντινίδη, δεν εξαντλείται σ’ αυτό το δείγμα. Παρουσιάζεται σε πολλές άλλες περιπτώσεις, με λιγότερη ωστόσο συχνότητα. Σκέπτομαι πρόχειρα την αραιότερη έστω αναφορά στο «Χάνι του Μπραΐμη» στο εμπορικό κέντρο του Κτήματος, που αναπαλαιώθηκε στα πλαίσια  του «Πάφος 1917». Σε μια μάλιστα από τις τρεις-τέσσερις αναφορές του βρίσκει την ευκαιρία να προβεί σε μια σύντομη κοινωνιολογική μελέτη για τα χάνια στην τουρκοκρατία και τη χρήση τους. Εκτός των άλλων, η επανάληψη αξιοποιείται και για λόγους έμφασης σε κάποια πρόσωπα. Π.χ. μ’ αυτό τον τρόπο τιμά και εξαίρει δασκάλους της σκέψης του, ως είναι ο Δαρβίνος, ο Φρόυντ, ο Μαρξ, ο Θουκυδίδης, ο Ηράκλειτος, κ.ά. Ή, ακόμη, αποτίει φόρο τιμής σε δασκάλους της αρετής (με την ομηρική και καλβική σημασία της), ως είναι οι γενναίες μορφές του Ονήσιλου, του Ρήγα Φεραίου, της Μαντούς Μαυρογένους, του ξεχασμένου κοινωνικού και εθνικού αγωνιστή του 1821 Αντώνη Οικονόμου, του Σίμωνα Μπολιβάρ, του Ροβεσπιέρου, του Αυξεντίου, του Γκεβάρα. Ακόμη επανέρχεται, συχνά-πυκνά, στο εμβληματικό, τελικά, πλοίο «Ματαρόα» και όσα σημαινόμενα αυτό συνεπάγεται και συνδηλώνει.[26]

Τέλος, θα ήταν χρήσιμο ν’ αναφερθούν, μαζί και παράλληλα, ο ρόλος τόσο της κυκλικότητας όσο και της επανάληψης, ως κρίκων που ισχυροποιούν τα μέγιστα την ενότητα της αχανούς αυτής αφήγησης.

             

Μ’ αυτά και πολλά άλλα ο Στέφανος Κωνσταντινίδης βαδίζει το δικό του προσωπικό δρόμο στον κυπριακό αφηγηματικό μοντερνισμό, προσεταιριζόμενος παράλληλα και μεταμοντερνιστικές πρακτικές, όπως π.χ. τη μεταμυθοπλαστική αυτο-αναφορικότητα, την πληθώρα αυτούσιων διακειμενικών παραθεμάτων, τη σύζευξη διαφόρων στοιχείων και λογοτεχνικών ειδών.

Παράλληλα, επεκτείνει και επαυξάνει δημιουργικά τις μοντερνιστικές διαδρομές προηγούμενων πρωτοπόρων πεζογράφων του νησιού (αναφέρω συνοπτικά εδώ τον προδρομικό για τα ελληνικά γράμματα γενικά Νίκο Νικολαΐδη, τον ρηξικέλευθο του εσωτερικού μονολόγου Νίκο Βραχίμη, τον ύστερο Θεόδωρο Μαρσέλλο, τον Κώστα Μόντη του Ο αφέντης Μπατίστας και τ’ άλλα και, από τη «γενιά της ανεξαρτηρίας», τους Ήβη Μελεάγρου (για την πολύ σπουδαία Ανατολική Μεσόγειο[27]), καθώς και τους Λίνα Σολομωνίδου, Πάνο Ιωαννίδη, Χριστάκη Γεωργίου, Ρήνα Κατσελλή και άλλους τινές, κυρίως νεότερους, για τις προσωπικές επιμέρους συμβολές τους στον μοντερνισμό.

 

 



* Το παρόν κείμενο συνιστά μια επεξεργασμένη και ανεπτυγμένη μορφή εισήγησης για τον Νομάδα σ’ εκδήλωση του Ομίλου Λογοτεχνίας και Κριτικής που έγινε στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Στροβόλου στις 16 Οκτώβρη 2019.

[1] Τα «ποιήματα ποιητικής» είναι ιδιαίτερα προσφιλή και διαδεδομένα στην ελληνική νεοτερική ποίηση, αλλά και στη σύγχρονη ποίηση. Στην Κύπρο, τις τελευταίες δεκαετίες, είναι τέτοιας έκτασης η διάδοσή τους ώστε η γνωστή ποιήτρια Μόνα Σαββίδου-Θεοδούλου είχε την υπομονή και την άνεση να εντοπίσει 99 ποιητές Κυπρίους και 631 ποιήματα για την ποίηση και να συνθέσει το ογκώδες βιβλίο της Η ποίηση για την ποίηση, Λευκωσία, Εκδόσεις ΠΕΝ Κύπρου, 2012.

[2] Βλ. Μίλαν Κούντερα, Οι προδομένες διαθήκες (μφρ. Γιάννης Χάρης, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», ³1993, σ. 30.

[3] Les testaments trahis, Gallimard, 1993 (Eλληνική έκδοση βλ. ό.π.).

[4] Το ημερολόγιο... δημοσιεύτηκε το 1973, ενώ τα τρία μέρη της τριλογίας προηγήθηκαν (πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960).

[5] Βλ.  Μ.Η. Αbrams, Λεξικό λογοτεχνικών όρων (μτφ. Γ. Δεληβοριά – Σ. Χατζηιωαννίδου), Αθήνα, Πατάκης, ²2007, σ. 342.

[6] Παράβαλε και την ελληνική περίπτωση του Στρατή Τσίρκα, που είδαμε πιο πάνω.

[7] Ανάλογη τακτική αναπτύσσει και ο Στέφανος Κων-ίδης για την αρχή και την εξέλιξη του μυθιστορήματος, ανάγοντας ωστόσο την αρχή του στο «βουκολικό μυθιστόρημα των αλεξανδρινών χρόνων» (Βλ. Νομάδας Γ΄, κεφ. ΧΧΧΙΙ).

[8] Βλ. ό.π. σημ. 2, σ. 261.

[9] Βλ. Κ. Νικολαΐδης, «Κώστας Μόντης: Η ζωή και το έργο του (Εισαγωγή στον τόμο: Κώστας Μόντης 1914-2004. Ο περιπατητής του ουρανού. Ανακοινώσεις διεθνούς συμποσίου για τον ποιητή, Λευκωσία 17-19 Ιουνίου 2005. Βλ. ακόμη: Λ. Παπαλεοντίου – Γ. Κεχαγιόγλου Ιστορία της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας, Λευκωσία, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2010, σ. 676-77

[10] Βλ. Νομάδας, Γ΄, 317.

[11] Είναι άξιο αναφοράς εδώ πως το μυθιστόρημά του «Προδρομένες διαθήκες», που αναφέραμε πιο πάνω, ο ίδιος ο συγγραφέας του, ο Κούντερα, το ονομάζει «δοκίμιο», όχι «μυθιστόρημα». Αλλά και ο ίδιος ο Κωνσταντινίδης γράφει κάπου (Νομάδας Β΄, σ. 303-304): «Προτιμούσα το δοκιμιακό μυθιστόρημα, αν και το αφηγηματικό δοκίμιο ενσωματονόταν συχνά στη μυθιστορηματική γραφή μου. Αυτό δεν σήμαινε πως το μυθιστόρημα έπαυε να είναι αφήγημα. Δεν υπάρχει μυθιστόρημα χωρίς σύνθεση. Και η σύνθεση οδηγεί στην αφήγηση. Η τέχνη της αφήγησης σφραγίζει και τα δύο. Το ερώτημα που δεν μπορούσα να απαντήσω τελεσίδικα ήταν αν το μυθιστόρημα μπορούσε να είναι ταυτόχρονα και αφηγηματικό δοκίμιο. Γιατί, όχι, αν το ορίσουμε σαν αλχημεία υψίστου σχεδιασμού;». Ο πανεπιστημιακός Πάνος Μουλλάς, άλλωστε, κανοναρχεί επί της ουσίας του προβλήματος: «Ο νεοτερικός λόγος δεν φαίνεται να υπολογίζει τα όρια (μεταξύ ποίησης-πρόζας). Απεναντίας μάλιστα, απεργάζεται φανερά την εξάλειψή τους [...]. Η πρόζα ποιητικοποιείται όπως η ποίηση πεζολογεί...» (Βλ. Π. Μουλλά: «Για μια γραμματική του πεζού λόγου», στον τόμο του ίδιου Κριτικά δοκίμια, Αθήνα, Στιγμές, 1991, σ. 215-236.

[12] Βλ. Νομάδας, Α΄, 376-377.

[13] Το εμβληματικό αυτό ταξίδι-έξοδος του «Ματαρόα» από την καταματωμένη Ελλάδα καταγράφει η Νέλλη Ανδρικοπούλου στο βιβλίο της Το ταξίδι του Ματαρόα, 1945. Στον καθρέφτη της μνήμης, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, ²2008. Στους διασωθέντες του Ματαρόα και εξαιρετικά διακριθέντες ανά το παγκόσμιο, περιλαμβάνονταν οι φιλόσοφοι Κορνήλιος Καστοριάδης, Κώστας Αξελός, η πεζογράφος Μιμίκα Κρανάκη, ο γλύπτης Μέμος Μακρής, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος, ο φιλόλογος Εμμανουήλ Κριαράς κ.ά.π. (Ο μουσικός Ιάνης Ξενάκης πήγε στο Παρίσι λίγο μετά μόνος του).

[14] Βλ. Νομάδα, Β΄, σ. 171-177.

[15] Αθήνα, εκδ. Ταξιδευτής ΚΕΕΚ, 2011.

[16] Βλ. Jeremy Hawthorn, Ξεκλειδώνοντας το κείμενο. Μια εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας, (μτφρ. Μαρίας Αθανασοπούλου), Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 1993, σ. 155-171. Το γεγονός ότι ο συγγραφέας συμμερίζεται την πιο πάνω άποψη υποδεικνύει ότι, τον τελευταίο καιρό, σ’ όλα τα εβδομαδιαία πολιτικά άρθρα του στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος συμπυκνώνει τις ιδιότητές του υπογράφοντας: «Πανεπιστημαικός, συγγραφέας της μυθιστορηματικής τριλογίας ΝΟΜΑΔΑΣ, εκδ. Βακχικού, Αθήνα 2017-2019». Τουτέστιν θεωρεί τον Νομάδα ως το δικό του opus magnum.

[17] Βλ. Αριστοτέλους, Περί ποιητικής, Αθήναι, Ακαδημία Αθηνών, σειρά: «Ελληνική βιβλιοθήκη», αρ. 2, βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1937, εδάφ. 1451b.

[18] Bλ. Νομάδας, Α΄, σ. 57.

[19] Το πραγματικό όνομα του Στρ. Τσίρκα είναι Γιάννης Χατζηανδρέας.

[20] Βλ. Στρατής Τσίρκας, Τα ημερολόγια της τριλογίας «Ακυβέρνητες πολιτείες», Αθήνα, Κέδρος, 1973, σ. 42.

[21] Βλ. Νομάδας, Α΄, σ. 31.

[22] Βλ. Νομάδας, Γ΄, σ. 261.

[23] Βλ. Γιάννης Χριστοδουλάκης, Νέο μυθιστόρημα και νέος ρεαλισμός. Σπουδή στη σύγχρονη Γαλλική λογοτεχνία, Αθήνα 1984, σ. 142-148.

[24] Βλ. ό.π. σ. 145.

[25] Βλέπε σχετικά Κώστας Νικολαΐδης, «Η προπαρασκευή και η αρχιτεκτονική στερεότητα στην πεζογραφία του Νίκου Νικολαΐδη», στον τόμο Νίκος Νικολαΐδης ο Κύπριος, Μία επαναπροσέγγιση του έργου του (επιμ. Λευτέρης Παπαλεοντίου), Αθήνα, Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου, 2007, σ.  231-250. Γράφει συγκεκριμένα ο Τσίρκας: «Η επανάληψη που μου εξηγούσε ο Νίκος Νικολαΐδης [...] είναι μάλλον ένα σινιάλο, ένα μικρό μουσικό μοτίβο. Εξάλλου με μουσική παρομοίαζε ο Νίκος τις επαναλήψεις στα διηγήματά του (τα κλειδιά στην Παρδαλή Γάτα)». Βλ. Τσίρκας σημ. 20, σ. 17

[26] Βλ. ό.π., σημ. 13.

[27] Ας σημειωθεί εδώ πως ο Στέφανος Κωνσταντινίδης υπήρξε από τους πρώτους θετικά υποψιασμένους κριτικούς αυτού του μυθιστορήματος.

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire