Η βεβαιότητα του θανάτου που νοηματοδοτεί τη ζωή
ΧΡΥΣΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ
Ο πρώτος άνθρωπος
μτφρ.: Ρίτα Κολαίτη
εκδ. Καστανιώτη
Ο Αλμπέρ Καμύ (1913-1960), βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 1957, έχασε τη ζωή του σε τροχαίο δυστύχημα και επιβεβαιώθηκε η άποψή του ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο παράλογο από το να πεθαίνει κανείς σε τροχαίο δυστύχημα, τόσο παράλογο όσο και η ίδια η ζωή. Εκεί, στα συντρίμμια του αυτοκινήτου, βρέθηκε το ημιτελές αυτοβιογραφικό έργο του, το οποίο, παρ’ όλα τα κενά, ρίχνει φως στη ζωή του σπουδαίου στοχαστή διαφωτίζοντας τις συγγραφικές επιλογές, την πορεία του και τη φιλοσοφική του στάση.
Ο πρωταγωνιστής, ο Ζακ Κορμερί, ταξιδεύει στη γενέθλια πόλη, όπου κατοικεί η μητέρα του, στην Αλγερία, και από το παρόν μεταβαίνει στο παρελθόν, θυμάται χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από την παιδική του ηλικία. Τη φτώχεια, τα παιχνίδια στις αλάνες, τη σχέση με τους γονείς, με τους φίλους, τις αγωνίες, την απουσία του πατέρα που σκοτώθηκε στον πόλεμο, την επίδραση που δέχτηκε από τον δάσκαλό του ο οποίος τον μύησε στη λογοτεχνία. Συλλέγει μικρές στιγμές για να τις θυμηθεί, για να συγκρατήσει τον χρόνο που κυλάει σαν το νερό, για να συνθέσει τα γεγονότα και τα περιστατικά που τον διαμόρφωσαν, να αναστήσει όλα εκείνα που αγάπησε και δεν υπάρχουν πια.
Συνηθισμένες σκηνές
Χρησιμοποιεί ο συγγραφέας λέξεις απλές, συνηθισμένες σκηνές της καθημερινότητας, αποσπάσματα από έργα του που συγκροτούν το σύμπαν του, αλλά και υποδεικνύουν στοιχεία από το μυστήριο της ζωής. Φευγαλέες ιδέες και εικόνες επιτείνουν την αίσθηση της ματαιότητας, τη βεβαιότητα του εφήμερου, αλλά και το δυσάρεστο συναίσθημα που προκύπτει όταν η απώλεια είναι δεδομένη. Από μια φράση ή δυο λέξεις, όπως «οι καημένοι» που εκφέρει η μητέρα του, παίρνει αφορμή για να μιλήσει για την αγωνία του, για τον άγνωστο φόβο που αισθανόταν από παιδί και του έφραζε τον λαιμό, για το πάθος του για ζωή, για την έκπληξη που αισθανόταν από τον άγνωστο κόσμο και το μυστήριο της ύπαρξης, για τη συγκίνηση μπροστά στο ηλιοβασίλεμα, τη θάλασσα, για την αγάπη του για το ποδόσφαιρο, για την αγάπη του για τη μητέρα και τις σχέσεις των Γάλλων με τους ντόπιους. Φαίνεται ότι το θέμα της ταυτότητας και οι σχέσεις με την πατρίδα, τη Γαλλία, ήταν πρωταρχικής σημασίας, ένα ζητούμενο που δεν άφηνε περιθώρια για εφησυχασμό.
Πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντος καθώς και του φιλικού διεγείρουν τη μνήμη, ανασύρουν εικόνες από την παιδική ηλικία, από το παρελθόν που πέρασε ανεπιστρεπτί, από την καθημερινότητα στο Αλγέρι· πρόκειται για πρόσωπα μελαγχολικά, άλλα αστεία ή επιθετικά, όπως η γιαγιά του πρωταγωνιστή, τα οποία δεν έχουν τη συναίσθηση της ματαιότητας των πάντων, συναίσθηση που έχει αναπτύξει από πολύ νεαρή ηλικία ο Ζακ. Οι φευγαλέες στιγμές αναπαριστώνται και ζωντανεύουν τα αισθήματα των χαρακτήρων, που άλλοτε είναι αδύναμοι άλλοτε δυναμικοί, αλλά ποτέ καρικατούρες, γιατί όλοι αυτοί είναι μέρος της ίδιας της ζωής, την οποία εκλαμβάνουν οι ίδιοι χωρίς δισταγμούς και αμφιβολίες, αν και ένας από αυτούς μεγαλώνει και ωριμάζει μελετώντας και το πιο ασήμαντο που παρατηρεί στο περιβάλλον και τους άλλους.
Εστω σ’ αυτό το ημιτελές έργο, ο αναγνώστης παρακολουθεί τις αντίπαλες δυνάμεις που ενυπάρχουν στον Ζακ και συγκρούονται: τη δίψα για ζωή και τη βεβαιότητα της ματαιότητας των πάντων, καθώς ένα είναι σίγουρο και αναπόφευκτο: «ό,τι γεννιέται πεθαίνει», και είναι αυτή η βεβαιότητα που δίνει σπουδαιότητα και στο ελάχιστο.
ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,17-04-2018
Ο πρώτος άνθρωπος
μτφρ.: Ρίτα Κολαίτη
εκδ. Καστανιώτη
Ο Αλμπέρ Καμύ (1913-1960), βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 1957, έχασε τη ζωή του σε τροχαίο δυστύχημα και επιβεβαιώθηκε η άποψή του ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο παράλογο από το να πεθαίνει κανείς σε τροχαίο δυστύχημα, τόσο παράλογο όσο και η ίδια η ζωή. Εκεί, στα συντρίμμια του αυτοκινήτου, βρέθηκε το ημιτελές αυτοβιογραφικό έργο του, το οποίο, παρ’ όλα τα κενά, ρίχνει φως στη ζωή του σπουδαίου στοχαστή διαφωτίζοντας τις συγγραφικές επιλογές, την πορεία του και τη φιλοσοφική του στάση.
Ο πρωταγωνιστής, ο Ζακ Κορμερί, ταξιδεύει στη γενέθλια πόλη, όπου κατοικεί η μητέρα του, στην Αλγερία, και από το παρόν μεταβαίνει στο παρελθόν, θυμάται χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από την παιδική του ηλικία. Τη φτώχεια, τα παιχνίδια στις αλάνες, τη σχέση με τους γονείς, με τους φίλους, τις αγωνίες, την απουσία του πατέρα που σκοτώθηκε στον πόλεμο, την επίδραση που δέχτηκε από τον δάσκαλό του ο οποίος τον μύησε στη λογοτεχνία. Συλλέγει μικρές στιγμές για να τις θυμηθεί, για να συγκρατήσει τον χρόνο που κυλάει σαν το νερό, για να συνθέσει τα γεγονότα και τα περιστατικά που τον διαμόρφωσαν, να αναστήσει όλα εκείνα που αγάπησε και δεν υπάρχουν πια.
Συνηθισμένες σκηνές
Χρησιμοποιεί ο συγγραφέας λέξεις απλές, συνηθισμένες σκηνές της καθημερινότητας, αποσπάσματα από έργα του που συγκροτούν το σύμπαν του, αλλά και υποδεικνύουν στοιχεία από το μυστήριο της ζωής. Φευγαλέες ιδέες και εικόνες επιτείνουν την αίσθηση της ματαιότητας, τη βεβαιότητα του εφήμερου, αλλά και το δυσάρεστο συναίσθημα που προκύπτει όταν η απώλεια είναι δεδομένη. Από μια φράση ή δυο λέξεις, όπως «οι καημένοι» που εκφέρει η μητέρα του, παίρνει αφορμή για να μιλήσει για την αγωνία του, για τον άγνωστο φόβο που αισθανόταν από παιδί και του έφραζε τον λαιμό, για το πάθος του για ζωή, για την έκπληξη που αισθανόταν από τον άγνωστο κόσμο και το μυστήριο της ύπαρξης, για τη συγκίνηση μπροστά στο ηλιοβασίλεμα, τη θάλασσα, για την αγάπη του για το ποδόσφαιρο, για την αγάπη του για τη μητέρα και τις σχέσεις των Γάλλων με τους ντόπιους. Φαίνεται ότι το θέμα της ταυτότητας και οι σχέσεις με την πατρίδα, τη Γαλλία, ήταν πρωταρχικής σημασίας, ένα ζητούμενο που δεν άφηνε περιθώρια για εφησυχασμό.
Πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντος καθώς και του φιλικού διεγείρουν τη μνήμη, ανασύρουν εικόνες από την παιδική ηλικία, από το παρελθόν που πέρασε ανεπιστρεπτί, από την καθημερινότητα στο Αλγέρι· πρόκειται για πρόσωπα μελαγχολικά, άλλα αστεία ή επιθετικά, όπως η γιαγιά του πρωταγωνιστή, τα οποία δεν έχουν τη συναίσθηση της ματαιότητας των πάντων, συναίσθηση που έχει αναπτύξει από πολύ νεαρή ηλικία ο Ζακ. Οι φευγαλέες στιγμές αναπαριστώνται και ζωντανεύουν τα αισθήματα των χαρακτήρων, που άλλοτε είναι αδύναμοι άλλοτε δυναμικοί, αλλά ποτέ καρικατούρες, γιατί όλοι αυτοί είναι μέρος της ίδιας της ζωής, την οποία εκλαμβάνουν οι ίδιοι χωρίς δισταγμούς και αμφιβολίες, αν και ένας από αυτούς μεγαλώνει και ωριμάζει μελετώντας και το πιο ασήμαντο που παρατηρεί στο περιβάλλον και τους άλλους.
Εστω σ’ αυτό το ημιτελές έργο, ο αναγνώστης παρακολουθεί τις αντίπαλες δυνάμεις που ενυπάρχουν στον Ζακ και συγκρούονται: τη δίψα για ζωή και τη βεβαιότητα της ματαιότητας των πάντων, καθώς ένα είναι σίγουρο και αναπόφευκτο: «ό,τι γεννιέται πεθαίνει», και είναι αυτή η βεβαιότητα που δίνει σπουδαιότητα και στο ελάχιστο.
ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,17-04-2018
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire