Πως ο Σημίτης έδωσε την εκλογική νίκη στον Κυριάκο
Κατά κανόνα, οι αναλύσεις του αποτελέσματος των δύο εκλογών του 2023 εστιάζουν στην καταβαράθρωση του ΣΥΡΙΖΑ και στα αίτια που την προκάλεσαν. Τα αίτια που κέρδισε τις εκλογές η ΝΔ του Μητσοτάκη σημείωσε εντυπωσιακές εκλογικές επιδόσεις ερμηνεύθηκαν ως προϊόν της σύγκρισης με τον ΣΥΡΙΖΑ. Προφανώς, αυτό ισχύει, αλλά δεν είναι η μόνη αιτία. Υπάρχουν, βεβαίως, και οι υμνητές του πρωθυπουργού, οι οποίοι –περισσότερο ή λιγότερο– απέδωσαν τις νίκες του στο πολιτικό μεγαλείο του! Για κατανοητό λόγο δεν θα ασχοληθώ με αυτού του τύπου τα αφηγήματα.
Θα ασχοληθώ, όμως, με την άλλη αιτία (εκτός από τη σύγκριση με τον ΣΥΡΙΖΑ). Αν και η πρώτη αιτία λειτούργησε σαν καταλύτης για τη δεύτερη, αυτή η δεύτερη έχει τη δική της υπαρξιακή βάση. Πρόκειται για ένα ρεύμα μετατόπισης προς τον Μητσοτάκη όχι μόνο γενικά μεσοστρωμάτων, αλλά και ειδικότερα κάθε είδους διανοουμένων, οι περισσότεροι εκ των οποίων, μάλιστα, ήταν γνωστοί για την αριστερή ή κεντροαριστερή ιδεολογική τοποθέτησή τους. Προφανώς, το φαινόμενο έχει καταγραφεί, αλλά ερμηνεύεται μάλλον επιδερμικά με όρους γραμμικής πολιτικής γεωγραφίας, ότι δηλαδή “ο Κυριάκος είναι μοντέρνος φιλελεύθερος κεντρώος” και ως τέτοιος ασκεί ευρύτερη επιρροή από το κόμμα του και ως εξ αυτού συσπειρώνει.
Πολλοί από τους εν λόγω διανοούμενους έχουν επικαλεσθεί την αντίθεσή τους στις πολιτικές πρακτικές και την αισθητική του ΣΥΡΙΖΑ για να δικαιολογήσουν τη στροφή τους, αλλά αυτό στην καλύτερη περίπτωση είναι η μισή αλήθεια. Στην πραγματικότητα, το ρεύμα που τους οδήγησε στην “πόρτα” του Κυριάκου έχει τις ρίζες του στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 πριν ακόμα εμφανισθεί στην πολιτική σκηνή ο υιός Μητσοτάκης, όταν άνθιζε ο σημιτισμός ως ιδεολογικό ρεύμα και μάλιστα εμμέσως πλην σαφώς κατ’ αντιδιαστολή προς το ανδεοπαπανδρεϊκό ρεύμα.
“Διάδοχος” του Σημίτη
Ο Κυριάκος είναι σε μεγάλο βαθμό συνεχιστής εκείνου του ιδεολογικού ρεύματος κι αυτό δεν αποδεικνύεται μόνο από το γεγονός ότι προτιμά να συνεργάζεται με σημιτικούς παρά με ακραιφνείς δεξιούς. Προφανώς, δεν ταυτίζεται με το “αστικό-φιλελέ” δεξιό σοσιαλδημοκρατικό πρόσημο του Σημίτη. Ιδεολογικά εκφράζει μία πιο μεταμοντέρνα νεοφιλελεύθερη εκδοχή, αυτή που ευστόχως αποκαλείται “ακραίο κέντρο”. Αυτό, βεβαίως, δεν τον εμποδίζει στο επίπεδο των πολιτικών πρακτικών να ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα του και μάλιστα σε πιο ακραίες εκδοχές. Στην πραγματικότητα, ο υιός Μητσοτάκης είναι ένα υβρίδιο μεταμοντέρνου ιδεολογικού νεοφιλελευθερισμού και παραδοσιακού πολιτικού κοτζαμπασιδισμού της οικογένειας.
Η αντίφασή του αυτή, που αποτυπώθηκε πολλές φορές στην μέχρι τώρα πρωθυπουργική θητεία του, δεν τον εμπόδισε, όμως, να αγγίξει τις μάλλον επαρχιακές “αστικές” ιδεολογικές χορδές της ελληνικής κοινωνίας που είχε αγγίξει δεκαετίες πριν ο Σημίτης. Στο πρόσωπο του Κυριάκου, λοιπόν, πολλοί βλέπουν τον “διάδοχο” του Σημίτη, έστω κι αν ηγείται του αντίπαλου κόμματος. Άλλωστε, ειδικά το 1996 είχαν στρατευθεί στο πλευρό του πολλοί εκτός ΠΑΣΟΚ, “φιλελέ” δεξιοί, αλλά και άτομα που ψήφιζαν την εκδοχή Κύρκου για τη λεγόμενη ανανεωτική Αριστερά.
Ο προσεκτικός παρατηρητής εύκολα διαπιστώνει ότι πολλοί από όσους είχαν γοητευθεί πριν από δεκαετίες από τον “εκσυγχρονισμό” και το “αστικό-φιλελέ” στυλ του Σημίτη είναι σήμερα γοητευμένοι από το παρεμφερές “αστικό-φιλελέ” στυλ του Κυριάκου. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι και οι δύο έχουν δεδηλωμένο ιδεολογικό εχθρό τους τον “λαϊκισμό”, αν και στην πράξη και ο ένας και ο άλλος ουκ ολίγες φορές κατέφυγαν σ’ αυτόν προφανώς για ψηφοθηρικούς λόγους.
Δικαιωματισμός και νεοφιλελευθερισμός
Η μετατόπιση μίας μεγάλης μερίδας των Ελλήνων διανοουμένων από την Αριστερά και την Κεντροαριστερά προς το μεταμοντέρνο “αστικό-φιλελέ” ρεύμα αρχικά του Σημίτη και τα τελευταία χρόνια του Κυριάκου μπορεί ποσοτικά να μην σημαίνει πολλά, αλλά ποιοτικά διαμορφώνει το γενικότερο ιδεολογικό-πολιτικό κλίμα (τους όρους πολιτικής ηγεμονίας) και ως εκ τούτου έχει βαρύνουσα σημασία και στο εκλογικό επίπεδο.
Δεν είναι τυχαίο ότι παραλλήλως με τη μεταμοντέρνα ροπή στον δικαιωματισμό, επανέρχονται δυναμικά και παραδοσιακές αστικές αξίες, που συνδέονται με το ύφος, τη συμπεριφορά, ακόμα και το ντύσιμο. Η τάση αυτή ουσιαστικά προέκυψε κατ’ αντιδιαστολή προς το κύμα ιδεολογικής-πολιτικής αμφισβήτησης που σάρωσε τη Δύση και την Ελλάδα από το 1968 και τις επόμενες δεκαετίες, αν και με την πάροδο των χρόνων κυριάρχησαν εκφυλιστικές εκδοχές της αρχικής αμφισβήτησης.
Παρεμπιπτόντως, σημειώνω ότι δεν είναι τυχαία η θετική αποδοχή της Αχτσιόγλου από το κυρίαρχο στις ελίτ “αστικό-φιλελέ” ρεύμα. Είναι εντυπωσιακό ότι και μόνο το αστικό προφίλ της “καλής μαθήτριας” που την διακρίνει όχι μόνο τροφοδότησε προσδοκίες για ολοκλήρωση της ήδη προχωρημένης πολιτικής “εξημέρωσης” του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ανέδειξε “εκλεκτικές συγγένειες” αισθητικού χαρακτήρα. Το επίσης εντυπωσιακό είναι πως τα ίδια χαρακτηριστικά έχουν συμβάλει αποφασιστικά στο να κερδίσει –όπως όλα δείχνουν– τη μάχη για την αρχηγία “από τα αποδυτήρια”.
Η πολιτική “αεροπειρατεία” του Κυριάκου
Και είναι ακριβώς αυτό το σημείο που θα μας βοηθήσει να ερμηνεύσουμε τις νίκες του Κυριάκου. Αυτό καθ’ αυτό το μεταμοντέρνο “αστικός-φιλελέ” ρεύμα είναι εκλογικά μειοψηφικό στην ελληνική κοινωνία. Αυτό αποδείχθηκε όταν επιχείρησε να μετρηθεί αυτοδύναμα στις εκλογές, όπως συνέβη με το “Ποτάμι”. Ο σημιτισμός κυριάρχησε, επειδή με την ισχυρή βοήθεια των κατεστημένων συστημικών ΜΜΕ επικράτησε στους κόλπους της κομματικής γραφειοκρατίας του ΠΑΣΟΚ και άρα κληρονόμησε την ευρύτατη λαϊκή βάση, που είχε συγκροτήσει ο ανδρεοπαπανδρεϊσμός.
Το αντίστοιχο συνέβη και στη ΝΔ. Ο Κυριάκος επικράτησε στη μάχη για την ηγεσία της ΝΔ για τρεις λόγους: Πρώτον, επειδή είχε αντίπαλό του έναν πολιτικό χωρίς χάρισμα και μάλλον φθαρμένο. Δεύτερον, επειδή είχε πίσω του τον παραδοσιακό ισχυρότατο πελατειακό μηχανισμό της οικογένειας Μητσοτάκη. Τρίτον, επειδή πρόβαλε το μεταμοντέρνο “αστικοφιλελέ” προφίλ του σαν παράγοντα ανανέωσης. Ας μην ξεχνάμε ότι στους κόλπους της κομματικής γραφειοκρατίας, ο Κυριάκος για διάφορους λόγους υποστηρίχθηκε στη μάχη για τη διαδοχή και από παράγοντες της ΝΔ που κινούνται σε πολύ διαφορετικό ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα, όπως ο Σαμαράς.
Ο Κυριάκος, λοιπόν, κέρδισε και το 2019 και το 2023 όχι μόνο επειδή είχε απέναντί του έναν φθαρμένο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και επειδή έχει κληρονομήσει τη λαϊκή βάση της παραδοσιακής Δεξιάς. Όπως αντιστοίχως και ο Σημίτης, σ’ αυτή την κληρονομιά του μεγάλου κόμματος που έχει παραδοσιακές ρίζες στα λαϊκά στρώματα, πρόσθεσε εκλογικά τη δική του “αστικό-φιλελέ” συνεισφορά για να αποκτήσει ως ΝΔ πλειοψηφικό ρεύμα.
Στην πραγματικότητα, όμως, όπως και στην περίπτωση Σημίτη, έτσι και στην περίπτωση του Κυριάκου, έχουμε ένα είδος πολιτικής “αεροπειρατείας”, με την έννοια ότι η αιρετή ηγεσία πρεσβεύει πράγματα που έρχονται σε αντίφαση με τις αντιλήψεις του κορμού της εκλογικής βάσης του κόμματος. Όπως έχουν δείξει ποιοτικές έρευνες, στη μεγάλη πλειονότητα, οι ψηφοφόροι της ΝΔ ανήκουν στο ρεύμα που μπορούμε να αποκαλέσουμε “λαϊκή συντηρητική Δεξιά”. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν συμμερίζονται τις μεταμοντέρνες “αστικό-φιλελέ” αντιλήψεις του Κυριάκου. Από την άλλη πλευρά, όμως, αφενός για λόγους πολιτικής αδράνειας, αφετέρου λόγω της παρέμβασης των συστημικών ΜΜΕ, δεν αντιδρούν.
Η “λαϊκή Δεξιά”
Συμπερασματικά, λοιπόν, ο Κυριάκος κέρδισε όχι μόνο επειδή είχε απέναντί του τον ιδανικό αντίπαλο, τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κυρίως επειδή στην Ελλάδα η παραδοσιακή “λαϊκή Δεξιά” παραμένει κάτω από την ίδια κομματική στέγη με το μεταμοντέρνο “αστικό-φιλελέ” ρεύμα και άρα η εκλογική επιρροή τους αθροίζεται. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες τα δύο αυτά ρεύματα έχουν διαχωριστεί –αν κι όχι απολύτως– γεγονός που έχει αλλάξει το πολιτικό τοπίο.
Τα κόμματα της “λαϊκής Δεξιάς” που πολλοί αποκαλούν “ακροδεξιά”, στην πραγματικότητα είναι ένα είδος “Νέας Δεξιάς” που αντλεί από τις δεξιές παραδόσεις, αλλά και διακρίνεται για αντισυστημικά χαρακτηριστικά. Στην Ιταλία η Μελόνι και ο Σαλβίνι είναι στην κυβέρνηση, στη Γαλλία η Λεπέν διεκδικεί με αξιώσεις την προεδρία, ενώ και σε άλλες χώρες η “Νέα Δεξιά” κερδίζει έδαφος.
Στην Ελλάδα, η αντίφαση ανάμεσα στα δύο ρεύματα μπορεί να μην έσπασε την ενότητα της ΝΔ, αλλά γέννησε τρία διαφορετικά μεταξύ τους μικρά κόμματα. Κι αν οι “Σπαρτιάτες” είναι στη σκιά του Κασιδιάρη και της νεοναζί παράδοσης της “Χρυσής Αυγής”, τα κόμματα “Νίκη” και “Ελληνική Λύση” –το καθένα με τον τρόπο του– διεκδικούν να εκφράσουν πολιτικά το ρεύμα της “λαϊκής Δεξιάς” που στην κοινωνία είναι πολύ μεγαλύτερο από το μονοψήφιο άθροισμα των εκλογικών ποσοστών τους.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire