Ο θάνατος του Κώστα Σημίτη άνοιξε ξανά τη συζήτηση για τον εκσυγχρονισμό. Οι αγιογράφοι του παρουσίασαν το εκσυγχρονιστικό έργο του ως μοναδικό και προσπάθησαν να το συνδέσουν ακόμη και με το ιστορικό παρελθόν, φτάνοντας ως τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο! Είναι φυσικό ένας πολιτικός που κυβέρνησε ως πρωθυπουργός για οκτώ χρόνια την Ελλάδα να έχει αφήσει το αποτύπωμά του στην περίοδο της Μεταπολίτευσης. Μόνο που το αποτύπωμα αυτό δεν είναι πάντα θετικό, δεν είναι κάτι που άλλαξε θεσμικά τη χώρα. Απόδειξη η χρεοκοπία που ακολούθησε, μόνο μερικά χρόνια μετά που άφησε την εξουσία. Χρεοκοπία που δεν ήταν μόνο οικονομική, αλλά περισσότερο θεσμική και ασφαλώς πολιτισμική. Αν ο Σημίτης είχε θωρακίσει στα οκτώ χρόνια της πρωθυπουργίας του θεσμικά τη χώρα, ενδεχομένως δεν θα έφτανε στα μνημόνια και την επώδυνη εποχή τους. Άλλωστε για μια χρεοκοπία δεν ευθύνεται μόνο αυτός στου οποίου τα χέρια έσκασε, έχει μακροχρόνιες αιτίες.
Στην Ελλάδα ο εκσυγχρονισμός συνδυάστηκε πάντα με την εισαγωγή θεσμών και ιδεών από την Δύση. Όμως για να γίνει η Ελλάδα αληθινά νεοτερική, όπως έγραψε κάποτε ο Έλληνας φιλόσοφος της διασποράς Κώστας Αξελός, «θα πρέπει να υπάρξει ένα κίνημα προερχόμενο από τη δική της ουσία, το οποίο να την σπρώξει όχι προς τον μοντερνισμό αλλά προς την νεοτερικότητα». Τέτοιος δεν υπήρξε ο εκσυγχρονισμός του Σημίτη, ο οποίος ήταν μιας τεχνοκρατικής υφής και εισαγόμενος από την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση. Στην πραγματικότητα ο Σημίτης εισήγαγε τον νεοφιλελευθερισμό στην Ελλάδα με τον μανδύα του εκσυγχρονισμού. Είναι ο νεοφιλελευθερισμός που υιοθέτησε η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, με πρωταγωνιστές τον Τόνι Μπλερ στην Βρετανία και τον Γκέρχαρντ Σρέντερ στην Γερμανία. Για τον Βρετανό πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ του Εργατικού Κόμματος, λέχθηκε άλλωστε πως ήταν μια νέα Μάργκαρετ Θάτσερ με παντελόνια και μάλιστα ο αφορισμός αυτός απόδίδεται στην ίδια την Θάτσερ. Αυτός ο νεοφιλελευθερισμός συνέπεσε και με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, κάτι που διευκόλυνε την επιβολή του.
Με τον μανδύα του εκσυγχρονισμού έγινε η υπόσκαψη του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους στην Ευρώπη και ασφαλώς και του περιορισμένου που υπήρχε στην Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο που σήμερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης με την νεοφιλελεύθερη πολιτική του, παρουσιάζεται ως κληρονόμος του Σημίτη ενώ και η μισή κυβέρνησή του αποτελείται από παλιούς υπουργούς και συνεργάτες του Σημίτη.
Με άλλα λόγια ο σημιτικός εκσυγχρονισμός εξυπηρετούσε την μεταπρατική ελληνική αστική τάξη και τα συμφέροντά της. Αυτό φάνηκε με το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου αλλά και με την διαφθορά της περιόδου Σημίτη, την μεγαλύτερη διαφθορά της περιόδου της Μεταπολίτευσης.
Προβάλλεται το γεγονός ότι ο ίδιος ο Σημίτης δεν έχει τίποτε ο ίδιος σε βάρος του και παραβλέπεται το γεγονός ότι κορυφαίοι υπουργοί του καταδικάστηκαν για διαφθορά ενώ ήταν λίγο πολύ γνωστή η έκταση της την περίοδο της διακυβέρνησής του. Όταν κάποιοι του το ανέφεραν, η απάντηση του Σημίτη ήταν: «όποιος έχει στοιχεία να πάει στον εισαγγελέα». Και ποτέ δεν έκανε αυτοκριτική για το κύμα αυτό διαπλοκής-διαφθοράς.
Το άλλο μεγάλο κεφάλαιο της διακυβέρνησής του είναι φυσικά η εξωτερική πολιτική της χώρας και τα ελληνοτουρκικά. Η ταπείνωση στα Ίμια είναι γνωστή όπως και οι ευχαριστίες που απηύθυνε στους Αμερικανούς που δεν επέτρεψαν την επέκταση της, αλλά σίγουρα ευνόησαν την Τουρκία. Τα Ίμια βέβαια τα ακολούθησε η συμφωνία της Μαδρίτης, τον Ιούλιο του 1997, που για πρώτη φορά αναγνώριζε δικαιώματα στο Αιγαίο στην Τουρκία και ήταν η συμφωνία που γκρίζαρε το Αιγαίο.
Η παράδοση του Κούρδου ηγέτη Αμπντουλάχ Οτζαλάν στην Άγκυρα, ήταν ακόμη μια εθνική ταπείνωση για τη χώρα.
Προβάλλεται φυσικά ως επιτυχία η ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη αλλά και αυτό έγινε χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία και με αλλοιωμένα στατιστικά στοιχεία. Η χωρίς προετοιμασία ένταξη, αύξησε απότομα τις τιμές και δημιούργησε σταδιακά νησίδες φτωχοποίησης σε όλη τη χώρα.
Στον Σημίτη αποδόθηκαν επίσης εύσημα για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Χωρίς να παραγνωρίζεται αυτή η συμβολή του, αποσιωπάται ότι η διαδικασία της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησε από τον Ανδρέα Παπανδρέου με την διάσκεψη Κορυφής των Ευρωπαίων ηγετών στην Κέρκυρα τον Ιούνιο του 1994. Εκεί ο Παπανδρέου ξεκαθάρισε πως δεν θα γινόταν καμιά διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς την συμπερίληψη της Κύπρου. Δεν θα πρέπει να παραβλέπεται επίσης το γεγονός ότι άσκησε τεράστια πίεση στους Κυπρίους για την αποδοχή του σχεδίου Ανάν. Το ευτύχημα ήταν ότι δεν ήταν πια πρωθυπουργός και ο Κώστας Καραμανλής που τον διαδέχτηκε, άφησε τους Κυπρίους να διαχειριστούν μόνοι τους το θέμα και να αποφασίσουν για το μέλλον τους.
Γενικότερα η εξωτερική πολιτική του Σημίτη ήταν τόσο ευρωκεντρική που απέκοψε την Ελλάδα από την Ανατολική Μεσόγειο, την Μέση Ανατολή αλλά και ένα ευρύτερο περίγυρο που είχε αποκτήσει η χώρα με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Έγινε η Ελλάδα του Βερολίνου και των Βρυξελλών.
Στα θετικά του Σημίτη είναι η συμμετοχή του στον αντιδικτατορικό αγώνα και το ότι ως πρωθυπουργός, αντίθετα με πολλούς άλλους, απέφυγε να δημιουργήσει οικογενειακή πολιτική δυναστεία. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να δώσει το δαχτυλίδι της διαδοχής του στον Γιώργο Παπανδρέου επειδή και αυτός τον στήριξε στην κρίσιμη μάχη της διαδοχής του πατέρα του για την επιλογή του στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ και την πρωθυπουργία.
Συμπερασματικά ο Σημίτης, ανεξάρτητα προθέσεων, υπηρέτησε μια ελληνική αστική τάξη που έμεινε καθηλωμένη στον τουρισμό και τις υπηρεσίες, ενώ διαλύθηκαν και οι ελάχιστες ελληνικές βιομηχανίες που υπήρχαν και υποχώρησε ανεπανόρθωτα η ελληνική γεωργία. Ένα παραγωγικό μοντέλο που υποβάθμισε τη χώρα και την οδήγησε στα μνημόνια.
Η εξωτερική πολιτική του υπήρξε μονοδιάστατη. Ευρωπαϊκή και ατλαντική, αφήνοντας την Τουρκία ανενόχλητη στην Ανατολική Μεσόγειο, απογυμνώνοντας την Κύπρο από τους S300 και την αμυντική της θωράκιση.
*Πανεπιστημιακός, συγγραφέας, ποιητής. stephanos.constantinides@gmail.com
Από τις Εκδόσεις «ΒΑΚΧΙΚΟΝ» κυκλοφορεί η ποιητική του συλλογή «μετα-ΛΕΞΗΜΑΤΑ»
και από τις εκδόσεις «ΓΕΡΜΑΝΟΣ» το μυθιστόρημα του, «Εγώ, ο Αλέξης Λάμαρης».