Η Ευρώπη αναγνωρίζει, πλέον, ότι πέρα από φίλους
και συμμάχους, έχει επίσης εχθρούς και ανταγωνιστές. «Επιτέλους δείχνει πως
ενστερνίζεται μια λογική που ο Σαρλ ντε Γκωλ θα θεωρούσε απαραίτητη για την
επιβίωσή της στον 21ο αιώνα»,
Εβδομήντα τέσσερα
χρόνια αφότου τελείωσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και σχεδόν μισό αιώνα μετά τον
θάνατό του, ο στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ είναι και πάλι επίκαιρος. Καταρχάς γιατί
το φιάσκο του Brexit
επιβεβαιώνει τον ηγέτη της αντίστασης των Γάλλων κατά των ναζιστών κατακτητών
και μετέπειτα ιδρυτή της 5ης Δημοκρατίας της Γαλλίας, ο οποίος εναντιωνόταν
στην είσοδο της Γηραιάς Αλβιόνας στην ΕΟΚ, υποστηρίζοντας πως η μοίρα των
Βρετανών είναι διαφορετική από τη μοίρα των υπόλοιπων Ευρωπαίων. Λαμβάνοντας,
συγχρόνως, υπόψη πως ολοένα και περισσότεροι ζητούν από την ΕΕ να εξετάσει
σοβαρά το ενδεχόμενο ανάπτυξης μιας κοινής ευρωπαϊκής άμυνας, να μην ενδώσει
στις προσταγές του Ντόναλντ Τραμπ όσον αφορά το διεθνές εμπόριο, να
αποκαταστήσει τον ρόλο του κράτους στην οικονομία και να σκληρύνει τη στάση της
έναντι των Κινέζων «θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει πως η Ευρώπη γίνεται ξανά
γκωλική σε μια εποχή αμερικανικού εθνικισμού, ρωσικού ρεβιζιονισμού και
κινεζικού επεκτατισμού», υποστηρίζει σε εκτενές κείμενό του στο Project Syndicate, o Ζακί Λαϊντί,
καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο περίφημο Sciences Po, το Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού. Τα τελευταία χρόνια βάση
του διαλόγου για το μέλλον της Ευρώπης αποτελεί, σύμφωνα με τον γάλλο ακαδημαϊκό,
μια εσφαλμένη αντίληψη. Πάρα πολλοί θεωρούν πως η ΕΕ δεν μπορεί να
διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις διεθνείς υποθέσεις, κυρίως γιατί τα κράτη-
μέλη της διαφωνούν σε πάρα πολλά ζητήματα και αδυνατούν, κατ’ επέκταση, να
δράσουν συλλογικά. Και σύμφωνα με αυτήν την λογική, είναι προτιμότερη η
επανεπιβεβαίωση των προνομίων που προσφέρει το Κράτος -Εθνος παρά «η σισύφεια
απόπειρα οικοδόμησης μιας ολοένα στενότερης ένωσης». Ο Λαϊντί, ωστόσο,
χαρακτηρίζει την εν λόγω εξήγηση ανακριβή. Σημειώνει πως η θέση που
καταλαμβάνει η Ευρώπη, σήμερα, στον κόσμο αντικατοπτρίζει ένα ιστορικό γεγονός:
μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και έχοντας ως κύριο στόχο να
τερματιστεί το διαρκές αιματοκύλισμα της ηπείρου, οι πατέρες του ευρωπαϊκού
εγχειρήματος δεσμεύτηκαν πως βάση της μεταπολεμικής Ευρώπης θα πρέπει να
αποτελέσει η απόρριψη των όποιων «πολιτικών της ισχύος» (power politics). Θεώρησαν πως η «Ευρώπη» θα πρέπει να εκφράζει ξεκάθαρα την αποκήρυξη της
πολιτικής όπως την όριζε ο γερμανός φιλόσοφος και πολιτικός στοχαστής Καρλ
Σμιτ, ο οποίος υποστήριζε πως πυρήνας της πολιτικής είναι ο διαχωρισμός μεταξύ
φίλων και εχθρών. Κατά τον Λαϊντί, για να μπορέσει η ΕΕ να ανακτήσει τη θέση
που της αρμόζει στη διεθνή σκηνή θα πρέπει να αντικαταστήσει την εν λόγω
αντίληψη με μια νέα ιδέα περί πολιτικής που θα μπορεί να αντιμετωπίσει τις
κυρίαρχες «πολιτικές ισχύος» που εφαρμόζουν οι υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις. Από
τον γκωλισμό στον γκωλινισμό Από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, το 1957,
και την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) έως και σήμερα, η
κοινή εμπορική πολιτική των κρατών-μελών της ΕΕ αποτελεί το κύριο και πιο
αποτελεσματικό μέσο που διαθέτει η Ευρώπη για άσκηση επιρροής πέραν των συνόρων
της. Σημαντικές, ωστόσο, εξελίξεις στη διεθνή σκηνή κατέστησαν εξαιρετικά
δύσκολη τη διατήρηση του στάτους κβο, με αποτέλεσμα να ωθείται η Ευρώπη προς
μια «γκωλιανική, αλλά όχι γκωλική κατεύθυνση», εξηγεί ο Λαϊντί στο κείμενό του,
τονίζοντας πως η διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών είναι ιδιαίτερα σημαντική: «ο
γκωλισμός (Gaullism), όπως
νοείται παραδοσιακά, βασίζεται στα κυρίαρχα κράτη και δεν αφήνει χώρο για μια
θεσμικά οργανωμένη Ευρώπη . Αντιθέτως ο γκωλιανισμός (Gaullianism) αναφέρεται στην ανάγκη να καταστεί η
Ευρώπη αυτόνομη σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούν οι πολιτικές ισχύος των μεγάλων
δυνάμεων».
Ο στόχος του γκωλιανισμού μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της από
κοινού άσκησης της εθνικής κυριαρχίας των κρατών – μελών της ΕΕ και αυτό
αντιτίθεται πλήρως στις βασικές αρχές του γκωλισμού. Οπότε, το όραμα του
Εμανουέλ Μακρόν για μια κυρίαρχη Ευρώπη μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί
«γκωλιανικό». Η Ανγκελα Μέρκελ αναγνώρισε πως οι «Ευρωπαίοι πρέπει όντως να
πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους» ενώ ο Μακρόν προτείνει την ίδρυση διαφόρων
νέων πανευρωπαϊκών θεσμών (REUTERS/Yves Herman) Σε καμιά περίπτωση ο ντε Γκωλ δεν θα τασσόταν
υπέρ μια κοινής φορολογικής, εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, ούτε θα
υποστήριζε την πρόταση του Μακρόν για τη δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής
υπηρεσίας χορήγησης ασύλου και την ίδρυση διαφόρων νέων πανευρωπαϊκών θεσμών. Ο
ντε Γκωλ θα απέρριπτε σίγουρα επίσης την περαιτέρω ενίσχυση του ενεργού ρόλου
της Κομισιόν, την οποία υποστηρίζει ο Μακρόν, έναντι της μηχανικής επιβολής
αυστηρών κανονισμών που τόσο εκτιμούν οι Γερμανοί. Πηγή: Protagon.gr
Το ζήτημα του ευρωατλαντισμού
Ο Λαϊντί
υπενθυμίζει πως στον πυρήνα της γκωλικής κοσμοθεωρίας αλλά και της
αντιπαράθεσης, κατά το παρελθόν, της Γαλλίας με τους ευρωπαίους εταίρους της
βρίσκεται το ζήτημα των σχέσεων της Ευρώπης με τις ΗΠΑ, ένα θέμα το οποίο
πρέπει πλέον, όπως διαμορφώνεται η νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, να απασχολεί
και τους θιασώτες του «γκωλιανισμού», όπως τον ορίζει ο ο γάλλος πολιτειολόγος
στο κείμενό του. Μετά το τέλος του πολέμου, ο ντε Γκωλ και η Γαλλία
αντιμετώπιζαν τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ ως απαραίτητες, ως αναγκαστικές ενώ
οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες θεωρούσαν πως είναι υπαρξιακές. «Κατά την άποψη
της Γερμανίας, για παράδειγμα, η διατήρηση της Ατλαντικής Συμμαχίας και η
οικοδόμηση μιας ενωμένης Ευρώπης ήταν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος», γεγονός
που εξόργιζε τον ντε Γκωλ. Πηγή: Protagon.gr
Πλέον, όμως, στις
ΗΠΑ κυβερνά ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος δεν σταματάει να δηλώνει αλλά και να
αποδεικνύει στην πράξη πως η δική του Αμερική θεωρεί κάθε άλλο παρά ιερή την
Ατλαντική Συμμαχία, γεγονός που αποτέλεσε «το μεγαλύτερο γεωπολιτικό σοκ για τη
Γερμανία μετά την επανένωσή της πριν από τριάντα χρόνια», υποστηρίζει ο Λαϊντί.
Πηγή: Protagon.gr
Πηγή: Protagon.gr
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire