ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

jeudi 28 décembre 2017

Ιστορία: Η αγωνία του Καραμανλή για ιστορική δικαίωση. Επιστράτευσε Έλληνες και ξένους για να διασώσουν την υστεροφημία τουτου

Ο πρώτος βιογράφος του εθνάρχη

karamanlis-konstantopoulos.jpg

Ο Σάββας Κωνσταντόπουλος με τον αυτοεξόριστο Καραμανλή στο Παρίσι το 1965  
Ο Σάββας Κωνσταντόπουλος με τον αυτοεξόριστο Καραμανλή στο Παρίσι το 1965 | «ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ», 31/7/1966
«Το Εθνος ταλαιπωρείται από στιγμιαίο σφάλμα του λαού»
Σάββας Κωνσταντόπουλος (προς Κων/νο Καραμανλή, 1966)
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπήρξε εκείνος ο Ελληνας πολιτικός που κατεξοχήν φρόντισε για την υστεροφημία του. Οχι με τη συγγραφή κάποιων απομνημονευμάτων, όπως συνηθίζεται στον κλάδο, αλλά με την επιστράτευση μιας πλειάδας Ελλήνων και ξένων βιογράφων, επιφορτισμένων με την κατασκευή ενός εξιδανικευμένου προφίλ.
Το πρώτο σχετικό πόνημα κυκλοφόρησε επί δικτατορίας με συγγραφέα τον Γάλλο ακαδημαϊκό Μορίς Ζενεβουά (1972), για ν’ ακολουθήσουν μεταπολιτευτικά τα βιβλία των Ροζέ Μασίπ (1982), Κρις Γουντχάουζ (1983), Κωνσταντίνου Τσάτσου (1984) και Τάκη Λαμπρία (1989).
Αυτό που παραμένει άγνωστο μέχρι σήμερα είναι ωστόσο η ταυτότητα του πρώτου προσώπου στο οποίο ο εθνάρχης ανέθεσε, ήδη από το 1965, τη συγγραφή μιας ημιεπίσημης βιογραφίας του. Εργο που ολοκληρώθηκε, εμπλουτίστηκε με χειρόγραφες παρατηρήσεις και διορθώσεις του ίδιου, αλλά τελικά δεν είδε το φως της δημοσιότητας για λόγους που μόνο να υποθέσουμε μπορούμε.
Η δε ύπαρξή του αποσιωπήθηκε τόσο κατά την επίσημη έκδοση ενός τμήματος του Αρχείου Καραμανλή όσο κι από τη λοιπή σχετική φιλολογία.
Οι λόγοι της αποσιώπησης είναι μάλλον προφανείς. Πρώτος γαρ βιογράφος του εθνάρχη δεν ήταν άλλος από τον Σάββα Κωνσταντόπουλο (1910-1981), τον εκδότη και διευθυντή της εφημερίδας «Ελεύθερος Κόσμος» που έμεινε στην Ιστορία ως ο κατεξοχήν «θεωρητικός» της χούντας!
Το πρωτότυπο κείμενό του φυλάσσεται στο Αρχείο Καραμανλή σ’ έναν φάκελο (357Α) με τίτλο όχι ακριβώς παραπλανητικό, αλλά που εύκολα προσπερνά ο ερευνητής: «Βιογραφία Κωνσταντόπουλου».

Αποτελείται από 88 δακτυλογραφημένες σελίδες και τιτλοφορείται «Παρένθεσις ή αφετηρία; Η περίπτωσις Κ. Καραμανλή», με την ένδειξη «Αθήναι 1966».
Ο ίδιος φάκελος περιλαμβάνει και τις ιδιόχειρες διορθώσεις του Καραμανλή σε εφτά μεγάλες κίτρινες σελίδες.

Ενας πραγματικός φίλος

Ο Σάββας Κωνσταντόπουλος με τον Κ. Καραμανλή Ο Σάββας Κωνσταντόπουλος με τον Κ. Καραμανλή |
Αφορμή για τη συγγραφή της βιογραφίας έδωσε η έκδοση στη Λωζάννη του βιβλίου «Πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα» του Γάλλου πολιτικού επιστήμονα Ζαν Μεϊνό (Jean Meynaud, 1914-1972).
Πρόκειται για την πρώτη συστηματική ανατομία της μεταπολεμικής ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής από κάποιον καθιερωμένο ξένο πανεπιστημιακό, έργο που διατηρεί ατόφια την αξία του μέχρι σήμερα.
Για τον Καραμανλή αποτέλεσε ωστόσο μια δυσάρεστη έκπληξη, καθώς η ανάλυσή του για την ΕΡΕ και τον ίδιο απείχε πολύ από τα υμνητικά δημοσιεύματα στα οποία επιδιδόταν συνήθως επί πρωθυπουργίας του ο ξένος Τύπος.
Μέσα σ’ ένα διήμερο (15-16/9/1965), ο εθνάρχης έστειλε έτσι τρεις τουλάχιστον επιστολές σε φίλους και συνεργάτες, ζητώντας τη συνδρομή τους στην απόκρουση των «συκοφαντιών».
Δυο απ’ αυτές, προς τους Κ. Τσάτσο και Κ. Παπακωνσταντίνου, φυλάσσονται στο Αρχείο (Φ.36Α, φ.2213-2218)· αποσπάσματά τους έχουν δημοσιευτεί στην επίσημη έκδοσή του (Αθήνα 1997, τ.6ος, σ.200) και στην ημιεπίσημη μονογραφία του Αλέξανδρου Βέλλιου («Η αλληλογραφία της αυτοεξορίας», Αθήνα 1995, σ.95-6). Οχι όμως και η τρίτη, που απευθυνόταν στον Σάββα Κωνσταντόπουλο κι εντοπίστηκε στο προσωπικό του αρχείο (Λεονταρίτης 2003, σ.100-1).
Στα γράμματά του ο Καραμανλής διαπιστώνει πως η πρόσφατη επικαιρότητα του «ελληνικού θέματος» επιδρούσε αρνητικά και στη δική του διεθνή εικόνα, ως ιστορικού ηγέτη της εγχώριας Δεξιάς.
«Εχω τον φόβον», προσθέτει, «ότι θα πλαστογραφηθή η ιστορία μου, δεδομένου ότι ο Ιστορικός του μέλλοντος θα αντλήση το υλικόν του από ό,τι λέγεται και γράφεται από τους συγχρόνους».
Ρητή αναφορά στο έργο του Μεϊνό υπάρχει μόνο στην επιστολή προς Τσάτσο –μαζί με μια πρώτη αίτηση θεραπείας:
«Προσφάτως, πλην των άλλων εξεδόθη ένα βιβλίον το οποίον δυσφημίζει και εμέ και το κόμμα και την Ελλάδα κατά τρόπον απροσχημάτιστον.
Νομίζω ότι θα ηδύνασο να κάνης μίαν ανασκευήν με μίαν επιστολήν σου προς τον συγγραφέαν διά της οποίας να ζητήσης αποκατάστασιν και η οποία να δημοσιευθή ενδεχομένως εις μίαν Ελβετικήν εφημερίδαν.
Να ασχοληθής ιδιαιτέρως με το τμήμα από της 230-270 σελίδος.
Θα μπορούσε επίσης ν’ αναθέσετε σε κάποιον να κάνη υπό μορφήν κριτικής ανασκευήν του όλου έργου»
(φ.2217-2218).
Από τον «αγαπητό Σάββα» ο εθνάρχης απαιτεί όμως κάτι παραπάνω:
«Εσύ με γνωρίζεις καλά, όπως γνωρίζεις και το έργον μου. Επί πλέον έχεις την ικανότητα αλλά και τον τρόπον να συμβάλης εις την αποκατάστασιν της ιστορικής αληθείας.
Είμαι βέβαιος ότι και ως φίλος και ως πνευματικός άνθρωπος θα το πράξης».
Ως διευθυντής της «Απογευματινής», ο παραλήπτης είχε ήδη δώσει σαφή δείγματα γραφής.
Κάποια πρωτοσέλιδα άρθρα του, με τον κοινό τίτλο «Επί της επιστολής ενός απόντος» (4-8/1/1965), όχι μόνο συγκίνησαν -κατά δήλωσή του- τον αυτοεξόριστο πολιτικό, αλλά του υπέβαλαν και τις πρώτες σκέψεις περί βιογραφίας.
«Υπήρξες ο πρώτος που προσπάθησε να δώση, πέρα από το άψυχο έργο μου, τον πολιτικό μου Τύπο», γράφει μ’ ενθουσιασμό στον Κωνσταντόπουλο από το Παρίσι (17/1/1965).
«Τόσα χρόνια πολλοί ωμίλησαν και έγραψαν -αμεθόδητα βέβαια- για το έργο μου, χωρίς κανείς -ούτε οι στενοί μου συνεργάται- να υποβληθή στον κόπο να σκεφθή να δώση εκείνο που αντιπροσώπευα στη δημοσία ζωή της χώρας ως πολιτικός και ως άνθρωπος. Δηλαδή το χαρακτήρα μου και την πολιτική μου νοοτροπία.
Αυτό το δεύτερο είναι, όπως ξεύρεις, εξίσου αν όχι σπουδαιότερο από το έργο.
Γιατί αυτό είναι εκείνο που παραδειγματίζει και τοποθετεί ιστορικώς.
Ελπίζω να βρης καμμιά ευκαιρία να περάσης από το Παρίσι»
(Λεονταρίτης 2003, σ.100).
Πρωτοσέλιδες «αποκαλύψεις» της εφημερίδας που διηύθυνε ο Σάββας την εποχή που ο Καραμανλής τον επέλεγε ως βιογράφο του Πρωτοσέλιδες «αποκαλύψεις» της εφημερίδας που διηύθυνε ο Σάββας την εποχή που ο Καραμανλής τον επέλεγε ως βιογράφο του |
Σε μερικούς μήνες το δακτυλόγραφο βρισκόταν στα χέρια του Καραμανλή, που το επιμελήθηκε εκτενώς, δίχως τελικά να φτάσει στο τυπογραφείο.
Τα αίτια αυτής της εξέλιξης αγνοούνται, οι σχέσεις όμως των δύο αντρών παρέμειναν εξαιρετικά θερμές.
Τον Ιούλιο του 1966 ο Καραμανλής χαιρέτισε μ’ επιστολή του την έκδοση του «Ελεύθερου Κόσμου», υμνώντας ταυτόχρονα το πρόσφατο βιβλίο του Κωνσταντόπουλου «Ο φόβος της δικτατορίας».
Εργο που μοναδικό «κίνδυνο για το Εθνος και τη Δημοκρατία» θεωρεί τη «δημαγωγία» και τη «σύμπραξη» των Παπανδρέου με την ΕΔΑ, υπενθυμίζει πως υπάρχουν «ωφέλιμες δικτατορίες» όπως εκείνη του Μεταξά και προπαγανδίζει έντεχνα την ιδέα μιας «προληπτικής δικτατορίας» (σ.26), με το σκεπτικό ότι «πολλές φορές η ανάπτυξι αντιδημοκρατικών αισθημάτων και ολοκληρωτικού φανατισμού στις μεγάλες μάζες, ίσως δε και στην πλειοψηφία του λαού, καθιστά τη δικτατορία το μόνο μέσο, προσωρινής χρήσης, για να αποφευχθή η οριστική και μόνιμη κατάλυση της Δημοκρατίας» (σ.31-2).
Η αλληλογραφία Καραμανλή-Κωνσταντόπουλου συνεχίστηκε επί δικτατορίας, λιγοστά όμως δείγματά της από εκείνη την εποχή έχουν δει το φως της δημοσιότητας (Αρχείο Καραμανλή 1997, τ.7ος, σ.49-50 & 203-5· Λεονταρίτης 2003, σ.116-9).
Τον Ιούλιο του 1968 ο Σάββας, θεωρητικός πλέον της χούντας, επισκέφτηκε μάλιστα τον εξόριστο Καραμανλή στο Παρίσι (Λεονταρίτης 2003, σ.121-2).
Τον επόμενο δε μήνα θα τον «υπερασπιστεί» δημόσια ως προπομπό της δικτατορίας, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά τη σύσταση του παρακρατικού επιτελείου μετά τις εκλογές του 1958 και τη συμμετοχή σ’ αυτό του Παπαδόπουλου («Ελεύθερος Κόσμος, 11/8/1968).
Παρά το πρωτοφανές αυτό ξεφώνημα, ο Καραμανλής εξακολούθησε να τον θεωρεί δυνητικό συνεργάτη του όπως προκύπτει από τις οδηγίες για τη διακίνηση της πολιτικής δήλωσής του τον Οκτώβριο του 1969· διαψεύστηκε όμως εν τέλει πανηγυρικά (Αρχείο, όπ.π., σ.117 & 268).
Εστω κι αδημοσίευτο, το περιεχόμενο αυτής της πρώτης βιογραφίας σε συνδυασμό με τις ιδιόχειρες παρεμβάσεις του ίδιου του βιογραφούμενου δεν παύει ν’ αποτελεί πρώτης τάξεως πηγή για την εικόνα που ο επίδοξος εθνάρχης είχε (ή κατασκεύαζε) για τον εαυτό του. Τι ακριβώς σήμαινε, δηλαδή, «καραμανλισμός» τις παραμονές της δικτατορίας.
↳ Η αδημοσίευτη πρώτη βιογραφία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με τις χειρόγραφες επεμβάσεις και προσθήκες του εθνάρχη. Την ίδια εποχή ο συγγραφέας της ζύμωνε δημόσια την ιδέα μιας «προληπτικής», «ωφέλιμης» δικτατορίας (ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ)

Λαοπρόβλητος νέος

Η βιογραφία ξεκινά με την ανάρρηση του βιογραφούμενου στην πρωθυπουργία, παρέχοντας ελάχιστες μόνο πληροφορίες για το παρελθόν του:
«Εις την κυβέρνησιν Παπάγου μετείχεν ως υπουργός των Δημοσίων Εργων ο κ. Κ. Καραμανλής.
Την πολιτικήν του σταδιοδρομίαν ήρχισε το 1935 οπότε και εξελέγη βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος εις την περιφέρειαν Σερρών.
Κατά την διάρκειαν της δικτατορίας Μεταξά και Κατοχής δεν ανεμίχθη εις τα δημόσια πράγματα»
(σ.7).
Ο Καραμανλής προσθέτει ωστόσο μια ενδιαφέρουσα διευκρίνιση: «Δεν ανεμίχθη εις τα Δημόσια πράγματα καίτοι του προσεφέρθησαν εις αμφοτέρας τας περιστάσεις δημόσια αξιώματα».
Ο συγγραφέας προσπαθεί να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από τον βασιλικό διορισμό του Καραμανλή ως πρωθυπουργού, επινοώντας ολόκληρο «λαϊκό ρεύμα» υπέρ του:
«Ως υπουργός των Δημοσίων Εργων εις την κυβέρνησιν Παπάγου, ο Καραμανλής προσήλκυσε ταχύτατα την προσοχήν της κοινής γνώμης. Εως τότε είχε την φήμην ακεραίου και ικανού πολιτικού.
Ηδη, όμως, ο λαός ήρχισε να το συζητή ως τον πρωταγωνιστήν του μέλλοντος.
Αι ενδοκομματικαί διενέξεις και αι μηχανορραφίαι, συνεπεία προπαντός της ασθενείας του Α. Παπάγου τον άφησαν σχεδόν αδιάφορον.
Δεν ανεμίχθη εις αυτάς, αλλ’ έμεινεν αφοσιωμένος εις την σκληράν δημιουργικήν προσπάθειαν του υπουργείου του.
[Προσθήκη Καραμανλή: «Η προβολή του ήτο γεγονός και εις τα παρασκήνια εξυφαίνετο η αντίδρασις δια της διαβολής»].
Η Ελλάς έβλεπε διά πρώτην φοράν μεγάλα έργα.
Ο σκληρός μόχθος και το πρακτικόν πνεύμα του Κ. Καραμανλή ήρχισαν να συζητούνται εις πανελλήνιον κλίμακα και να πείθουν μεγάλην μερίδα του λαού ότι είχεν ήδη δημιουργηθή ο πολιτικός ηγέτης της αύριον.
Εις τας 4 Οκτωβρίου 1955 ο στρατάρχης Παπάγος υπέκυψε εις το μοιραίον. Ο θάνατός του άφηνε μέγα κενόν [...].
Ο Βασιλεύς τότε, ορθώς διαγνώσας προς ποίον υπάρχει η λαϊκή ροπή, ανέθεσε την 6ην Οκτωβρίου 1955 εις τον Κ. Καραμανλήν να σχηματίση κυβέρνησιν.
Μία νέα περίοδος ήρχιζεν διά την πολιτικήν ζωήν της Ελλάδος»
(σ.7-8).

Ανάπτυξη ίσον αντιεξέγερση

Μάιος 1957. Ο Καραμανλής επιθεωρεί τα άρτι αφιχθέντα τανκς της αμερικανικής βοήθειας Μάιος 1957. Ο Καραμανλής επιθεωρεί τα άρτι αφιχθέντα τανκς της αμερικανικής βοήθειας | ASSOCIATED PRESS
Πιο ενδιαφέρουσα από αυτές τις φαιδρότητες αποδεικνύεται η σκιαγράφηση των αναπτυξιακών οραμάτων του αρχηγού της ΕΡΕ ως αντεπαναστικού, πρωτίστως, εγχειρήματος:
«Ο Καραμανλής έφερε εις την πολιτικήν ζωήν της Ελλάδος τον άνεμον της εποχής. Εθεώρησεν ως πρωταρχικόν πρόβλημα τον τεχνικόν εκσυγχρονισμόν και την οικονομικήν ανάπτυξιν.
Εκρινεν ότι πολλοί λόγοι επέβαλον να δοθή η προτεραιότης εις αυτούς τους δύο σκοπούς.
Ο κομμουνιστικός κίνδυνος ενεφανίζετο εις την Ελλάδα υπό διπλήν μορφήν: Αφ’ ενός μεν ως εσωτερική απειλή κατά των ελευθεριών, του βιοτικού επιπέδου και των παραδόσεων του ελληνικού λαού και αφ’ ετέρου ως εξωτερική πίεσις διά την απόσπασιν ελληνικών εδαφών από γειτονικά κράτη.
Η αναζήτησις του πλέον αποτελεσματικού μέσου εξουδετερώσεως του διδύμου κομμουνιστικού κινδύνου απησχόλησεν επί πολύ την σκέψιν του Κ. Καραμανλή.
Ετοποθέτησε το πρόβλημα επί της ορθής βάσεως. [...] Εκρινεν ότι μετά την λήξιν του συμμοριτοπολέμου, τουλάχιστον επί μερικά έτη, το κομμουνιστικόν κόμμα δεν θα ήτο εις θέσιν να αποδυθή εις νέον ένοπλον αγώνα.
Και κατέληξεν εις το συμπέρασμα ότι η Ελλάς έπρεπε να επωφεληθή αυτής της ανακωχής διά να πλήξη το κακόν εις την ρίζαν του.
Επίστευεν ότι η οικονομική καθυστέρησις της χώρας επέτρεπεν εις το κομμουνιστικόν κόμμα να αναπτύσσεται. [...]
Εάν η Ελλάς εισήρχετο εις την οδόν της ταχείας οικονομικής αναπτύξεως, θα εμειώνετο η βαρύτης του κομμουνιστικού κινδύνου τόσον ως εσωτερικής απειλής όσον και ως εξωτερικής πιέσεως»
(σ.8-9).
Εξίσου αποκαλυπτική είναι ωστόσο η μεταχείριση που ο εθνάρχης επιφύλαξε στο δεύτερο σκέλος της ανάλυσης του Κωνσταντόπουλου για την ανάπτυξη ως μοχλό διασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας.
Το αρχικό -λακωνικό- χωρίο είχε ως εξής:
«Εκτός τούτου μόνον με την οικονομικήν ανάπτυξιν θα εμειώνετο η εξάρτησις της Ελλάδος από άλλα ξένα Κράτη και θα περιωρίζετο η επιρροή ξένων κυβερνήσεων εις την εσωτερικήν της ζωήν. Η οικονομική ισχυροποίησις της Ελλάδος θα της παρείχεν ηυξημένας δυνατότητας εις την ανεξάρτητον άσκησιν της εξωτερικής πολιτικής της και εις την επιδίωξιν της ικανοποιήσεως των εθνικών δικαίων της» (σ.10).
Ο Καραμανλής το αντικατέστησε με μια δική του διατύπωση, σαφώς ευμενέστερη προς τον ξένο δάκτυλο:
«Διά της οικονομικής αναπτύξεως ο Καραμανλής δεν επεδίωκε μόνον την υλικήν πρόοδον του Εθνους αλλά και την βαθυτέραν αναμόρφωσιν της ζωής αυτού.
Επίστευε ότι πολλαί βασικαί αδυναμίαι της φυλής μας ωφείλονται εις την μακραίωνα πεννίαν της, και ότι διά της βελτιώσεως του βιοτικού επιπέδου του λαού μας όχι μόνον θα εθεραπεύοντο τα ελαττώματά του αλλά θα καθίστατο δυνατή και η ανάδειξις των αρετών του.
Επίστευεν επίσης ότι η οικονομική ανάπτυξις ήτο απαραίτητη διά την Εθνικήν μας ανεξαρτησίαν, διότι όπως έλεγεν “η Εθνική αξιοπρέπεια και η Ελληνική πολιτική δεν συμβιβάζεται με τον δίσκον της επαιτείας”.
Αυτή ήτο η διηνεκής φιλοσοφία η οποία διήπε την προσπάθειαν του Καραμανλή εις όλας τας εκδηλώσεις»
.

Ο Ηρακλής και οι διεφθαρμένοι

Σε αντίθεση με τον ιδανικό ηγέτη, πολιτικοί και λαός σκιαγραφούνται με τα μελανότερα χρώματα:
«Το εγχείρημα της οικονομικής αναπτύξεως κάθε άλλο παρά εύκολον ήτο. [...] Η τάσις των συναλλασσομένων με το Κράτος να το κλέπτουν ή να διαφθείρουν τους υπαλλήλους του ήτο πολύ διαδεδομένη.
Η φοροδιαφυγή και φοροκλοπή απετέλουν οιωνεί εθνικήν συνήθειαν. Ο σεβασμός του νόμου εθεωρείτο έλλειψις ευφυΐας.
Ο πειρασμός της παρανομίας ευδοκιμούσεν εις όλα τα στρώματα του πληθυσμού.
Και ο λαός δεν αντέχει εις μακράν πειθαρχημένην προσπάθειαν. Υπό τους όρους αυτούς η οικονομική ανάπτυξις ενεφανίζετο ως Ηράκλειος άθλος.
Υπήρχεν ακόμη και ένα άλλο εμπόδιον, το οποίον με την πάροδον του χρόνου απεδείχθη αποφασιστικόν: Ο παλαιός πολιτικός κόσμος δεν ήτο μόνον καθυστερημένος έναντι των νέων αναγκών και του νέου πνεύματος.
Δεν τον εχαρακτήριζε μόνον η άγνοια του πραγματικού προβλήματος της μεταπολεμικής Ελλάδος.
Ητο εν πολλοίς ανίκανοι και διεφθαρμένοι. [...] Αν και ξεπερασμένοι από τα πράγματα, δεν ήσαν όμως ακίνδυνοι.
Το επίπεδον πολιτικής διαπαιδαγωγήσεως του Ελληνος πολίτου εξακολουθεί να είναι χαμηλόν και όπως απεδείχθη δεν εχρειάζετο παρά η συρροή ωρισμένων περιστάσεων, διά να παρασυρθή ο λαός και να στραφή εναντίον των ιδίων αυτού συμφερόντων»
(σ.10-11).
Μεταξύ των «προσόντων» του Καραμανλή, που «του έδιδαν υπεροχήν έναντι των άλλων πολιτικών» (σ.11), ο βιογράφος συγκαταλέγει ακόμη και την απουσία φιλικών δεσμών.
Με μια μικρή ταχυδακτυλουργία, η εγωπάθεια και η αντικοινωνικότητα μετατρέπονται σε αυτοθυσία χάριν του κοινωνικού συνόλου:
«Διά να δυνηθή να αντιδράση εις τας επιρροάς των συμφερόντων και προσώπων έκλεισε την ψυχήν του εις κάθε αίσθημα.
Ετρεφε αγάπην προς το σύνολον και ετήρει στάσιν επιφυλάξεως έναντι των ατόμων.
Κατά την διάρκειαν συνομιλίας μας εις το Παρίσι μου έλεγεν:
− Διλα να είμαι άτεγκτος προς τους άλλους, έπρεπε να αρχίσω από τον εαυτόν μου. Δεν άφησα ποτέ να αναπτυχθή μέσα μου φιλία ή αδυναμία προς πρόσωπον. Εβλεπα πάντοτε το σύνολον.
Και όλα μου τα αισθήματα κατηυθύνοντο προς το ανώνυμον πλήθος. Και τώρα, ευρισκόμενος μακράν των δημοσίων υποθέσεων και έξω της πολιτικής, διαπιστώνω ότι δεν έχω φίλους. Δεν εννοώ πολιτικούς, αλλά προσωπικούς.
Το κενόν αυτό με λυπεί. Παρηγορούμαι όμως με την ιδέαν ότι υπήρξε τούτο μία από τας αφανείς, αλλά όχι ολίγον σκληράς θυσίας μου προς την πατρίδα»
(σ.12).
Χαριτωμένοι είναι επίσης οι προβληματισμοί «διά τον ρόλον της προσωπικότητος εις την ιστορίαν», σε σχέση πάντα με τον βιογραφούμενο:
«Η πραγματικότης, όπως την ζώμεν καθημερινώς, αποδεικνύει ότι τα συνθέτοντα μίαν δεδομένην προσωπικότητα στοιχεία (οξυδέρκεια, φαντασία, δύναμις θελήσεως, αισθητήριον) αποτελούν τον πρωταρχικόν παράγοντα εις την δημιουργίαν των πολιτικών και κοινωνικών πραγματικοτήτων.
Τον κανόνα αυτόν επιβεβαιώνει και η περίπτωσις του Καραμανλή.
Είναι έξω από τας προθέσεις μας να τον δεχθώμεν ως υπεράνθρωπον, ως Μεσσίαν ή ως έχοντα υπερφυσικάς ιδιότητας. Δεν ανήκομεν εις αυτήν την σχολήν. [...]
Ο Καραμανλής απέδειξε κατά την άσκησιν της εξουσίας ότι ανήκει εις την κατηγορίαν των ικανών πολιτικών ανδρών.
Τίποτε περισσότερον και τίποτε ολιγώτερον τούτου»
(σ.19).
Μεσσίας, ως γνωστόν, ο εθνάρχης ανακηρύχθηκε πολύ αργότερα. Η ιδέα όμως προϋπήρχε.

Συνοδοιπόροι, δημαγωγοί, συκοφάντες

Η πρώτη βιογραφία του Καραμανλή δεν περιορίστηκε φυσικά στα λιβανωτά.
Οπως επιδίωκε και ο ίδιος, το μεγαλύτερο μέρος της αναλώνεται στην προσπάθεια υπεράσπισης των πεπραγμένων του απέναντι στις κατηγορίες γι’ αντιδημοκρατικές πρακτικές και διαφθορά.
Κι όπως συμβαίνει συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ως καλύτερη μέθοδος άμυνας επιλέγεται η επίθεση.
«Η άνοδος του Καραμανλή εις την πρωθυπουργίαν», διαβάζουμε, «άλλαξεν αμέσως την ατμόσφαιραν. Ο λαός είδε με ικανοποίησιν τον νέον πολιτικόν αρχηγόν. [...] Οι άλλοι πολιτικοί ηγέται κατελήφθησαν από πανικόν. Αντελήφθησαν ότι υπήρχε διαφορά επιπέδου μεταξύ Καραμανλή και αυτών. Τους εχώριζεν απόστασις, την οποίαν έβλεπον ότι ήτο αδύνατον να καλύψουν. Ο νέος πολιτικός ηγέτης ήτο συγχρονισμένος, ενώ οι άλλοι ήσαν απηρχαιωμένοι. Ο Καραμανλής ήτο πρακτικός, δραστήριος, δημιουργικός, ενώ εκείνοι ήσαν φρασεοκόποι και περιωρισμένης ικανότητος. Ο Καραμανλής ήτο αδιάφθορος, ενώ εκείνοι είχον γεράσει εν αμαρτίαις. [...] Ολα τα αθέμιτα μέσα εχρησιμοποιήθησαν εναντίον του. Οι αντίπαλοι του Καραμανλή τρεις μεθόδους κυρίως έθεσαν εις εφαρμογήν: την συνεργασίαν με τους κομμουνιστάς, την δημαγωγίαν και την συκοφαντίαν» (σ. 21).
Η νύξη περί «φρασεοκόπων» παραπέμπει φυσικά στην πασίγνωστη ευφράδεια του Γεωργίου Παπανδρέου.
Οι επόμενες δε 55 σελίδες είναι αφιερωμένες στην «τεκμηρίωση» αυτών των αντεστραμμένων κατηγοριών, με ισάριθμα σχετικά κεφάλαια.

Ο παρεξηγημένος δημοκράτης...

Ελεύθερος Κόσμος, 11/8/1968. Ακόμη και το ξεφώνημα από τον Σάββα της σύστασης του καραμανλικού παρακρατικού επιτελείου το 1958 πήρε τη μορφή «συνηγορίας» υπέρ του τέως πρωθυπουργού Ελεύθερος Κόσμος, 11/8/1968. Ακόμη και το ξεφώνημα από τον Σάββα της σύστασης του καραμανλικού παρακρατικού επιτελείου το 1958 πήρε τη μορφή «συνηγορίας» υπέρ του τέως πρωθυπουργού |
Το πρώτο κεφάλαιο (σ.22-37) τιτλοφορείται «Η συνεργασία με τους Κομμουνιστάς» και καλύπτει όλα τα φλερτ του κεντρώου χώρου με τον εσωτερικό εχθρό, από το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα του 1936 μέχρι την πολιτική συμφιλίωσης της ΕΠΕΚ το 1950-52 και το «λαϊκό μέτωπο» των εκλογών του 1956.
Για την τελευταία ιδίως περίπτωση ο Παπανδρέου κατηγορείται ανοιχτά ότι με δική του «πρωτοβουλίαν και επιμονήν τα λεγόμενα κόμματα του Κέντρου έσπασαν τον κλοιόν της απομονώσεως των κομμουνιστών», συμπορευόμενοι με την ΕΔΑ, οπότε «το σύνορον που εχώριζε τους δύο κόσμους κατηργήθη» (σ.26).
Κατά τα άλλα, ο βιογράφος διαβεβαιώνει πως «έναντι της Ακρας Αριστεράς, ο Καραμανλής ηκολούθησε πολιτικήν επιεικούς μεταχειρίσεως» (σ.14).
Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η συγκαλυμμένη δικαιολόγηση της παρακρατικής κινητοποίησης του 1958 και της βίας και νοθείας των εκλογών του 1961.
Πίσω από μια προσχηματική διάψευση, ο συγγραφέας δικαιολογεί εμφανώς τους χειρισμούς κυβέρνησης και βαθέος κράτους, σάρκα εκ σαρκός του οποίου (και μέλος του καραμανλικού παρακρατικού επιτελείου) ήταν άλλωστε και ο ίδιος:
«Το αποτέλεσμα των εκλογών του 1958 έκαμε βαθείαν εντύπωσιν εις τον Καραμανλήν. Η αύξησις της δυνάμεως της ΕΔΑ τον απησχόλησεν ζωηρώς.
Ενώπιόν του ετέθη το πρόβλημα πώς θα μειωθή η επιρροή των κομμάτων της Ακρας Αριστεράς προς όφελος των κομμάτων του Κέντρου.
Ο Γ. Παπανδρέου και ο Σ. Βενιζέλος είχαν ηττηθεί από την ΕΔΑ εξ ιδίου σφάλματος.
Επλήρωναν το Λαϊκόν Μέτωπον του 1956. Τώρα, έπρεπε να βοηθηθούν.
Εγιναν ειδικαί συσκέψεις. Και συνεζητήθησαν διάφορα μέτρα.
Η ανάπτυξις της κομμουνιστικής επιρροής δεν ήτο θέμα περιωρισμένου πολιτικού ενδιαφέροντος. Είχε εθνικόν χαρακτήρα. Ανέκαθεν το Κράτος εφρόντιζε να αντιμετωπίζη την κομμουνιστικήν δραστηριότητα. [...]
Η ανωτάτη ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων εμελέτησε την συστηματοποίησιν των μέτρων αμύνης κατά του κομμουνισμού, η οποία απέβλεπεν εις την αντιμετώπισιν του εσωτερικού εχθρού και εις την ενίσχυσιν των κομμάτων του Κέντρου.
Τότε ακριβώς κατηρτίσθη και το διαβόητον “σχέδιον Περικλής”.
Ητο κωδικοποίησις των μέχρι τούδε ισχυόντων μέτρων κατά του κομμουνισμού, εις τα οποία προσετίθεντο και άλλα, κατόπιν της διαπιστωθείσης με το εκλογικόν αποτέλεσμα του 1958 ισχυροποιήσεως της Ακρας Αριστεράς.
Εις το “σχέδιον Περικλής” δεν εδόθη συνέχεια. Δεν έλαβε τούτο σάρκαν και οστά.
Δεν περιεβλήθη ποτέ τον τύπον αποφάσεως του Κράτους ούτε και εφηρμόσθη. Τυπικώς και ουσιαστικώς ήτο ανύπαρκτον.
Παρέμεινε νεκρόν εις την σφαίραν των προθέσεων, των μελετών και των “σχεδίων”, τα οποία συντάσσονται αλλά δεν εγκρίνονται και δεν εκτελούνται.
Αυτή είναι η πραγματική ιστορία του “σχεδίου Περικλής”»
(σ.29-31).
«Ο Καραμανλής ρητώς αντετάχθη» επαυξάνει ο βιογραφούμενος. Στην πραγματικότητα, όπως πιστοποιούν τα επίσημα πρακτικά του παρακρατικού επιτελείου του, είχε δώσει αυτοπροσώπως το πράσινο φως για την εφαρμογή του σχεδίου (Παύλος Πετρίδης, «Εξουσία και παραεξουσία στην Ελλάδα, 1957-1967. Απόρρητα ντοκουμέντα», Αθήνα 2000, σ.109-10).

...και ο «δικτάτορας» Παπανδρέου

Εξίσου εύγλωττα αποδεικνύονται τα επόμενα κεφάλαια: «Η δημαγωγία» (σ.38-49) και «Η συκοφαντία» (σ.50-75).
Αν το τελευταίο επικεντρώνεται στην προσπάθεια απόκρουσης των κατηγοριών κατά του Καραμανλή για το Κυπριακό (σ.50-56), τη σκανδαλώδη αγορά του οικοπέδου της Φιλοθέης (σ.56-58), την υπόθεση Μέρτεν (σ.58-60), τις συμβάσεις της ΔΕΗ με την Πεσινέ (σ.66-75) και την υπόθεση Λαμπράκη (σ.61-66), αυτό περί «δημαγωγίας» δεν περιορίζεται στην αναμενόμενη στιλίτευση του ανένδοτου αγώνα (σ.32-33), των προεκλογικών υποσχέσεων του Παπανδρέου (σ.41) και των παροχών του προς τα λαϊκά στρώματα, που «έδωσε μεν προσωρινήν ανακούφισιν, αλλ’ ανέκοψε την οικονομικήν ανάπτυξιν» (σ.46).  
Ούτε στην υποτιθέμενη στήριξη της Ενωσης Κέντρου από την ΕΔΑ, που αφέθηκε να πραγματοποιήσει «γιγαντιαία βήματα οργανωτικής, ψυχολογικής, ιδεολογικής και πολιτικής αναπτύξεως» (σ.34-36).
Υπενθυμίζεται βέβαια πως «ο Καραμανλής ήτο ο εφιάλτης του κομμουνιστικού κόμματος», καθώς «καθιστούσε σχεδόν αδύνατον την διείσδυσιν της κομμουνιστικής επιρροής εις τον κρατικόν μηχανισμόν, διεξήγε ιδεολογικόν [sic] αγώνα και δεν επέτρεπε να αναπτυχθή κομμουνιστική τρομοκρατία ούτε εις την ύπαιθρον ούτε εις τας πόλεις» (σ.35).
To βαρύ πυροβολικό της ανάλυσης του Σάββα, που θ’ αποτελέσει και τον πυρήνα του «Φόβου της δικτατορίας», είναι όμως άλλο: η ταύτιση, μέσα από μια τερατώδη διαστροφή κάθε λογικής, της λαϊκής κυριαρχίας με «εκτροπή» που πρέπει ν’ αναχαιτιστεί πάση θυσία από τους φύλακες της καθεστωτικής νομιμότητας –εν ανάγκη και με τα τανκς. Συλλογιστική που θυμίζει, σε πολύ πιο προωθημένη βέβαια εκδοχή, τις κραυγές των ημερών μας κατά του επάρατου «λαϊκισμού»:
«Ο λαός αποκτά την νοσηράν υπερευαισθησίαν του κακομαθημένου παιδιού και επαναστατεί εναντίον κάθε αντιδράσεως, και της πλέον αυτονοήτου και λογικής, εις τας ακρότητάς του και τους εκτραχηλισμούς του.
Τότε ο δημαγωγός εμφανίζεται ως προστάτης των αδυναμιών, των ελαττωμάτων και των κακών ορέξεων του πλήθους.
Το κολακεύει, το ερεθίζει, το φανατίζει και προ παντός το φοβίζει ότι δήθεν το απειλούν κίνδυνοι.
Και ζητεί να δοθή εις αυτόν μεγάλη προσωπική δύναμις και εξουσία, με το πρόσχημα ότι τούτο είναι αναγκαίον διά να δυνηθή να προστατεύση τον λαόν.
Και όταν αποκτά την απόλυτον εξουσίαν γίνεται τύραννος, υποδουλώνει τον λαόν, του αφαιρεί τας ελευθερίας του και τον στερεί του δικαιώματος να εκλέγη και να αλλάζη κατά την θέλησίν του τας κυβερνήσεις του.
Το φαινόμενον της πορείας προς την τυραννίαν ενεφανίσθη και εις την Ελλάδα κατά το 1965.
Ο Γ. Παπανδρέου δεν έτρεφεν αυταπάτας ως προς το μέλλον. [...] Το σχέδιόν του περιελάμβανε τρία στοιχεία.
Πρώτον, την ολοκληρωτικήν κομματικοποίησιν του Κράτους, περιλαμβανομένης και της Δικαιοσύνης.
Δεύτερον στοιχείον ήτο η μετατροπή του Στρατού, της Αεροπορίας και του Ναυτικού και των Σωμάτων Ασφαλείας εις δυναμικόν στήριγμα του προσωποκρατικού καθεστώτος του Γ. Παπανδρέου και του υιού του.
Τρίτον στοιχείον ήτο η καταπτόησις της εθνικόφρονος παρατάξεως με ηθικούς διωγμούς, με την διαβολήν ότι είναι φορεύς του φασισμού και με την άσκησιν φυσικής και ψυχολογικής τρομοκρατίας εν συνεργασία με την Ακραν Αριστεράν.
Δεν είναι περίεργον πώς κατόπιν τούτων εγεννήθη μέσα από τους κόλπους της Ενώσεως Κέντρου η στρατιωτική συνωμοσία του ΑΣΠΙΔΑ.
Εάν κατώρθωνε ο Γ. Παπανδρέου να ολοκληρώση το σχέδιόν του, θα εφθάναμεν εις ουσιαστικήν κατάλυσιν της Δημοκρατίας.
Από τους δημοκρατικούς θεσμούς θα διετηρείτο μόνον το εξωτερικόν κέλυφος, ενώ το περιεχόμενον θα είχε γίνει δικτατορικόν. [...]
Η ανακάλυψις της συνωμοσίας του ΑΣΠΙΔΑ ανέτρεψε τους υπολογισμούς του Γ. Παπανδρέου. [...]
Εφυγε από την εξουσίαν, αφού εκλόνισε το οικοδόμημα του δημιουργικού έργου, το οποίον με τόσον μόχθον είχεν ανεγείρει ο Καραμανλής»
(σ.47-49).
Εμφανώς ικανοποιημένος ο Καραμανλής προσθέτει: «Να συμπληρωθή το περί ΑΣΠΙΔΑ».

Ποιος Τρικούπης;

Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου τιτλοφορείται ρητορικά «Παρένθεσις ή αφετηρία;»
Ο Κωνσταντόπουλος εξετάζει εκεί (ακριβέστερα: λανσάρει) το ενδεχόμενο επιστροφής τού τότε πρώην πρωθυπουργού στην ενεργό πολιτική, επιστρατεύοντας τα κατάλληλα ιστορικά παραδείγματα:
«Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ο,τι συνέβη με τον Χ. Τρικούπην επανελήφθη και με τον Κ. Καραμανλήν. Με μερικάς όμως διαφοράς.
Οι αντίπαλοι του Καραμανλή δεν ηδυνήθησαν μεν να εξαφανίσουν την υλικήν ενσάρκωσιν της δημιουργικής του προσπαθείας (τεχνικά έργα π.χ.) αλλά ηγωνίσθησαν να τα διαβάλουν ηθικώς παρουσιάζοντες αυτά ως γενόμενα όχι χάριν του Εθνους και του λαού, αλλά διά να αποτελέσουν δήθεν πηγήν αθεμίτου πλούτου.
Ο Χ. Τρικούπης εμόχθησεν επί μίαν εικοσαετίαν, ενώ ο Καραμανλής κατώρθωσε να δημιουργήση σημαντικώτερον έργον εις βραχύτερον χρονικόν διάστημα.
Τέλος, ο Χ. Τρικούπης απεβίωσεν με την πικρίαν ότι δεν ανεγνωρίσθησαν αι υπηρεσίαι του προς την πατρίδα, ενώ ο Καραμανλής είχε το ευτύχημα να γνωρίση συντόμως την εκ των πραγμάτων δικαίωσίν του»
(σ.85-86).
Με τη γνωστή μετριοφροσύνη του, ο επίδοξος εθνάρχης θα διορθώσει διακριτικά τον βιογράφο του: «Ο Τρικούπης είχε την ατυχίαν να τερματίση την σταδιοδρομίαν με την χρεωκοπίαν της Ελλάδος. Ενώ ο Καραμανλής την ετερμάτισεν με πρωτοφανή άνθησιν της Ελληνικής οικονομίας».
 Διαβάστε
 
► Δημήτρης Ψαρράς, Το μυστικό του εθνάρχη. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η χούντα (Αθήνα 2017, εκδ. Εφημερίδα των Συντακτών). Λεπτομερής καταγραφή των προπαρασκευαστικών ενεργειών του αυτοεξόριστου εθνάρχη για μια αντικοινοβουλευτική εκτροπή που θα του ξανάνοιγε τον δρόμο για την εξουσία, αλλά και των παρασκηνιακών επαφών του με τη χούντα μετά την 21η Απριλίου 1967. Μεγάλο μέρος του βιβλίου έχει βασιστεί σε αδημοσίευτο υλικό από το Αρχείο Καραμανλή.
 
► Jean Meynaud (σε συνεργασία με τους Π. Μερλόπουλο και Γ. Νοταρά), Πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα (Αθήνα 1966). Εξαιρετική ανατομία της μεταπολεμικής ελληνικής πολιτικής ζωής –και ταυτόχρονα το βιβλίο που καλλιέργησε στον αυτοεξόριστο Καραμανλή την ανάγκη μιας υμνητικής βιογραφίας. Επανεκδόθηκε σε φωτογραφική ανατύπωση το 1974 (εκδ. Μπάυρον) και σε νέα μορφή το 2002 (εκδ. Σαββάλας).
 
► Σάββας Κωνσταντόπουλος, Ο φόβος της δικτατορίας. Τέσσερες διαλέξεις (Αθήναι 1966). Ζύμωση της ιδέας μιας «προληπτικής» δικτατορίας ως μόνο αντίδοτο κατά της πλειοψηφικής Κεντροαριστεράς, από τον εκπρόσωπο του βαθέος κράτους που την ίδια εποχή ανέλαβε την πρώτη βιογραφία του Καραμανλή. Οι διαλέξεις εκφωνήθηκαν στο Χίλτον ενώπιον των ηγετικών κλιμακίων του τότε κρατικού μηχανισμού.
 
► Γιώργος Λεονταρίτης, Σάββας Κωνσταντόπουλος. Τα άγνωστα ντοκουμέντα, 1966-1981 (Αθήνα 2003, εκδ. Προσκήνιο). Εξιδανικευτική απόπειρα βιογραφίας του εκδότη του «Ελεύθερου Κόσμου», με αξιοποίηση κάποιων εγγράφων από το αρχείο του. Απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στη βιογραφία του Καραμανλή.
 
► Γιώργος Λεονταρίτης, Ο «άγνωστος πόλεμος» Κ. Καραμανλή - Σάββα Κωνσταντόπουλου (Αθήνα 2017, εκδ. Πελασγός). Φτωχή επανάληψη ενός τμήματος του προηγούμενου βιβλίου, με πλήρη αποσιώπηση των επιστολών του 1965.

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire