Ο Νίκος Καββαδίας και οι «ελάσσονες» της ποίησής μας
«Αγρυπνη νύχτα 2018» 106x245 μεικτή τεχνική πάνω σε ξύλο.
Εργο της Τίνας Καραγεώργη από την έκθεση «Happyland» στην γκαλερί
Σκουφά. Εως 9 Μαρτίου. Σκουφά 4, Κολωνάκι.
Για λίγους ποιητές μπορούμε να
ισχυριστούμε μετά τεκμηρίων ότι αποσπούν το αναγνωστικό ενδιαφέρον και
αρκετά μετά τον θάνατό τους. Η φήμη τους μπορεί να μακροημερεύει, να
διατηρείται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ιδίως αν συγκαταλέγονται
στους μείζονες, στους κεκυρωμένους. Αυτό όμως δεν μεταφράζεται
οπωσδήποτε και σε ουσιαστική επαφή με τα κείμενά τους. Πόσοι θα σπεύσουν
ν’ αγοράσουν και να διαβάσουν Διονύσιο Σολωμό, δαπανώντας τον
απαραίτητο καιρό και καταβάλλοντας τον αναγκαίο κόπο, επειδή θ’ ακούσουν
για μυριοστή φορά το περί αληθούς και εθνικού απόφθεγμά του; Πόσοι θα
πειστούν πως υπάρχει λόγος να επισκεφθούν (ή να ξαναεπισκεφθούν, έπειτα
από μακρά αποχή) την ποίηση του Ανδρέα Κάλβου, μόλις ακούσουν τον περί
αρετής, ελευθερίας και τόλμης στίχο του; Ή πόσοι, ακούγοντας σε κάποια
συγκέντρωση τον στίχο του Οδυσσέα Ελύτη για τον νοητό ήλιο της
Δικαιοσύνης, θα αναζητήσουν στη βιβλιοθήκη τους ή σε βιβλιοπωλείο το
«Αξιον Εστί»; Με το δεδομένο, μάλιστα, ότι οι στίχοι του Ελύτη, στη
μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, ακούγονται πια και στις πιο παράταιρες και
απρόσφορες συγκεντρώσεις. Ακόμα και ζευγαρωμένοι με το «Μακεδονία
ξακουστή», ασφυκτικά συμπιεσμένοι ανάμεσα στα ακροδεξιότατα συνθήματα
«Αλήτες προδότες πολιτικοί» και «Η δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία».
Παρά τα όσα βαρύηχα ακούγονται εθιμικά, δίκην επιτυμβίων, περί αιωνίας μνήμης και ανελλιπούς καταφυγής στο έργο όσων πεθαίνουν, βρισκόμαστε σχεδόν μόνιμα μέσα σ’ ένα στενάχωρο δίπολο. Ο ένας πόλος ορίζεται από το μελαγχολικό τραγούδι του Κ. Γ. Καρυωτάκη για τους «ποιητές άδοξοι που ’ναι». Και ο δεύτερος από έναν στίχο του Γιώργου Σεφέρη: «Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη».
Αυτή τη Δικαιοσύνη είχε σίγουρα κατά νουν ο Μανόλης Αναγνωστάκης, όταν, με αίσθηση της ιστορίας και με ευαισθησία απέναντι στο ποιητικό σόι, απάρτιζε μια «προσωπική ανθολογία» με τον τίτλο «Χαμηλή φωνή» (εκδ. Νεφέλη, 1990»). Ο ευγενής στόχος του ήταν να φέρει στο αναγνωστικό προσκήνιο τα «λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς», συστεγάζοντας στην ανθολογία του μεσοπολεμικούς ποιητές, καθ’ όλα άξιους αλλά όχι της ανέκαθεν και παντού ολιγομελούς τάξεως των μειζόνων: Φιλύρας, Ουράνης, Μαλακάσης, Μελαχρινός, Γρυπάρης, Καρυωτάκης, Πολυδούρη, Παράσχος, Αγρας. Ελάσσονες...
Ας ξαναπώ εδώ, με μονότονο πείσμα, ή υπακούοντας σε κάποια ιδεοληψία, ότι ουδείς μείζων θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τη μακρότατη αλληλουχία των ησσόνων. Χωρίς τη δική τους σεμνή σκυταλοδρομία, που πραγματοποιείται σε βάθος χρόνου, αλλά και σε βάθος γλώσσας, ρυθμού, αισθημάτων, τεχνοτροπιών, εικόνων, ιδεών, οι κορυφές -μια στο τόσο- ίσως δεν εμφανίζονταν. Η «Παλατινή Ανθολογία», λ.χ., είναι γεμάτη ελάσσονες ποιητές. Τις φωνές τους ωστόσο -που ευτυχώς σώθηκαν, ώστε να μη δημιουργηθεί η εντύπωση πως η αρχαία ποίηση διέθετε αποκλειστικά κορυφές- τις άκουσε με προσοχή ο Κ. Π. Καβάφης. Κι αυτό τον βοήθησε να δουλέψει τη δική του, να κατορθώσει την ιδιοτυπία της. Οπως βοήθησε τον Σολωμό το δημοτικό τραγούδι, με τη γλώσσα και τη μουσική του.
Με τον Νίκο Καββαδία, έναν εκ των ελασσόνων κατά τα ισχύοντα κριτήρια, συμβαίνει κάτι όχι ιδιαίτερα συνηθισμένο στα γράμματά μας: Η φήμη του όχι μόνο διατηρείται άφθιτη, μετά τον θάνατό του, το 1975, αλλά ενισχύεται θεαματικά. Και κυρίως ακμάζει το ενδιαφέρον για το καθαυτό έργο του, όχι για τον θρύλο του, που, με πρώτη ύλη το ζεύγμα βίου και θεματογραφίας, τον εγγράφει -και μάλιστα ηγετικά- στους ελληνικώ τω τρόπω «καταραμένους». Αλλά θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ο Καββαδίας απλός διακομιστής ή μεταφραστής αλλοτρίων ποιητικών στρατηγικών. Δεν είναι ο Ελληνας Μποντλέρ. Είναι ο Ελληνας Νίκος Καββαδίας. Ενας ποιητής που απέδωσε στα ελληνικά όσα του έστελναν με σήματα Μορς η θάλασσα, ο έρωτας, η μοναξιά, η γνωριμία με ποικίλους ανθρώπινους τύπους, αλλά κι ο στεριανός κόσμος, όχι μονάχα ο ελληνικός, με τους αγώνες και τις αγωνίες του.
Το ενδιαφέρον για το έργο του αποκρυσταλλώνεται σε πέντε μορφές. Πρώτη η εκδοτική: Στις δύο λιγοσέλιδες ποιητικές συλλογές που εκδόθηκαν όσο ζούσε, το «Μαραμπού» (1933) και το «Πούσι» (1947), και στην έξοχη πεζογραφική «Βάρδια» (1954), δηλαδή σε τρία βιβλία όλα κι όλα σε μία εικοσαετία, μετά τον θάνατό του προστέθηκε η τρίτη συλλογή του, το «Τραβέρσο» (1975), τα τρία μικρά πεζά, «Του πολέμου», «Στο άλογό μου» (στο ίδιο τομίδιο αυτά τα δύο) και «Λι», αθησαύριστα ποιήματα και πεζά του συγκεντρωμένα στο «Ημερολόγιο ενός τιμονιέρη», που εκδόθηκε το 2015 με την επιμέλεια του Γκι (Μισέλ) Σονιέ, και δύο βιβλία με επιστολές του, η αλληλογραφία του δηλαδή αφενός με τον Μ. Καραγάτση, αφετέρου με την αδελφή του την Τζένια και την ανιψιά του την Ελγκα. Οι καββαδιακές σελίδες λοιπόν πολλαπλασιάστηκαν μεταθανάτια. Αποκωδικοποιήθηκαν έτσι κάποιες από τις κρυπτικότερες ποιητικές στιγμές τους, χωρίς πάντως να χαθεί η μαγεία τους. Και αποκαλύφθηκαν νέες πηγές έμπνευσης, νέες αφηγηματικές τεχνικές ή λογοτεχνικές προτιμήσεις. Κυρίως δε είδαμε αναδρομικά το έργο εν προόδω, την προσπάθεια δηλαδή του ποιητή να κατορθώσει μέσα από αλλεπάλληλες επεξεργασίες την τελειότητα στον ρυθμό, την ποθητή κυριολεξία, την εικονογραφική πληρότητα.
Η δεύτερη μορφή του διαρκούς ενδιαφέροντος είναι η φιλολογική, όπως τη στοιχειοθετεί η έκδοση περίπου είκοσι μελετημάτων, διαφορετικών σχολών και ποικίλης στόχευσης, με θέμα το έργο του εν συνόλω ή κάποια πτυχή του. Τρίτη μορφή η μουσική, με τη μελοποίηση ποιημάτων του από αρκετούς συνθέτες, τον Θάνο Μικρούτσικο πρώτα πρώτα, τους αδελφούς Κατσιμίχα, τον Γιάννη Σπανό, τον Δημήτρη Ζερβουδάκη. Τέταρτη η φιλμογραφική, με την εκπόνηση ντοκιμαντέρ αλλά και τριών μυθοπλαστικών ταινιών, στηριγμένων στο διήγημα «Του πολέμου», στο διήγημα «Λι» και στη «Βάρδια». Και πέμπτη η αναγνωστική: Οι απανωτές (δεκάδες πια) ανατυπώσεις των έργων του, πρώτα από τον «Κέδρο» και πλέον από την «Αγρα», πιστοποιούν ότι έχουμε να κάνουμε με ένα διαρκές μπεστ σέλερ, αδιάφορο για εποχές και γούστα εν προκειμένω μάλιστα δεν έχουμε ένα ευπώλητο βιβλίο, αλλά έναν πολυπωλούμενο συγγραφέα.
Η μελοποίηση συνιστά ανάγνωση και ερμηνεία, όταν πράγματι αναμετριέται με το ποίημα, για να ανακαλύψει τον ενύπαρκτο ρυθμό του και είτε να τον αναδείξει είτε να του επιβληθεί. Οσον αφορά τον Καββαδία, οπωσδήποτε έχει συμβάλει καθοριστικά στην εδραίωση της αγαθής φήμης του ποιητή, αφού οδήγησε από το ακρόαμα στο ανάγνωσμα, από την ακοή στο βλέμμα. Η μελοποίηση σύστησε τον Καββαδία σε ευρύτερο κοινό, τον κατέστησε δημοτικό, εκμαιεύοντας κατά κάποιον τρόπο το αναγνωστικό βλέμμα ανθρώπων που βρίσκονταν αρκετά ή και πολύ έξω από την περιοχή όπου συχνάζουν οι συνήθεις ύποπτοι, οι συνήθεις φανατικοί της ανάγνωσης δηλαδή.
Συνεχίζουμε την επόμενη Κυριακή.
ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17 Φλεβάρη 2019
Παρά τα όσα βαρύηχα ακούγονται εθιμικά, δίκην επιτυμβίων, περί αιωνίας μνήμης και ανελλιπούς καταφυγής στο έργο όσων πεθαίνουν, βρισκόμαστε σχεδόν μόνιμα μέσα σ’ ένα στενάχωρο δίπολο. Ο ένας πόλος ορίζεται από το μελαγχολικό τραγούδι του Κ. Γ. Καρυωτάκη για τους «ποιητές άδοξοι που ’ναι». Και ο δεύτερος από έναν στίχο του Γιώργου Σεφέρη: «Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη».
Αυτή τη Δικαιοσύνη είχε σίγουρα κατά νουν ο Μανόλης Αναγνωστάκης, όταν, με αίσθηση της ιστορίας και με ευαισθησία απέναντι στο ποιητικό σόι, απάρτιζε μια «προσωπική ανθολογία» με τον τίτλο «Χαμηλή φωνή» (εκδ. Νεφέλη, 1990»). Ο ευγενής στόχος του ήταν να φέρει στο αναγνωστικό προσκήνιο τα «λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς», συστεγάζοντας στην ανθολογία του μεσοπολεμικούς ποιητές, καθ’ όλα άξιους αλλά όχι της ανέκαθεν και παντού ολιγομελούς τάξεως των μειζόνων: Φιλύρας, Ουράνης, Μαλακάσης, Μελαχρινός, Γρυπάρης, Καρυωτάκης, Πολυδούρη, Παράσχος, Αγρας. Ελάσσονες...
Ας ξαναπώ εδώ, με μονότονο πείσμα, ή υπακούοντας σε κάποια ιδεοληψία, ότι ουδείς μείζων θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τη μακρότατη αλληλουχία των ησσόνων. Χωρίς τη δική τους σεμνή σκυταλοδρομία, που πραγματοποιείται σε βάθος χρόνου, αλλά και σε βάθος γλώσσας, ρυθμού, αισθημάτων, τεχνοτροπιών, εικόνων, ιδεών, οι κορυφές -μια στο τόσο- ίσως δεν εμφανίζονταν. Η «Παλατινή Ανθολογία», λ.χ., είναι γεμάτη ελάσσονες ποιητές. Τις φωνές τους ωστόσο -που ευτυχώς σώθηκαν, ώστε να μη δημιουργηθεί η εντύπωση πως η αρχαία ποίηση διέθετε αποκλειστικά κορυφές- τις άκουσε με προσοχή ο Κ. Π. Καβάφης. Κι αυτό τον βοήθησε να δουλέψει τη δική του, να κατορθώσει την ιδιοτυπία της. Οπως βοήθησε τον Σολωμό το δημοτικό τραγούδι, με τη γλώσσα και τη μουσική του.
Με τον Νίκο Καββαδία, έναν εκ των ελασσόνων κατά τα ισχύοντα κριτήρια, συμβαίνει κάτι όχι ιδιαίτερα συνηθισμένο στα γράμματά μας: Η φήμη του όχι μόνο διατηρείται άφθιτη, μετά τον θάνατό του, το 1975, αλλά ενισχύεται θεαματικά. Και κυρίως ακμάζει το ενδιαφέρον για το καθαυτό έργο του, όχι για τον θρύλο του, που, με πρώτη ύλη το ζεύγμα βίου και θεματογραφίας, τον εγγράφει -και μάλιστα ηγετικά- στους ελληνικώ τω τρόπω «καταραμένους». Αλλά θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ο Καββαδίας απλός διακομιστής ή μεταφραστής αλλοτρίων ποιητικών στρατηγικών. Δεν είναι ο Ελληνας Μποντλέρ. Είναι ο Ελληνας Νίκος Καββαδίας. Ενας ποιητής που απέδωσε στα ελληνικά όσα του έστελναν με σήματα Μορς η θάλασσα, ο έρωτας, η μοναξιά, η γνωριμία με ποικίλους ανθρώπινους τύπους, αλλά κι ο στεριανός κόσμος, όχι μονάχα ο ελληνικός, με τους αγώνες και τις αγωνίες του.
Το ενδιαφέρον για το έργο του αποκρυσταλλώνεται σε πέντε μορφές. Πρώτη η εκδοτική: Στις δύο λιγοσέλιδες ποιητικές συλλογές που εκδόθηκαν όσο ζούσε, το «Μαραμπού» (1933) και το «Πούσι» (1947), και στην έξοχη πεζογραφική «Βάρδια» (1954), δηλαδή σε τρία βιβλία όλα κι όλα σε μία εικοσαετία, μετά τον θάνατό του προστέθηκε η τρίτη συλλογή του, το «Τραβέρσο» (1975), τα τρία μικρά πεζά, «Του πολέμου», «Στο άλογό μου» (στο ίδιο τομίδιο αυτά τα δύο) και «Λι», αθησαύριστα ποιήματα και πεζά του συγκεντρωμένα στο «Ημερολόγιο ενός τιμονιέρη», που εκδόθηκε το 2015 με την επιμέλεια του Γκι (Μισέλ) Σονιέ, και δύο βιβλία με επιστολές του, η αλληλογραφία του δηλαδή αφενός με τον Μ. Καραγάτση, αφετέρου με την αδελφή του την Τζένια και την ανιψιά του την Ελγκα. Οι καββαδιακές σελίδες λοιπόν πολλαπλασιάστηκαν μεταθανάτια. Αποκωδικοποιήθηκαν έτσι κάποιες από τις κρυπτικότερες ποιητικές στιγμές τους, χωρίς πάντως να χαθεί η μαγεία τους. Και αποκαλύφθηκαν νέες πηγές έμπνευσης, νέες αφηγηματικές τεχνικές ή λογοτεχνικές προτιμήσεις. Κυρίως δε είδαμε αναδρομικά το έργο εν προόδω, την προσπάθεια δηλαδή του ποιητή να κατορθώσει μέσα από αλλεπάλληλες επεξεργασίες την τελειότητα στον ρυθμό, την ποθητή κυριολεξία, την εικονογραφική πληρότητα.
Η δεύτερη μορφή του διαρκούς ενδιαφέροντος είναι η φιλολογική, όπως τη στοιχειοθετεί η έκδοση περίπου είκοσι μελετημάτων, διαφορετικών σχολών και ποικίλης στόχευσης, με θέμα το έργο του εν συνόλω ή κάποια πτυχή του. Τρίτη μορφή η μουσική, με τη μελοποίηση ποιημάτων του από αρκετούς συνθέτες, τον Θάνο Μικρούτσικο πρώτα πρώτα, τους αδελφούς Κατσιμίχα, τον Γιάννη Σπανό, τον Δημήτρη Ζερβουδάκη. Τέταρτη η φιλμογραφική, με την εκπόνηση ντοκιμαντέρ αλλά και τριών μυθοπλαστικών ταινιών, στηριγμένων στο διήγημα «Του πολέμου», στο διήγημα «Λι» και στη «Βάρδια». Και πέμπτη η αναγνωστική: Οι απανωτές (δεκάδες πια) ανατυπώσεις των έργων του, πρώτα από τον «Κέδρο» και πλέον από την «Αγρα», πιστοποιούν ότι έχουμε να κάνουμε με ένα διαρκές μπεστ σέλερ, αδιάφορο για εποχές και γούστα εν προκειμένω μάλιστα δεν έχουμε ένα ευπώλητο βιβλίο, αλλά έναν πολυπωλούμενο συγγραφέα.
Η μελοποίηση συνιστά ανάγνωση και ερμηνεία, όταν πράγματι αναμετριέται με το ποίημα, για να ανακαλύψει τον ενύπαρκτο ρυθμό του και είτε να τον αναδείξει είτε να του επιβληθεί. Οσον αφορά τον Καββαδία, οπωσδήποτε έχει συμβάλει καθοριστικά στην εδραίωση της αγαθής φήμης του ποιητή, αφού οδήγησε από το ακρόαμα στο ανάγνωσμα, από την ακοή στο βλέμμα. Η μελοποίηση σύστησε τον Καββαδία σε ευρύτερο κοινό, τον κατέστησε δημοτικό, εκμαιεύοντας κατά κάποιον τρόπο το αναγνωστικό βλέμμα ανθρώπων που βρίσκονταν αρκετά ή και πολύ έξω από την περιοχή όπου συχνάζουν οι συνήθεις ύποπτοι, οι συνήθεις φανατικοί της ανάγνωσης δηλαδή.
Συνεχίζουμε την επόμενη Κυριακή.
ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17 Φλεβάρη 2019
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire