Του Στέφανου Κωνσταντινίδη*
Για όσους γνωρίζουν την ιστορία της Μέσης Ανατολής, στην περιοχή
διαδραματιζόταν πάντα ένα μεγάλο παιχνίδι ισχύος. Καθώς πρόκειται για μια
νευραλγική περιοχή, σταυροδρόμι πολιτισμών, θρησκειών και εμπορικών δρόμων, με
τεράστιο ενεργειακό πλούτο, έχει μια ξεχωριστή γεωπολιτική και γεωστρατηγική
αξία και είναι πεδίο τεράστιων ανταγωνισμών. Το παιχνίδι ισχύος αφορά τοπικούς
και διεθνείς παίκτες, αφορά μεγάλα συμφέροντα που διακυβεύονται σε τοπικό και
διεθνές επίπεδο, συμμαχίες που αλλάζουν με μεγάλη ταχύτητα, υπόγειους
ανταγωνισμούς με θρησκευτικό-ιδεολογικό πρόσημο αλλά και με γεωπολιτικό πρόσημο
που πολλές φορές εκτοπίζει το πρώτο.
Αν αφήσουμε κατά μέρος το Ισραήλ που αποτελεί μια ξεχωριστή και ιδιαίτερη
περίπτωση, βασικά οι κύριοι τοπικοί παίκτες που ανταγωνίζονται αυτή τη στιγμή στην περιοχή είναι τρεις: Το Ιράν, η Σαουδική
Αραβία και η Τουρκία Η κάθε μια από
αυτές τις χώρες διεκδικεί ρόλο περιφερειακής δύναμης. Το Ιράν εκπροσωπεί το
σιιτικό Ισλάμ το οποίο είναι μειονοτικό και καταπιεσμένο στις περισσότερες
χώρες που κυριαρχεί το σουνιτικό Ισλάμ. Δεν πρόκειται μόνο για θρησκευτική
καταπίεση αλλά και για κοινωνικο-οικονομική. Η Σαουδική Αραβία εκπροσωπεί το
πιο συντηρητικό και φονταμενταλιμιστικό Ισλάμ με προεκτάσεις κοινωνικών
ανισοτήτων. Η Τουρκία φιλοδόξησε στις αρχές της εξουσίας του Ερντογάν να
παρουσιάσει ένα μοντέλο φιλελεύθερου
Ισλάμ συμβατού με τη δυτική δημοκρατία, αλλά γρήγορα στράφηκε προς το φονταμενταλιστικό
Ισλάμ και κάπου εκεί συγκρούστηκε με τη Σαουδική Αραβία. Οι διαφορές όμως με τη
Σαουδική Αραβία είναι βαθύτερες καθ΄ότι
το τουρκικό οθωμανικό Ισλάμ αντιμετωπίστηκε πάντα ως ξένο από τον
αραβικό κόσμο με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζεται και το σιιτικό ιρανικό
Ισλάμ. Πίσω όμως από τις θρησκευτικές-ιδεολογικές ταμπέλες κρύβονται βαθύτερα
ανταγωνιστικά συμφέροντα με γεωπολιτικό ή οικονομικό πρόσημο. Είναι
χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η Τουρκία στήριζε στην Αίγυπτο το ισλαμικό καθεστώς της Μουσουλμανικής
Αδελφότητας ενώ η Σαουδική Αραβία βοήθησε τον σημερινό Πρόεδρο Αμπντέλ Φατάχ Αλ
Σίσι να το ανατρέψει. Χαρακτηριστική επίσης είναι η υπόγεια συμμαχία
Ισραήλ-Σαουδικής Αραβίας εναντίον του Ιράν με τις ευλογίες του Αμερικανού
Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ που ανέτρεψε την πολιτική του προκατόχου του Μπαράκ
Ομπάμα.
Από τις τρεις αυτές χώρες, η Τουρκία είναι σήμερα η χώρα με τα περισσότερα
προβλήματα και τις περισσότερες αδυναμίες επειδή δεν διαθέτει ούτε την τεράστια
οικονομική δύναμη της Σαουδικής Αραβίας, ούτε την ιδεολογική συνέπεια του Ιράν.
Ούτε και εμπνέει εμπιστοσύνη στους λαούς της περιοχής με τις συνεχείς
μεταλλάξεις της πολιτικής της όλα αυτά τα χρόνια της ηγεμονίας του Ερντογάν. Η
μόνη σταθερά της τουρκικής πολιτικής είναι οι επεκτατικές της επιδιώξεις σε
βάρος των γειτόνων της, κάτι που προκαλεί την απέχθεια και την εχθρότητα τους.
Επιπλέον έχασε την εμπιστοσύνη και την «έξωθεν καλή μαρτυρία» στις σχέσεις της
με τους μεγάλους διεθνείς παίκτες της
περιοχής, τις ΗΠΑ, την Ρωσία, ακόμη και την Κίνα. Αυτό φαίνεται και από το
γεγονός ότι για την ώρα δεν έχει καταφέρει να εκπληρώσει τους βασικούς στόχους
της που έθεσε για τη Συρία. Με τις χώρες αυτές οι όποιες σχέσεις είναι
περιστασιακές, στο μέτρο που εξυπηρετούνται αμοιβαία συμφέροντα. Με την Ευρώπη
επιφανειακά οι σχέσεις παρουσιάζονται καλύτερες αλλά η εχθρότητα των ευρωπαϊκών
λαών απέναντι στην Τουρκία μεγαλώνει και αυτό περιορίζει τις ευρωτουρκικές
σχέσεις σε ένα μερκαντιλίστικο επίπεδο. Παρ΄όλα αυτά πρέπει να αναγνωριστεί
στην Τουρκία μια συνέπεια στους μακροπρόθεσμους νεοοθωμανικούς στόχους της.
Σε ότι μας αφορά, ως Ελλάδα και Κύπρος έχουμε μια καλύτερη εικόνα στη
διεθνή σκηνή απ΄ότι η Τουρκία. Και αυτό γιατί παρά τις όποιες αδυναμίες
παρουσιάζει η εξωτερική πολιτική των δύο χωρών, βρίσκει μια νομιμοποίηση στη
βάση των κυρίαρχων διεθνών αξιών και του διεθνούς δικαίου. Αυτό φαίνεται και
από τα ερείσματα που έχουν και οι δύο χώρες στον αραβικό και το μουσουλμανικό
κόσμο καθώς και από τη συμμετοχή
τους σε πληθώρα περιφερειακών σχημάτων
συνεργασίας και διευθετήσεων ασφάλειας (οι τριμερείς συμμαχίες στρατηγικού
χαρακτήρα με Ισραήλ και Αίγυπτο, η Σύνοδος των MED 7 –των μεσογειακών κρατών-μελών της Ε.Ε.–, η
προώθηση του αγωγού EastMed
και άλλα). Αντίθετα η τουρκική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από
σπασμωδικές ενέργειες και ένα συνεχή νεοοθωμανικό ρητορικό αναθεωρητισμό καθώς και από την υιοθέτηση
τυχοδιωκτικών πολιτικών αντίθετων με το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή πρακτική.
Ενώ δε ενισχύεται η γεωπολιτική σημασία τόσο της Ελλάδας όσο και της Κύπρου,
ειδικά δε η Ελλάδα παρουσιάζεται ως πόλος σταθερότητας, αυξάνεται η διεθνής
αναξιοπιστία της Τουρκίας. Αυτή η αναξιοπιστία ενισχύεται και από το σοβαρό
δημοκρατικό έλλειμμα που τη χαρακτηρίζει, την παραβίαση των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων και τη φυλάκιση χιλιάδων πολιτών, συμπεριλαμβανομένων
δημοσιογράφων, συγγραφέων, πανεπιστημιακών και στρατιωτικών.
Φυσικά όλα αυτά δεν απαλλάσσουν ούτε
τη Λευκωσία, ούτε την Αθήνα από τις ευθύνες τους για μια πιο ενεργή εξωτερική
πολιτική, περισσότερο ισορροπημένη και πολυδιάστατη. Ειδικά δεν απαλλάσσεται η
Λευκωσία των ευθυνών της που με τα φοβικά της σύνδρομα συνεχίζει την ίδια αδιέξοδη
πολιτική στο Κυπριακό, στη λογική των τουρκικών προδιαγραφών και παραμέτρων.
Επί της ουσίας η Λευκωσία δεν επωφελείται των τουρκικών αδυναμιών ούτε και των
δικών της ερεισμάτων για την υιοθέτηση μιας πολιτικής που να ανατρέπει τους
τουρκικούς σχεδιασμούς και τα κατοχικά δεδομένα. Αντίθετα υιοθετεί τον
τελευταίο καιρό όλο και περισσότερα μέτρα «καλής γειτονίας» με το κατοχικό
καθεστώς, κάτι που εδραιώνει την κατοχή και ευνουχίζει την όποια αντίσταση των
Τουρκοκυπρίων στην πολιτική αφομοίωσης τους από τους εποίκους και την Άγκυρα. Η
προσκόλληση όμως σε μια παρωχημένη πολιτική άλλων εποχών εμπεριέχει σοβαρούς
κινδύνους για το μέλλον του τόπου.
*Πανεπιστημιακός,
διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά-ΚΕΕΚ
και
μέχρι πρόσφατα επιστημονικός συνεργάτης
του ΕΔΙΑΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
*
.E-mail stephanos.constantinides@gmail.com
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire