Αποψη: Η μυθολογία των 100 ή 200 δισ. κόστους διαχείρισης ΣΥΡΙΖΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ*
Εχει ειπωθεί πως οδηγηθήκαμε σε τρίτο μνημόνιο εξαιτίας των
capital controls και της εκροής καταθέσεων από τις τράπεζες, που
επιβάρυναν την ανάπτυξη με αύξηση του χρέους, όπως αποδεικνύει η
σύγκριση της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους που έκανε το ΔΝΤ στα τέλη
2014 με αυτήν που έκανε τον Ιούλιο του 2015, και από την οποία προκύπτει
μια διαφορά 30% του ΑΕΠ ή περίπου 54 δισ. ευρώ.
Οσο η οικονομία βελτιώνεται και αυτό
δεν βολεύει τον αντιπολιτευτικό λόγο, τόσο περισσότερο αυτός καταφεύγει
στο παρελθόν της «χαμένης ανάπτυξης» και της «καταστροφικής
διαπραγμάτευσης/διαχείρισης ΣΥΡΙΖΑ» με υποτιθέμενο κόστος πάνω από 100 ή
200 δισ. Παραδείγματα είναι η επίκληση των 100 δισ. από τον κ.
Ρέγκλινγκ και των 200 δισ. από τον κ. Βίζερ, αντίστοιχα, και την
αντιπολίτευση στις πρόσφατες συζητήσεις στη Βουλή.
Πρόκειται για μυθολογία η οποία βασίστηκε σε μία εσφαλμένη αρχική εκτίμηση για ένα κόστος 86 δισ. (όσο δηλαδή η δανειακή σύμβαση ενός «αχρείαστου» γ΄ μνημονίου), στην οποία αργότερα βασίστηκε και ο επικεφαλής του ESM κ. Ρέγκλινγκ, για να προσθέσει τη χαμένη –βάσει των προβλέψεων ΔΝΤ από το 2014– ανάπτυξη του 2015-16, ανεβάζοντας το κόστος στα 100 δισ. Σε αντίστοιχες εκτιμήσεις με μεγαλύτερη ανάπτυξη βασίστηκε και ο τέως επικεφαλής του EWG για το κόστος στα 200 δισ.
Εκτοτε, πολλά ΜΜΕ και πολιτικοί της αντιπολίτευσης επαναλαμβάνουν άκριτα την ίδια «κατηγορία» περί κόστους-ΣΥΡΙΖΑ 100 ή 200 δισ., προσθέτοντας κατά περίπτωση κι άλλα κονδύλια. Αναφέρομαι στο άκριτα, γιατί κανείς δεν έλαβε υπόψη του την εμπεριστατωμένη επίσημη απάντηση του υπουργείου Οικονομικών, το οποίο εξαρχής διευκρίνισε πως δανεισμός θα γινόταν ούτως ή άλλως για την αποπληρωμή των παλιών χρεών και πως για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών διατέθηκε τελικά μόλις το 1/5 των προβλεπομένων, με συνέπεια από το ποσό των 86 δισ. να έχει αξιοποιηθεί έως σήμερα λιγότερο από το μισό χωρίς καμία αύξηση του χρέους.
Πράγματι, μια χώρα κάτω από τη χιονοστιβάδα του χρέους είναι αναγκασμένη να πληρώνει τεράστια ποσά για την εξυπηρέτηση του χρέους της. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα δανείστηκε 86 δισ. ευρώ για να πληρώσει:
• Χρεολύσια ύψους 35,9 δισ. ευρώ για χρέη που δημιούργησαν προηγούμενες κυβερνήσεις.
• Πληρωμές τόκων ύψους 17,8 δισ. ευρώ.
• Ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών ύψους 5 δισ. ευρώ, αντί των 25 δισ. που προβλέπονταν, άρα 20 δισ. ευρώ αφαιρούνται από τα 86 δισ. ευρώ.
• Πληρωμή ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου ύψους 7,3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 3,1 δισ. ευρώ άφησε στο τέλος του 2014 η προηγούμενη κυβέρνηση, παρά την υποχρέωση που είχε αναλάβει από το δεύτερο μνημόνιο να τις μηδενίσει.
Σύνολο 66 δισ. ευρώ, ανειλημμένες υποχρεώσεις που οποιαδήποτε κυβέρνηση και να εκλεγόταν το 2015 όφειλε να συνάψει νέα δάνεια (γ΄ μνημόνιο) για να τις αναχρηματοδοτήσει.
Συνεπώς, ούτε αχρείαστο ήταν το γ΄ μνημόνιο ούτε το κόστος της διαπραγμάτευσης του ΣΥΡΙΖΑ ήταν 86 δισ.
Βεβαίως, έχει ειπωθεί πως οδηγηθήκαμε σε τρίτο μνημόνιο εξαιτίας των capital controls και της εκροής καταθέσεων από τις τράπεζες, που επιβάρυναν την ανάπτυξη με αύξηση του χρέους, όπως αποδεικνύει η σύγκριση της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους που έκανε το ΔΝΤ στα τέλη 2014 με αυτήν που έκανε τον Ιούλιο του 2015 και από την οποία προκύπτει μια διαφορά 30% του ΑΕΠ ή περίπου 54 δισ. ευρώ.
Υπάρχουν, ωστόσο, μια σειρά γεγονότα τα οποία παραβλέπονται, όπως:
1. Οι αναλύσεις βιωσιμότητας του ΔΝΤ αποτελούν «ασκήσεις επί χάρτου» που σταθερά αλλάζουν αναλόγως των παραδοχών που κάνουν π.χ. για το ύψος των επιτοκίων, το μέγεθος των πρωτογενών πλεονασμάτων ή το ύψος των ιδιωτικοποιήσεων. Για παράδειγμα, στην έκθεση του 2014 η υπόθεση για τα μακροχρόνια πρωτογενή πλεονάσματα ήταν πάνω από 4%.
2. Το όφελος που έφερε η διαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ακριβώς η μείωση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα από 7,5% του ΑΕΠ τη διετία 2015-2016 σε 0,25% ή όφελος αποτραπέντων μέτρων ύψους 12,5 δισ. ευρώ με επίπτωση 20 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ (μέσω συγκεκριμένων πολλαπλασιαστών).
3. Η ίδια η Ε.Ε. δεν συμφώνησε ποτέ με τις αναλύσεις βιωσιμότητας του ΔΝΤ.
4. Οσον αφορά τις εκροές καταθέσεων από τις τράπεζες, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι, ήδη, μεταξύ Νοεμβρίου 2014 και Φεβρουαρίου 2015, οι καταθέσεις των τραπεζών μειώθηκαν από 164,3 δισ. ευρώ σε 140,5 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά περίπου 24 δισ. ευρώ, υπό το καθεστώς αβεβαιότητας που τροφοδότησε η κινδυνολογία της απερχόμενης κυβέρνησης.
5. Το όφελος της διαπραγμάτευσης ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτυπώνεται μόνο στα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και τη συγκριτικά μικρότερη λιτότητα που πέτυχε, αλλά και στα βραχυχρόνια μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους τα οποία θα επεκταθούν. Για τα μέτρα αυτά ο ESM επισημαίνει: «Οταν υλοποιηθούν πλήρως, τα μέτρα αυτά θα πρέπει να οδηγήσουν σε σωρευτική μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ της Ελλάδας κατά περίπου 25 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2060, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ESM στο βασικό σενάριο. Αναμένεται επίσης ότι οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης θα μειωθούν κατά περίπου 6 ποσοστιαίες μονάδες στον ίδιο χρονικό ορίζοντα.
Η ανταλλαγή ομολόγων και οι συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μείωσης. Οι δευτερογενείς επιδράσεις στα επιτόκια αναχρηματοδότησης της Ελλάδας θα αποτελέσουν πρόσθετο όφελος. Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα θα βελτιώσουν τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας».
https://www.esm.europa.eu/assistance/greece#facts
Οταν, λοιπόν, επιχειρείται ένας απολογισμός της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η οποία μάλιστα βρίσκεται σε εξέλιξη, επιστημονικά σωστό είναι να μη λαμβάνονται μόνον υπόψη οι καθυστερήσεις και τα λάθη που ενδεχομένως έγιναν, αλλά και όσα οφέλη διασφαλίστηκαν, τα οποία στην περίπτωση των μειωμένων πρωτογενών πλεονασμάτων υπολογίζονται σε 20 δισ., ενώ σε αυτή των βραχυχρόνιων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους σε 55 δισ. ευρώ (31% του ΑΕΠ) παρούσας αξίας!
Ακόμη κι αν προστεθούν τα 54 δισ. που συνάγει η διαφορά των δύο αναλύσεων βιωσιμότητας χρέους του ΔΝΤ, ο απολογισμός είναι ημιτελής γιατί δεν λογαριάζονται τα παραπάνω οφέλη των 75 δισ. που δίνουν ένα τελικό θετικό αποτέλεσμα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
* Ο κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος Levy Economics Institute of Bard College (New York, USA), τέως υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης.
Πρόκειται για μυθολογία η οποία βασίστηκε σε μία εσφαλμένη αρχική εκτίμηση για ένα κόστος 86 δισ. (όσο δηλαδή η δανειακή σύμβαση ενός «αχρείαστου» γ΄ μνημονίου), στην οποία αργότερα βασίστηκε και ο επικεφαλής του ESM κ. Ρέγκλινγκ, για να προσθέσει τη χαμένη –βάσει των προβλέψεων ΔΝΤ από το 2014– ανάπτυξη του 2015-16, ανεβάζοντας το κόστος στα 100 δισ. Σε αντίστοιχες εκτιμήσεις με μεγαλύτερη ανάπτυξη βασίστηκε και ο τέως επικεφαλής του EWG για το κόστος στα 200 δισ.
Εκτοτε, πολλά ΜΜΕ και πολιτικοί της αντιπολίτευσης επαναλαμβάνουν άκριτα την ίδια «κατηγορία» περί κόστους-ΣΥΡΙΖΑ 100 ή 200 δισ., προσθέτοντας κατά περίπτωση κι άλλα κονδύλια. Αναφέρομαι στο άκριτα, γιατί κανείς δεν έλαβε υπόψη του την εμπεριστατωμένη επίσημη απάντηση του υπουργείου Οικονομικών, το οποίο εξαρχής διευκρίνισε πως δανεισμός θα γινόταν ούτως ή άλλως για την αποπληρωμή των παλιών χρεών και πως για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών διατέθηκε τελικά μόλις το 1/5 των προβλεπομένων, με συνέπεια από το ποσό των 86 δισ. να έχει αξιοποιηθεί έως σήμερα λιγότερο από το μισό χωρίς καμία αύξηση του χρέους.
Πράγματι, μια χώρα κάτω από τη χιονοστιβάδα του χρέους είναι αναγκασμένη να πληρώνει τεράστια ποσά για την εξυπηρέτηση του χρέους της. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα δανείστηκε 86 δισ. ευρώ για να πληρώσει:
• Χρεολύσια ύψους 35,9 δισ. ευρώ για χρέη που δημιούργησαν προηγούμενες κυβερνήσεις.
• Πληρωμές τόκων ύψους 17,8 δισ. ευρώ.
• Ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών ύψους 5 δισ. ευρώ, αντί των 25 δισ. που προβλέπονταν, άρα 20 δισ. ευρώ αφαιρούνται από τα 86 δισ. ευρώ.
• Πληρωμή ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου ύψους 7,3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 3,1 δισ. ευρώ άφησε στο τέλος του 2014 η προηγούμενη κυβέρνηση, παρά την υποχρέωση που είχε αναλάβει από το δεύτερο μνημόνιο να τις μηδενίσει.
Σύνολο 66 δισ. ευρώ, ανειλημμένες υποχρεώσεις που οποιαδήποτε κυβέρνηση και να εκλεγόταν το 2015 όφειλε να συνάψει νέα δάνεια (γ΄ μνημόνιο) για να τις αναχρηματοδοτήσει.
Συνεπώς, ούτε αχρείαστο ήταν το γ΄ μνημόνιο ούτε το κόστος της διαπραγμάτευσης του ΣΥΡΙΖΑ ήταν 86 δισ.
Βεβαίως, έχει ειπωθεί πως οδηγηθήκαμε σε τρίτο μνημόνιο εξαιτίας των capital controls και της εκροής καταθέσεων από τις τράπεζες, που επιβάρυναν την ανάπτυξη με αύξηση του χρέους, όπως αποδεικνύει η σύγκριση της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους που έκανε το ΔΝΤ στα τέλη 2014 με αυτήν που έκανε τον Ιούλιο του 2015 και από την οποία προκύπτει μια διαφορά 30% του ΑΕΠ ή περίπου 54 δισ. ευρώ.
Υπάρχουν, ωστόσο, μια σειρά γεγονότα τα οποία παραβλέπονται, όπως:
1. Οι αναλύσεις βιωσιμότητας του ΔΝΤ αποτελούν «ασκήσεις επί χάρτου» που σταθερά αλλάζουν αναλόγως των παραδοχών που κάνουν π.χ. για το ύψος των επιτοκίων, το μέγεθος των πρωτογενών πλεονασμάτων ή το ύψος των ιδιωτικοποιήσεων. Για παράδειγμα, στην έκθεση του 2014 η υπόθεση για τα μακροχρόνια πρωτογενή πλεονάσματα ήταν πάνω από 4%.
2. Το όφελος που έφερε η διαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ακριβώς η μείωση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα από 7,5% του ΑΕΠ τη διετία 2015-2016 σε 0,25% ή όφελος αποτραπέντων μέτρων ύψους 12,5 δισ. ευρώ με επίπτωση 20 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ (μέσω συγκεκριμένων πολλαπλασιαστών).
3. Η ίδια η Ε.Ε. δεν συμφώνησε ποτέ με τις αναλύσεις βιωσιμότητας του ΔΝΤ.
4. Οσον αφορά τις εκροές καταθέσεων από τις τράπεζες, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι, ήδη, μεταξύ Νοεμβρίου 2014 και Φεβρουαρίου 2015, οι καταθέσεις των τραπεζών μειώθηκαν από 164,3 δισ. ευρώ σε 140,5 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά περίπου 24 δισ. ευρώ, υπό το καθεστώς αβεβαιότητας που τροφοδότησε η κινδυνολογία της απερχόμενης κυβέρνησης.
5. Το όφελος της διαπραγμάτευσης ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτυπώνεται μόνο στα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και τη συγκριτικά μικρότερη λιτότητα που πέτυχε, αλλά και στα βραχυχρόνια μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους τα οποία θα επεκταθούν. Για τα μέτρα αυτά ο ESM επισημαίνει: «Οταν υλοποιηθούν πλήρως, τα μέτρα αυτά θα πρέπει να οδηγήσουν σε σωρευτική μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ της Ελλάδας κατά περίπου 25 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2060, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ESM στο βασικό σενάριο. Αναμένεται επίσης ότι οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης θα μειωθούν κατά περίπου 6 ποσοστιαίες μονάδες στον ίδιο χρονικό ορίζοντα.
Η ανταλλαγή ομολόγων και οι συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μείωσης. Οι δευτερογενείς επιδράσεις στα επιτόκια αναχρηματοδότησης της Ελλάδας θα αποτελέσουν πρόσθετο όφελος. Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα θα βελτιώσουν τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας».
https://www.esm.europa.eu/assistance/greece#facts
Οταν, λοιπόν, επιχειρείται ένας απολογισμός της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η οποία μάλιστα βρίσκεται σε εξέλιξη, επιστημονικά σωστό είναι να μη λαμβάνονται μόνον υπόψη οι καθυστερήσεις και τα λάθη που ενδεχομένως έγιναν, αλλά και όσα οφέλη διασφαλίστηκαν, τα οποία στην περίπτωση των μειωμένων πρωτογενών πλεονασμάτων υπολογίζονται σε 20 δισ., ενώ σε αυτή των βραχυχρόνιων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους σε 55 δισ. ευρώ (31% του ΑΕΠ) παρούσας αξίας!
Ακόμη κι αν προστεθούν τα 54 δισ. που συνάγει η διαφορά των δύο αναλύσεων βιωσιμότητας χρέους του ΔΝΤ, ο απολογισμός είναι ημιτελής γιατί δεν λογαριάζονται τα παραπάνω οφέλη των 75 δισ. που δίνουν ένα τελικό θετικό αποτέλεσμα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
* Ο κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος Levy Economics Institute of Bard College (New York, USA), τέως υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire