Του Στέφανου Κωνσταντινίδη*
Για μια αποτοξίνωση από την πολιτική, λέω να επανέλθω σήμερα στις παλιές αγάπες, τα βιβλία. Έγραφα παλιότερα κριτική βιβλίου και μάλιστα κάποιες επισημάνσεις μου κάποτε, που τότε πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες, αποδείκτηκαν μετά από χρόνια ότι είχαν αγγίξει ευαίσθητες πλευρές του έργου κάποιων λογοτεχνών. Τέτοιες ήταν κάποιες κριτικές επισημάνσεις μου για παράδειγμα πάνω στο ποιητικό έργο του Κώστα Βασιλείου, όταν πρωτοπαρουσιαζόταν, ή πάνω σε κάποια πεζά της Ήβης Μελεάγρου. Κριτικά μου σημειώματα εκτός από τις εφημερίδες, δημοσιεύτηκαν κατά κύριο λόγο στην «Πνευματική Κύπρο» και τα «Κυπριακά Χρονικά».
Πολλοί υποστηρίζουν πως σήμερα δεν υπάρχει
πια κριτική αλλά ένα είδος μάρκετινγκ, μια μηχανή δημοσιότητας και δημοσίων
σχέσεων. Καθώς υπάρχει μια
εμπορευματοποίηση της λογοτεχνίας είναι
φυσικό το ίδιο φαινόμενο να έχει επηρεάσει και την κριτική. Ταυτόχρονα
δημιουργούνται κυκλώματα συμφερόντων και
ανταλλαγής «υπηρεσιών». Το διαδίκτυο έχει επιδεινώσει την κατάσταση. Παρ΄όλα
αυτά όμως η κριτική υπάρχει και παρά τις όποιες αδυναμίες της, τρέφεται από μια
ισχυρή παράδοση στον ελληνικό χώρο που πάει πίσω στον Παλαμά και τον Άγρα. Αυτό
που ίσως λείπει είναι η θεωρία της λογοτεχνίας που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η ύψιστη κατάληξη του κριτικού λόγου.
Σε κάθε περίπτωση, σε σύντομα κριτικά
σημειώματα, στέκεται κανείς στη μορφή, στην αισθητική καταξίωση, χωρίς την
οποία δεν υπάρχει λογοτεχνικό έργο και στη συνέχεια ανιχνεύει τις ιδέες που το διαπερνούν από τη σκοπιά κάποιων θεωρητικών μεταβλητών.
Σήμερα θα ήθελα να σταθώ στην ποιητική
συλλογή του Μιχαήλ Κ. Παπαδόπουλου «Ανθρω πεινώ», Αθήνα, Εκδόσεις Μανδραγόρας, 2016.
Ο Μιχαήλ Κ.
Παπαδόπουλος αν και παρουσιάστηκε κάπως αργοπορημένα στην ποίηση, η συλλογή
αυτή είναι η τρίτη του στη σειρά, παρουσιάζει ένα έργο με τη δική του δυναμική
και πρωτοτυπία. Όπως και στις δύο προηγούμενες συλλογές του, «ΣωΜΑ το ποίηση» (νήσος, 2012) και την «ανατολή
ηλίου, αναστολή θανάτου» (Μανδραγόρας, 2014), ο ποιητής πειραματίζεται
με τον γλωσσοκεντρικό υπερρεαλισμό.
Απ΄ότι ξέρω είναι ο μόνος Κύπριος ποιητής που γράφει αυτό το είδος της ποίησης.
Αποφθεγματικός, κινείται ανάμεσα στο
φροϋδικό υποσυνείδητο και τα συνασθήματα του και μας δίνει στίχους δυνατούς με
μια μορφή όμως που συλλαμβάνουμε και
απολαμβάνουμε αισθητικά, κυρίως
οπτικά, αφού παίζει με την ανορθογαφία
των λέξεων, τη διάσπαση και την παραμόρφωση τους, όπως όταν γράφει
«η ποίηση μου είναι εγκε φαλλική» ή «τρέχει να κρυφτεί/πίσω από
μια/Χάρου πια». Υπάρχει ένας διάχυτος
ερωτισμός στους στίχους του και
εκφράζεται με τον «εμπειρίκειο» τρόπο.
Πέρα όμως από τον ερωτισμό αναδύονται και άλλα θέματα, όπως
αυτό της μοναξιάς, της ασθένειας, της παιδείας-προέρχεται από το χώρο του
σχολείου άλλωστε με επιστημονικά ενδιαφέροντα και ερευνητική δουλειά σ΄αυτό τον τομέα-και του χορού με πολλαπλές
αναφορές στο ζεϊμπέκικο που φαίνεται να είναι η έκφραση του πόνου, αλλά και
μιας μεταφυσικής αγωνίας. Διακρίνει
ακόμη κανείς στους στίχους του την κοινωνική ευαισθησία και τον κοινωνικό προβληματισμό.
Στην ποίηση του Παπαδόπουλου είναι φανερή η επιρροή του
Εμπειρίκου και εν μέρει του Εγγονόπουλου. Έχοντας διαβάσει και τις τρείς
ποιητικές συλλογές του, έχω την αίσθηση
πως ό,τι είχε να δώσει με αυτά τα
αποφθεγματικά
γλωσσοκεντρικά ποιήματα, το έχει
δώσει. Νομίζω ότι με τρεις ποιητικές
συλλογές να κινούντα στο χώρο του γλωσσικού υπερρεαλισμού, έχει
εξαντλήσει τις δυνατότητες του σε αυτό
το είδος ποιητικής έκφρασης, καταθέτοντας σίγουρα κάτι το ξεχωριστό στην κυπριακή ποίηση. Θα έλεγα,
αφήνοντας τη σφραγίδα του. Ο κίνδυνος όμως που παραμονεύει από εδώ και πέρα
είναι η επανάληψη. Που για ένα που έχει διαβάσει και τις τρεις συλλογές του, αρχίζει
ήδη να φαίνεται. Γι΄αυτό είναι ίσως η ώρα να πειραματιστεί και σε άλλες μορφές
γραφής. Οι στίχοι του, κάθε φορά
που ξεφεύγει από τον γλωσσικό υπερρεαλισμό, δείχνουν να έχει
αυτή τη δυνατότητα.
Υ.Γ. Τον τελευταίο
καιρό γίνεται μια προσπάθεια, ακόμη και με απεσταλμένους από την Αθήνα, να
πειστεί ο μέσος Κύπριος ότι δεν υπάρχει πια οικονομική κρίση στην Κύπρο, ότι η
Κύπρος τα καταφέρνει μια χαρά σε σύγκριση με την Ελλάδα. Καλά γιατί η σύγκριση να μη γίνεται με χώρες
της ΕΕ όπως η Γαλλία, η Γερμανία, οι
σκανδιναβικές χώρες; Γιατί δηλαδή να μη γίνεται σύγκριση προς τα πάνω αλλά
πάντα προς τα κάτω; Ύστερα ρώτησε κανείς για την ανεργία, ρώτησε γι΄αυτούς με
τα 700 ευρώ τον μήνα, ρώτησε για τις χιλιάδες νέους που έχουν μεταναστεύσει,
για όσους σπουδάζουν στο εξωτερικό και δεν θα επιστρέψουν; Ύστερα η κυπριακή
οικονομία, μια μικρή οικονομία ήταν διαχειρίσιμη και δεν έπρεπε ποτέ να είχε
φτάσει στην κρίση και το κούρεμα. Με την πολιτική που ακολουθείται σήμερα,
απλώς ο μέσος Κύπριος επιβιώνει με πολλές δυσκολίες, ενώ αρκετές χιλιάδες, και
ειδικά παιδιά, ζουν κάτω από το όριο
της φτώχειας.
*Πανεπιστημιακός, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά-ΚΕΕΚ
και μέχρι πρόσφατα επιστημονικός συνεργάτης του ΕΔΙΑΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
*
.E-mail stephanos.constantinides@gmail.com
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire