Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στη
Μόσχα την εβδομάδα που μας πέρασε –είναι προγραμματισμένη για τις 7
Δεκεμβρίου και οι γραμμές αυτές γράφονται πριν την επίσκεψη– είναι μια
θετική προς τη σωστή κατεύθυνση πολιτική ενέργεια. Οι ελληνορωσικές
σχέσεις ήταν κατά κανόνα θετικές παρά το γνωστό εκείνο «ανήκομεν εις την
Δύσιν» που συνιστούσε θεμελιακή πολιτική στην εξωτερική πολιτική της
Ελλάδας. Άλλωστε η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου υπήρχε πάντοτε και
εξακολουθεί να υπάρχει γενικά μια θετική εικόνα για τη Ρωσία, σε όλα τα
κοινωνικά στρώματα. Βεβαίως οι σχέσεις αυτές διαταράχτηκαν τον τελευταίο
καιρό, με αποκορύφωμα την απέλαση Ρώσων διπλωματών από την Αθήνα, κάτι
το πρωτοφανές στις σχέσεις των δύο χωρών, τουλάχιστον τον τελευταίο μισό
αιώνα.
Η επίσκεψη Τσίπρα στη Μόσχα πραγματοποιείται 190 έτη από
την καθιέρωση των διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας – Ρωσίας και αναμένεται
να γίνει μια προσπάθεια και από τις δύο πλευρές, παρά τις διαφορές που
είναι υπαρκτές, ειδικά στο θέμα των Σκοπίων, για την περαιτέρω ανάπτυξη
και εμβάθυνση της διμερούς συνεργασίας, σε ζητήματα οικονομίας, διαλόγου
επί περιφερειακών προβλημάτων, ενέργειας, πολιτισμού και άλλα θέματα
κοινού ενδιαφέροντος
.
.
Η επιρροή που ασκεί η Ρωσία στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα
στην Ανατολική Μεσόγειο, οι στενές ειδικά σχέσεις της Μόσχας με την
Άγκυρα, δεν μπορούν να αγνοηθούν από καμία ελληνική κυβέρνηση. Η
εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα εξέφρασε ήδη
ανησυχίες για πιθανή αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο και ο
Κύπριος υπουργός Εξωτερικών Νίκος Χριστοδουλίδης τηλεφώνησε στον Ρώσο
συνάδελφό του Σεργκέ Λαβρόφ για να τον καθησυχάσει. Υπό τις περιστάσεις
Ελλάδα και Κύπρος έχουν κάθε συμφέρον να διατηρήσουν καλές σχέσεις με τη
Ρωσία. Χώρες του μεγέθους τους δεν έχουν την πολυτέλεια να διατηρούν
τεταμένες σχέσεις με μια τόσο σημαντική δύναμη όπως η Ρωσία, η οποία
διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην περιοχή τους αλλά και στα Ηνωμένα
Έθνη, ειδικά στο Συμβούλιο Ασφαλείας για το Κυπριακό.
Ιστορικά, ακόμη και μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο στην Ελλάδα, η
Αθήνα κατάφερε να διατηρήσει σχετικά καλές σχέσεις με τη Μόσχα. Η
ρωσική στήριξη στα Ηνωμένα Έθνη για το Κυπριακό τη δεκαετία του '50 αλλά
και αργότερα συνέβαλε στη διατήρηση του καλού κλίματος ανάμεσα στις δύο
χώρες και τη συμπάθεια της ελληνικής κοινής γνώμης. Έλληνες πολιτικοί
επισκέφτηκαν τη Μόσχα, όχι βεβαίως ως εκπρόσωποι της χώρας αλλά με την
προσωπική τους ιδιότητα και συνέβαλαν στη σύσφιγξη των ελληνορωσικών
δεσμών. Χαρακτηριστικές υπήρξαν οι επισκέψεις του Σπύρου Μαρκεζίνη από
τον χώρο της Δεξιάς, που μάλιστα είχε ζητήσει τότε και τη νομιμοποίηση
του ΚΚΕ και του Σοφοκλή Βενιζέλου από τον κεντρώο χώρο. Όταν όμως το
1964 έγινε λόγος για μια επίσημη επίσκεψη του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου
Παπανδρέου στη Μόσχα, το ελληνικό παρακράτος ξεσηκώθηκε και μια
εφημερίδα έγραψε «θα πάει ως πρωθυπουργός και θα επιστρέψει ως
ιδιώτηης»! Την ίδια εποχή Τούρκοι και Ρώσοι Πρωθυπουργοί αντάλασσαν
επίσημες επισκέψεις.
Μια χώρα όπως η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να μη
διατηρεί καλές σχέσεις με μια μεγάλη δύναμη όπως η Ρωσία. Το
αντιλαμβάνονται αυτό ακόμη και δεξιοί πολιτικοί. Ο Κώστας Καραμανλής
έκανε μια προσπάθεια βελτίωσης των ελληνορωσικών σχέσεων και κάποια
ανοίγματα προς τη Μόσχα σε θέματα ενέργειας για τα οποία αντέδρασαν
έντονα οι Αμερικανοί. Την ίδια ώρα τα ανοίγματα αυτά τα υπέσκαψε και η
τότε υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη.
Παλιότερα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας
Παπανδρέου ανέπτυξαν, με τη στήριξη της Μόσχας, έναν άξονα με την τότε
κομμουνιστική Βουλγαρία, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η τουρκική απειλή
στο Αιγαίο. Από βουλγαρικής πλευράς ενσαρκωτής αυτής της πολιτικής ήταν
ο Τοντόρ Ζίβκοφ, του οποίου η χώρα επίσης απειλείτο από την Τουρκία
λόγω της τουρκικής μειονότητας που ζούσε στη Βουλγαρία.
Η σημερινή διεθνής κατάσταση, αλλά και η εξάρτηση της
Ελλάδας από τη Δύση δεν ευνοούν βεβαίως μεγάλα ανοίγματα προς τη Μόσχα.
Αλλά ούτε και η ίδια η Ρωσία έχει μεγάλες προσδοκίες από την Ελλάδα.
Παρά ταύτα η επίσκεψη Τσίπρα στη Μόσχα έχει τη σημασία της σε μια στιγμή
που αναπτύσσονται ραγδαίως οι ρωσοτουρκικές σχέσεις. Λειτουργικές
σχέσεις με τη Μόσχα δυνατόν να συγκρατήσουν, τουλάχιστον ως ένα σημείο,
την τουρκική νεο-οθωμανική επεκτατική πολιτική τόσο στο Αιγαίο όσο και
στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε κάθε περίπτωση, μολονότι οι προσδοκίες από
την επίσκεψη αυτή παραμένουν περιορισμένες, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί
θετική για τα ελληνικά συμφέροντα.
Υ.Γ. 1. Η Κύπρος δεν έχει την πολυτέλεια να σηκώσει αντιρωσική σημαία! Ακόμη και ο οπλισμός της Εθνικής Φρουράς είναι ρωσικός! Και χωρίς τις ρωσικές επενδύσεις η κυπριακή οικονομία θα τιναχτεί στον αέρα. Αυτοί που επικαλούνται τη συμμαχία με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ - και τους Εγγλέζους, να μας πουν γιατί η Κύπρος δεν έχει δικαίωμα να εισάγει ούτε ένα αμερικάνικο πιστόλι. Φυσικά όλα δεν είναι ρόδινα με τους Ρώσους, αλλά ας μας εγγυηθούν οι Αμερικανοί την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Κύπρου απέναντι στη νεο-οθωμανική ισλαμοφασιστική Τουρκία και τότε το ξανασυζητάμε!
Υ.Γ. 1. Η Κύπρος δεν έχει την πολυτέλεια να σηκώσει αντιρωσική σημαία! Ακόμη και ο οπλισμός της Εθνικής Φρουράς είναι ρωσικός! Και χωρίς τις ρωσικές επενδύσεις η κυπριακή οικονομία θα τιναχτεί στον αέρα. Αυτοί που επικαλούνται τη συμμαχία με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ - και τους Εγγλέζους, να μας πουν γιατί η Κύπρος δεν έχει δικαίωμα να εισάγει ούτε ένα αμερικάνικο πιστόλι. Φυσικά όλα δεν είναι ρόδινα με τους Ρώσους, αλλά ας μας εγγυηθούν οι Αμερικανοί την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Κύπρου απέναντι στη νεο-οθωμανική ισλαμοφασιστική Τουρκία και τότε το ξανασυζητάμε!
Υ.Γ. 2. Η επιμονή του Γ.Γ.του ΑΚΕΛ Άντρου Κυπριανού να
μεταφέρει την προπαγάνδα του Τούρκου ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου ως
πραγματικότητα και να τον καθιστά επιδιαιτητή στις όποιες διαφορές του
με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη μόνο ζημιά προκαλεί στην Κύπρο. Δεν έχει
επικυριαρχικά δικαιώματα κανένας Τσαβούσογλου ή Ερντογάν επί της
Κυπριακής Δημοκρατίας.
*Πανεπιστημιακός, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά - ΚΕΕΚ και μέχρι πρόσφατα επιστημονικός συνεργάτης του ΕΔΙΑΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. stephanos.constantinides@gmail.com
*Πανεπιστημιακός, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά - ΚΕΕΚ και μέχρι πρόσφατα επιστημονικός συνεργάτης του ΕΔΙΑΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. stephanos.constantinides@gmail.com