ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

mercredi 20 février 2019

ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ: Νομάδας, Α΄ Η Έξοδος



 









Γράφει: Ανδρέας Πετρίδης


Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό

ΑΚΤΗ, Τεύχος 117, Χειμώνας 2018





...Είμαι ένας νομάδας που περιστρέφεται γύρω από τη γη. Κάθισα δύο μέρες στην Πενταλιά. Εδώ το κλίμα είναι διαφορετικό. Αναπόλησα το παρελθόν κι ατένισα το μέλλον. Κάπως έτσι ξεκίνησε να γράφεται αυτή η αναφορά. Δεν ξέρω αν θα την πούνε μυθιστόρημα, χρονικό ή τι άλλο. Γράφει κανείς ανασύροντας μνήμες και πράγματα από το βαθύ υπόστρωμα όσων έχει ζήσει, όσων έχει ακούσει και όσων έχει διαβάσει. Και καμιά φορά, από μια λεπτομέρεια έστω και ευτελή, μπορεί να δημιουργηθεί ένα ολόκληρο σύμπαν. Σημασία έχει πως από δω ξεκίνησε, για να συνεχιστεί ο περίπλους ενός νομάδα. Δεν πρόκειται για αναφορά με στέρεη χρονολογική βάση. Αν το πούνε μυθιστόρημα, ξεκαθαρίζω πως οι ήρωες του είναι δημιουργήματα μιας παραληρούσας φαντασίας...

Το μυθιστόρημα Η Έξοδος, το πρώτο της τριλογίας ΝΟΜΑΔΑΣ  του Στέφανου Κωνσταντινίδη, είναι το πρώτο μέρος της δικής του βιοτικής και ψυχοπνευματικής Οδύσσειας σ’ αυτό τον κόσμο. Είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα και με ενδιαφέρον, όσον αφορά την ποιότητα της γραφής αλλά και τα γεγονότα, που ως μορφές ζωής πειστικά αναπαριστώνται. Ο συγγραφέας- αφηγητής και κεντρικός ήρωας συγχρόνως, ως μαέστρος μιας πολυφωνικής ορχήστρας κινείται συνεχώς από το ένα στο άλλο, εμπλέκοντας τη μυθιστορηματική πλοκή στην αναπαράσταση των συμβάντων- με την παρεμβολή επιστολών, ημερολογιακών σημειώσεων και προσωπικών μαρτυριών. Επιπρόσθετα ανοίγει  συχνά επικοινωνία και διάλογο με μεγάλα πνεύματα των ιδεών και της τέχνης, μη παραλείποντας να συνδιαλεχτεί ακαδημαϊκά με κορυφαίους στοχαστές κοινωνικο-οικονομικών θεωριών και επαναστατικών εφαρμογών.  Διαπιστώνει στην αναγνωστική πορεία κανείς, ότι κρατά στο χέρι ένα βιβλίο συνθετικό ως προς την ειδο- λογική κατηγοριοποίηση, πλούσιο σε συμβάντα και βιώματα. Και όλα αυτά μέσα από μια παροντική εγρήγορση και αδιάσπαστη μνημονική ενεργοποίηση.  Μ’αυτό τον καταιγισμό ερεθισμάτων και προκλήσεων, που απαιτούν μερίδιο προσοχής και εστίασης, είναι  στιγμές που ο τελειομανής Στέφανος Κωνσταντινίδης μπορεί να λιποψυχήσει, ως προς την έκβαση των υψηλών του αισθητικών στοχοθετήσεων. Σας διαβάζω ένα σχετικό κομμάτι απ το Κεφάλαιο 4. :
Τώρα κοιτάζει από το παράθυρο το χιονισμένο τοπίο και προσπαθεί να βάλει μια σειρά στις σκέψεις και στα συναισθήματά του. Δεν γράφονται έτσι τα μυθιστορήματα, καταλήγει, όσες καλές προθέσεις και να έχει κανείς. Παλεύεις τις λέξεις και χάνεις τα συναισθήματα. Παλεύεις τα συναισθήματα και χάνεις τις λέξεις. Πώς τα δένεις αυτά τα δύο; Γιατί το μυθιστόρημα είναι η ιστορικο-ιδεολογική σύλληψη της πραγματικότητας.


Μιλάμε φυσικά για την επαναφορά μιας περισσότερο ιδεατής και σ’ ένα βαθμό υποκειμενικής πραγματικότητας, η οποία πλάθεται  από την οπτική προσέγγιση και τη χρονική απόσταση του αφηγητή, που ψυχοπνευματικά δεν έμεινε το ίδιο πρόσωπο. Η τοτινή πραγματικότητα ενσαρκώνεται  με τον φακό του επανακάμπτοντος δια-πολιτισμικού νομάδα. Ακούστε κάποιους - λυρικής αύρας αναστοχασμούς του, ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου:
Είμαστε δραπέτες των ονείρων που έμειναν να αιωρούνται στο απέραντο κενό ενός γλαυκού ουρανού, ανάμεσα στην Πενταλιά της νήσου Κύπρου και την Αθήνα, ανάμεσα στην Πενταλιά και το Παρίσι, ανάμεσα στην Πενταλιά και το Μοντρεάλ. Καψαλισμένα δέντρα της νιότης, απολιθώματα δεινοσαύρων, χρησμοί ανεκπλήρωτοι, συμμαζεμένα υπολείμματα από στάχτες και αποκαϊδια της ψυχής μας, όσα δεν ξέμειναν στις ακροποταμιές του Σίντυ, στις παρυφές του Μοναστηριού του Αγάθωνα, στις ακτές της λίμνης του Κουρνά, στις παρυφές του ουρανού, στις παρυφές του έρωτα, στις παρυφές της θλίψης. Είμαστε δραπέτες των ονείρων, ρυτιδωμένα βουνά της πολυκαιρίας, εραστές ποιημάτων που δε θα γραφτούν ποτέ...
Αυτές οι συναισθηματικές και κατά βάση λυρικο-στοχαστικές εξάρσεις, συνοδεύουν κι εμπλουτίζουν λογοτεχνικά την αφήγηση, που σπάνια ανελίσσεται γραμμικά, αλλά κατά περίπτωση παρουσιάζει μια  πολυεπίπεδη ανάπτυξη. Ανασυντάσσοντας ένα ολόκληρο κόσμο, φωτίζοντας με παροντικό φως μια θολή στα βάθη του χρόνου εποχή, o συγγραφέας ξανοίγεται διακειμενικά σε χώρους της κατακτημένης επιστημονικής και φιλοσοφικής γνώσης– χωρίς όμως ν’ απομακρύνεται για πολύ από την εμπράγματη βάση της αφετηρίας του....Τον χωροχρόνο δηλαδή, όπου φυλάγεται η κιβωτός των παιδικών  του αναμνήσεων. Ανακαλεί με ζωντάνια τον αρχαϊκό- ησιόδειο εκείνο κόσμο, με την προσφιλή του τεχνική των αυθεντικών ημερολογιακών παρεμβολών στα διαδραματιζόμενα, δίνοντάς τους μ’ αυτό τον τρόπο συγκινητική αμεσότητα. Σας διαβάζω στη συνέχεια κάτι από το ημερολόγιο του δασκάλου της Πενταλιάς, του Προμηθέα, την προτεραία της δύσκολης γέννας του κεντρικού ήρωα - και αργότερα βαφτιστικού του, στις 27 Φεβρουαρίου του 41:

Έφυγα (από το σπίτι της κοιλιοπονούσας, εννοεί), με την υπόσχεση να ξαναγυρίσω σε λίγο. Προσπαθούσα να καταλάβω τη σκληρή μοίρα αυτών των ανθρώπων εδώ στην Πενταλιά. Ριζωμένοι στις πέτρες τους, με ροζιασμένα χέρια, με πρόσωπα σκληρά, αλλά και γεμάτα γλυκάδα, σκάβουν τη γη και περιποιούνται τα λιγοστά αμπέλια τους. Αντιστέκονται στη σκληράδα της μοίρας τους. Κι ακούνε μέσα από τις καλαμιές τους ψιθύρους της ζωής.
*
Ο συγγραφέας υιοθετεί εξ ορισμού μια εκ των υστέρων οπτική, όπου βασικός είναι ο ρόλος της διαδικασίας της ενθύμησης. Η μνήμη, καθώς γνωρίζουμε, αποτελεί αστάθμητο, μη ελεγχόμενο παράγοντα: υπάρχουν φορές υποθέτω, που οι αναμνήσεις τον κατακλύζουν απρόσκλητες, ενώ άλλες φορές γίνεται πολλή  προσπάθεια να ανακληθούν στον παρόντα χρόνο. Η αυτοβιογραφική ενθύμηση είναι μια συνειδητή πράξη για την ανακατασκευή του παρελθόντος σ’ ένα ολικό και συγκροτημένο κείμενο. Σε συγγραφείς με έντονο λυρικό υπόστρωμα, θα μπορούσε να δυσκολέψει την είσοδο του αναγνώστη στη αντικειμενοποιημένη φανταστική σύλληψη. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο Στέφανος Κωνσταντινίδης αφήνει να απορροφηθούν οι λυρικοί κραδασμοί μέσα στην αυθεντικότητα των πιο ζεστών  προσωπικών εξομολογήσεων ανθρώπων με πρωταγωνιστικούς ή και δευτερεύοντες ρόλους. Διαβάζουμε απ’ τις σημειώσεις του δασκάλου του χωριού, στα πρώτα γενέθλια του βαφτιστικού του, και κεντρικού ήρωα:
...Σήμερα τα γενέθλια του Απόλλωνα. Κι ο φόβος του θανάτου μετατράπηκε σε οίστρο ζωής, που θα έλεγε κι ο ποιητής. Σκεφτόμουνα τί δώρο να του πάρω. Τελικά κατάφερα και εξασφάλισα μερικά κουτιά γάλα Βλάχας.Τί άλλο να του έπαιρνα; Άσε που δεν βρίσκει κανείς και τίποτε. Όχι μόνο εδώ στην Πενταλιά, αλλά ακόμη και στο Κτήμα. Κανένα ρουχαλάκι ίσως το χρειάζεται. Θα δω λίγο αργότερα.

Και κλείνει την ημερολογιακή μέρα 28 Φεβρουαρίου 1942, με το εξής ενδεικτικό κλίμα:
...Φλεβάρης κι είναι ήδη Άνοιξη στην Πενταλιά. Ανθισμένες Αμθγδαλιές, το πράσινο παντού, η φύση όλο ζωή. Στο σχολείο τα καημένα τα παιδιά είναι αδύνατα, υποσιτίζονται, με δυσκολία συγκεντρώνονται στο μάθημα. Έκανα μια προσπάθεια να προμηθευτώ γάλα σε σκόνη, που άρχισε να διανέμεται σε μερικά σχολεία, αλλά η Πενταλιά βρίσκεται εκτός ζώνης «κινδύνου».

Πέρα από τη δημιουργική αξιοποίηση των κειμενικών μορφών της Επιστολής, του Ημερολογίου και της γραπτής μαρτυρίας-
που δίνουν εναλλακτικότητα και αναγνωστική αντοχή- ο συγγραφέας ανακαλεί μέσα από τους δαιδάλους της μνήμης γεγονότα και συμβάντα, που συνέβηκαν κάποτε. Υπενθυμίζω εδώ  προβληματισμούς του, που ενίοτε αναφύονται, για το είδος  της λογοτεχνικής του κατάθεσης: «Δεν πρόκειται, τονίζει, για αναφορά με στέρεη χρονολογική βάση. Αν το πούνε μυθιστόρημα, ξεκαθαρίζω πως οι ήρωες του είναι δημιουργήματα μιας παραληρούσας φαντασίας...
Αναφορικά με αυτά τα δημιουργήματα της παραληρούσας φαντασίας, όπως με εξομολογητικό τόνο χαρακτηρίζει τους ήρωές του ο συγγραφέας, αυτονόητο ενδιαφέρον έχει η ερμηνεία τέτοιας θέσης με τον μηχανισμό της μνημονικής ανάκλησης – που επικαλείται ο Φρόϊντ - στον οποίον καταφεύγει και παραπέμπει συχνά Στέφανος Κωνσταντινίδης. Εξ αυτού προκύπτειμεταφερμένο αναλογικά στη λογοτεχνία, ότι το νεωτερικό υποκείμενο, δηλ. Ο συγγραφέας, χρησιμοποιεί τα αυτοβιογραφικά στοιχεία ως σκηνή, για να εκθέσει τις αντιφάσεις και προβληματισμούς του, όχι μόνο σε σχέση με τις πράξεις και τα κίνητρά του, αλλά και ως προς τη δυνατότητα σύλληψης της πραγματικότητας - και της δυνατότητας που υπάρχει να αναπαρασταθεί.
Βάσει των πιο πάνω μνημονικών και ψυχο-γνωσιολογικών παρατηρήσεων, συνάγεται ότι το συγγραφικό δημιούργημα του Στέφανου Κωνσταντινίδη, είναι ένα μικτό λογοτεχνικό είδος, μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία – που αντανακλά τον ρόλο της πραγματικότητας στη μυθοπλασία, καθώς και τη σπουδαιότητα της φαντασίας  στη συμπυκνωμένη κειμενική διατύπωση αντιστοίχως.
Κλείνουμε όμως αυτή την θεωρητική παρένθεση, για ν’ ακολουθήσουμε τον απρόβλεπτο και πολύτροπο αφηγηματικό  μίτο της περιπετειώδους εξόδου στους δρόμους του σύγχρονου κόσμου του ξεχωριστού αυτού Πενταλιώτη νομάδα:
*
Με όχημα τη μνήμη και την πένα του- και με την αξιόλογη σκηνοθετική του τέχνη, ταξιδεύουμε κι εμείς πίσω στον χρόνο της δεκαετίας του 40 και του 50, όπου η ζωή ξεδιπλώνεται αργά και σχεδόν αρχέγονα, σε άμεση συνάρτηση με τη φύση και τις εποχιακές κυκλικές της μεταμορφώσεις. Ανακαλούνται στον εγκέφαλο, μ’ ένα συνειδητό ή τυχαίο σπινθήρα – οικείες σκηνές βουκολικής γλαφυρότητας, ξεδιπλώνουνται βιωμένες εικόνες αγροτικής καθημερινότητας – με εστίαση σε ανεξίτηλα τελετουργικά δράσεων – εμποτισμένων με  συναισθηματισμό και συγκίνηση. Κι έτσι όπως ανοιγοκλείνει αδιάκοπα η αυλαία,  έχουμε ξάφνου μπροστά μας σκηνές όπως  τ’ αλώνι – έχουμε την πανάρχαιη δουκάνη, των σταχυών τ’ ανέμισμα και το σκληρό ροκ όταν εξακοντίζονται τα λυωμένα πια στάχυα από τα δικράνια. Άς διαβάσουμε όμως τη σχετική με την ατμόσφαιρα περιγραφή του βιβλίου:
Τη δουκάνη την έσερναν συνήθως δυο βόδια ή δυο μούλες, ή ακόμη και τα φτωχά γαϊδούρια.Πάνω σ’ αυτήν καθόταν ή και στεκόταν όρθιο ένα πρόσωπο που οδηγούσε το ζευγάρι, ώστα να περιφέρεται κυκλικά πάνω στα λυμένα δεμάτια, που μετατρέπονταν σε μάλαμα....Ο αλωνεύτης καθοδηγούσε τα ζώα και περνούσε με τη δουκάνη πολλές φορές πάνω από τα στάχυα, μέχρι που γίνονταν ένα μίγμα σπόρων και άχυρου.Αυτό ήταν το μάλαμα, αφού για τον χωρικό το σιτάρι που θα ξεχώριζε αργότερα από το άχυρο με το ανέμισμα, ήταν όπως το χρυσάφι.

Είπαμε κι αλλού, ότι η αφηγηματική μεθοδολογία του Στέφανου Κωνσταντινίδη δεν είναι γραμμική και οριζόντια. Ούτε αυστηρά διαχωρισμένη σε εξωτερικά και εσωτερικά γεγονότα, που δίνουν σχηματικά και προγραμματισμένα τη σκυτάλη το ένα στο άλλο. Αντίθετα, η ροή των κειμένων είναι απρόβλεπτη, αφού μια μικρή εξωτερική αφορμή ανοίγει παρενθεντικά την αυλαία σε άλλες παρεμφερείς εξιστορήσεις – ή ρίχνει τον φωτισμό σε διαλόγους και μονολόγους με παντοίους προβληματισμούς. Είναι τότε που ο διανοούμενος συγγραφέας συνδιαλέγεται δημιουργικά με παλιές και σύγχρονες κορυφές του πνεύματος και της τέχνης, σε μια όσμωση του παρελθόντος με το παρόν- αλλά και με τάνυσμα προς το υποτιθέμενο μέλλον. Κι αρχίζει ν’ αμφιβάλλει κάποτε- κάποτε για κάποια πράματα- χωρίς να τ’ αποκρύβει από τον αναγνώστη του – αυτός, ένας οικουμενικός ταξιδευτής που το έφερε η μοίρα - από την Πενταλιά της Πάφου να βρεθεί φοιτητής στην Αθήνα, μεταπτυχιακός ύστερα στο Παρίσι και μόνιμα εγκατεστημένος εν τέλει - με ζηλευτή Ακαδημαϊκή καριέρα-  στο μακρινό και ψυχρό Μοντρεάλ του Καναδά, όπου ρητορικά εξακολουθεί να θέτει στον εαυτό του- και σε μάς –   βασανιστικά λόγια ερωτήματα, όπως τα ακόλουθα:
Τί σχέση μπορεί να έχει ένα χιονισμένο τοπίο στο Μοντρεάλ με τη Σφίγγα, τη Σίβυλλα, τον Οιδίποδα, την Πυθία, την Ιοκάστη; Τον δρόμο για τη Θήβα; Σιβυλλικά ερωτήματα, όπως πάντα. Σιβυλλικά χαμόγελα σε χιονισμένο τοπίο. Αν ο Απόλλωνας ήταν ζωγράφος, ίσως να απέδιδε με έναν πίνακα πιο παραστατικά από τα λόγια. Αν ήταν ποιητής ίσως να πάλευε καλύτερα τις λέξεις. Στο μυθιστόρημα όμως παλεύεις τις λέξεις και χάνεις τα συναισθήματα. Παλεύεις τα συναισθήματα και χάνεις τις λέξεις. Πώς να συνδυάσεις την αισθητική μέριμνα με το κοινωνείν της ζωής;
Αλήθεια, πώς να συνδυάσεις όλα αυτά, χωρίς ν’ αφήσεις πολλά πίσω, συμβάντα και δράσεις που έχουν κατά γενικήν μαρτυρίαν συντελεστεί; Η φαντασιακή μυθοπλασία και οι ζεστότερες ημερολογιακές σημειώσεις απαμβλύνουν σ’ ένα βαθμό το πεζό και μονοσήμαντο βάρος κάποιων γεγονότων - της πολιτικής επικαιρότητας ιδιαίτερα - μειώνοντας τον κίνδυνο της όποιας αισθητικής διακινδύνευσης.  Όμως και οι  φιλοσοφικοί κάθε τόσο αναστοχασμοί, με κειμενικές εξάρσεις,  - επιτρέπουν στον αφηγητή  ν’ αποσοβεί, οσάκις το οσμίζεται, τον κίνδυνο διολίσθησης στο χρονικό και τη μαρτυρία. Είναι σε παρόμοιες περιπτώσεις που ανοιγοκλείνει με έντεχνο τρόπο την αυλαία σε εναλλαγές του παρελθοντικού με το παρόν, του προσωπικά βιωματικού με το κοινωνικά και ιστορικά ευρύτερο - του ξανοίγματος εν τέλει στα πανανθρώπινα και οικουμενικότερα.
Σαν ελεύθερος και ισορροπιστικός ακροβάτης, περνά τον αναγνώστη σχεδόν αλώβητο αισθητικά μέσα από τα χίλια κύματα του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, τον κάνει κοινωνό των διαφόρων πολιτικών, διπλωματικών και στρατιωτικών του πτυχών - δίνοντας μια πολυπρισματική εικόνα της στάσης του λαού σε κορυφαίες στιγμές των ιστορικών πεπρωμένων του. Εξάλλου ο ίδιος ο συγγραφέας δεν ήταν ποτέ απών σε καμμιά φάση από την ταραγμένη αυτή περίοδο της πατρίδας του. Η εμπλοκή του, με τον ένα ή άλλο τρόπο, αρχίζει ήδη από τη μαθητική ζωή, όταν φοιτούσε στο Λιασίδειο Κολλέγιο στην Πάφο, τη δεκαετία του 50. Τρέφει ιδιαίτερη εκτίμηση στον πρωτοπόρο αυτό της λαϊκής παιδείας Πάφιο εκπαιδευτικό, τον οποίο δικαίως κατατάσσει μεταξύ των μεγάλων ανδρών και πνευματικών ευεργετών της επαρχίας μας. Στο  Κολλέγιο αυτό του Κώστα Λιασίδη τέλειωσε ο Στέφανος Κωνσταντινίδης τη Μέση-παιδεία, κι εδώ γαλουθήθηκε στα νάματα της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς - απλώνοντας νωρίς τα φτερά του σε  ορίζοντες οικουμενικότερων πνευματικών κατακτήσεων.
*
Η μετάβασή στη συνέχεια, ως Απόλλωνα Θρασυβουλίδη, για σπουδές στο κλεινόν άστυ – γίνεται αρχές τις δεκαετίας του 60, σε μια εποχή που οι κοινωνικο- οικονομικές συνθήκες ήταν για τους πολλούς απαγορευτικές για περαιτέρω σπουδές στο εξωτερικό. Πολύ επιγραμματικά και παραστατικά μιλά γι΄αυτή την κατάσταση, αναφερόμενος στην ιδιάζουσα περίπτωση του φίλου και συγχωριανού του Στέφανου, ενός φιλόδοξου νεαρού- που λόγω φτώχιας μόνο το Δημοτικό κατάφερε να τελειώσει. Γράφει με φανερή έξαρση στην αφήγησή του:
Σκεφτόμουν πως κάπως έτσι δολοφονούνται καθημερινά ο αυριανός Μπετόβεν, ο αυριανός Σαρτρ, ο αυριανός Καβάφης, ο αυριανός μεγάλος κυβερνήτης.Εν τάξει, δεν σημαίνει πως ο Στέφανος θα έφτανε σε αυτά τα ύψη. Αλλά, ας του δινόταν τουλάχιστον η ευκαιρία να δοκιμάσει την τύχη του...
Η ζωή στην Αθήνα τη δεκαετία του 60, για τον κεντρικό ήρωα δεν ήταν μόνο φοιτητική, αφού μέσα στον ορυμαγδό εξελίξεων και αναταραχής της κλιμακούμενης αποστασίας – από ιδιοσυγκρασία αλλά και ιδεολογία, δεν κρατιόταν αμέτοχος. Συνεπής στην περίφημη ρήση από τον Επιτάφιο του Περικλή, πρέσβευε έμπρακτα ότι ο αδιάφορος για τα κοινά δεν λέγεται φιλήσυχος αλλά άχρηστος πολίτης για την κοινωνία. Έτσι, πλάι στις σπουδές, πλάι στην επιμόρφωση που πάντα κυνηγούσε με δικά του ξανοίγματα – και πέρα ακόμα από τον έρωτα και τα λογής του γυρίσματα, στρατευόταν ενεργά και με πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπεράσπιση της δικαισύνης και της δημοκρατίας. Το χρέος του στη νησιωτική του πατρίδα το ένιωθε ακόμα βαρύτερο, όταν αυτή την περίοδο στην Κύπρο της πρώιμης Ανεξαρτησίας, το καθεστώς της Ζυρίχης κατέρρεε προκαλώντας επικίνδυνη κρίση. Απόφοιτος αργότερα της Φιλοσοφικής Αθηνών, βρέθηκε κάποια στιγμή να εκτελεί τη στρατιωτική του θητεία στην Κύπρο, να βιώνει το χουντικό πραξικόπημα με ανησυχία και οδύνη, να συμμετέχει σε κινήσεις για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα - και να ζει γενικά με αφόρητη οδύνη την επερχόμενη εθνική τραγωδία. Και δεν έφταναν όλα αυτά, ήταν και το προσωπικό δράμα υγείας της αδελφής του Παναγιώτας, που έσβηνε με ανίατη αιματολογική ασθένεια σε Νοσοκομείο της Αθήνας, με προβλέψιμο δυστυχώς για εκείνη και την οικογένεια τέλος.
Μια αλλαγή του όλου κλίματος, επισυμβαίνει με τον διορισμό του ως εκπαιδευτικό, πρώτα στο Γυμνάσιο Πόλης Χρυσοχούς- και αργότερα στον ακμάζοντα τότε Πεδουλά, όπου μάζεψε πολλές και πλούσιες  εμπειρίες. Εκεί ανάγεται κι απαρχή μιας σταθερής συναισθηματικής σχέσης – που του άνοιξε και την προοπτική της μελλοντικής οικογενειακής αποκατάστασης.
*
Όλη αυτή η πλούσια και πολύπλευρη δραστηριότητα, ευρίσκει στο αφηγηματικό οικοδόμημα ένα σύνθετο κειμενικό ισοδύναμο - με την κατάλληλη και ισορροπημένη χρήση της επιστολογραφίας, της έντυπης ή συνεντευξιακής πληροφορίας και του διακειμενικού αναστοχασμού. Μπορεί κάποιες στιγμές ο φόρτος των γεγονότων και των πολιτικών εξελίξεων, που περνούν κινηματογραφικά ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου, να δημιουργούν κάποια ερωτηματικά για τις ισορροπίες της μυθοπλασίας, ένα όμως είναι βέβαιο: Η πένα που τα περιγράφει ξέρει καλά  να απογειώνεται εκφραστικά και θεματικά, ώστε το βάρος των ενίοτε πεζών και προσομοιαζόντων συμβάντων να απαλύνεται από τα ψυχικά και πνευματικά πετάγματα της καλλιτεχνικής φύσης του Στέφανου Κωνσταντινίδη. Και τέτοιες ανάλαφρες κι εμπνευσμένες απογειώσεις συνιστούν  οι γεμάτοι σοφία και γνώση μονόλογοι που ρίχνει στα κείμενα, οσάκις μια αφορμή του ερεθίσει τη φαντασία, οσάκις μια αμηχανία ή ένα αδιέξοδο του επιβάλλει ένα καλλιτεχνικά πιο εμπνευσμένο λόγο. Από τον αναγνώστη πάντως προσλαμβάνονται ευχάριστα τα δώρα της παιδευτικής και καλλιτεχνικής του φαρέτρας,  στην οποία συχνά καταφεύγει για να εκπέμψει πολλαπλά μηνύματα.
Φίλες και Φίλοι
Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης,   λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Καθηγητής, πολυσχιδής πνευματική και καλλιτεχνική προσωπικότητα, μας έδωσε τον πρώτο τόμο μιας μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας, ή ενός αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος, αν προτιμάμε . Ανοιχτό μυαλό με οξεία και βαθιά διαλεκτική σκέψη - αφήνει τους δρόμους ανοιχτούς για περαιτέρω δημιουργική, ανανεωτική αναζήτηση. Το έργο του είναι  ένα ρεσιτάλ παραστατικής, κειμενικά σύνθετης ανάπλασης ενός εν κινήσει βιωματικού κόσμου...Μια πολύπτυχη διαδρομή ενός πολιτισμικού οδοιπόρου, που είδε κι έμαθε πολλά – κι άλλα τόσα είχε να μας ιστορήσει. Απολαύστε ακόμα μια φορά τη δοκιμιακή δροσιά και εκφραστική του ευλυγισία, σε δυο αποσπάσματα από τα υστερόγραφα στο τέλος του βιβλίου:
Οι αισθητικοί κανόνες έχουν μια μορφή αιωνιότητας και μια μορφή που είναι προϊόν του καθημερινού γίγνεσθαι, και δύο αυτές μορφές πάντοτα θα αντιπαλεύουν. Οι a priori αισθητικές κατηγορίες είναι πάντα εχθρικές στο γίγνεσθαι, όμως και το γίγνεσθαι δεν καταφέρνει να τις εξοβελίσει. Εδώ για άλλη μία φορά ισχύει η διαλεκτική της σύνθεσης και της ανασύνθεσης.
Και το δεύτερο πολύ σύντομο απόσπασμα, της τελευταίας σελίδας:
...Αλλά ξέρω πως υπάρχουν πράγματα που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να τα εκφράσουμε με τη γραφή, ούτε να τα κατανοήσουμε με τη λογική. Μένει κάποτε να βρούμε άλλα κλειδιά ν’ ανοίξουμε τις κλειστές πόρτες του κόσμου, να βρούμε άλλα μέσα αποκωδικοποίησης της έκφρασης και της λογικής.
Στο θέμα ουσίας , πρόκειται για ένα αρκετά ενδιαφέρον και εν πολλοίς συγκινητικό βιβλίο μιας περιπετειώδους - και συγχρόνως άνω θρώσκουσας πνευματικής Οδύσσειας - με ενεργό πάτημα στης γης τα δρώμενα – αλλά και αένναο τάνυσμα στα διαχρονικά και οικουμενικότερα.  Δεν έχουμε, παρά από τα κατάβαθά μας να τον συγχαρούμε και να τον ευχαριστήσουμε.

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire