Προκαλεί ρήγματα στις σχέσεις του και
με την Ουάσιγκτον και με τη Μόσχα. Ζητεί τη στήριξη της Ευρώπης
απειλώντας τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου.
Αγκαλιάζει τους κατατρεγμένους της Μέσης Ανατολής και στη συνέχεια τους
χρησιμοποιεί ως εργαλείο για τις επιδιώξεις του.
Ανεξάντλητοι ελιγμοί χωρίς ευδιάκριτα οφέλη συντείνουν στο συμπέρασμα ότι η εξωτερική πολιτική του δεν βγάζει νόημα με όρους ρεαλιστικής προσέγγισης. Εξηγείται όμως από τη «Μεγάλη Ιδέα» που τρέφει για την Τουρκία και πρωτίστως για τον εαυτό του. Εξ ου πιθανώς και το αδιέξοδο, για τον Ταγίπ Ερντογάν.
Συχνά επικρατεί η εντύπωση ότι ο ηγέτης της Τουρκίας δρα από θέση ισχύος. Δεν είναι πάντα έτσι. Η απόφαση να ανοίξει οργανωμένα τον δρόμο για τις μεταναστευτικές ροές προς την Ελλάδα ήρθε αμέσως μετά την απώλεια δεκάδων Τούρκων στρατιωτών στη Συρία, όπου δοκιμάζονται τα όρια της επεκτατικής πολιτικής του.
Η απόφαση να ασκήσει πίεση στα σύνορα της Ελλάδας βασίστηκε στην προσδοκία να αποσπάσει την αρωγή της Ευρώπης στα πολυάριθμα μέτωπα που έχει ανοίξει για τη χώρα του. Εξάλλου, οι εικόνες με «καραβάνια» μεταναστών να απομακρύνονται προς την Ευρώπη διασκεδάζουν –προς στιγμή– τις εντυπώσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας, όπου μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος δυσανασχετεί, τόσο για την εξέλιξη του μεταναστευτικού στην ενδοχώρα όσο και για την επιστράτευση Τούρκων στρατιωτών που καταλήγουν θύματα στη Συρία.
Είναι αλήθεια ότι η Τουρκία από προπύργιο της Δύσης στη Μέση Ανατολή, ανάγεται σε πρόβλημα της Μέσης Ανατολής για τη Δύση. Ο Ερντογάν έχει αποφασίσει να δρα μονομερώς και κατά βούληση για την προώθηση των συμφερόντων του, ακόμη και με τίμημα την απομόνωση της Τουρκίας. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι βρίσκεται σε αδιέξοδο και οδηγείται σε σπασμωδικές κινήσεις οι οποίες ομολογουμένως τον καθιστούν απρόβλεπτο, μέχρι ενός σημείου.
Περίπλοκος πολιτικός
Οσοι μελετούν το φαινόμενο Ερντογάν μιλούν για τον πλέον περίπλοκο πολιτικό που αναδύεται στη σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας. «Πολωτικός και δημοφιλής, αυταρχικός και πατρικός, υπολογιστικός και απαθής», έλεγε Τούρκος μελετητής, ένας από τους πολλούς που τον αποκαλούν «σουλτάνο» και τον παρομοιάζουν με τους ηγέτες του 19ου αιώνα, υπό την έννοια ότι προσπαθεί να αναβιώσει την Τουρκία ως τη μεγάλη δύναμη που κάποτε συγκρότησε την οθωμανική αυτοκρατορία.
Ακολουθώντας το δόγμα Νταβούτογλου, επιχειρεί να αξιοποιήσει τη γεωγραφική θέση της Τουρκίας στη διασταύρωση της Μαύρης Θάλασσας, του Καυκάσου, της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης, με την επιδίωξη να ηγηθεί των ισλαμικών εθνών. Είναι ενδεικτική η αποστροφή Τούρκου αναλυτή πρόσφατα στο πρακτορείο Anadolu.
«Εχοντας αντλήσει διδάγματα από τα λάθη που έγιναν πριν από 100 χρόνια, η Τουρκία δημιουργεί σήμερα μια δυναμική γραμμή άμυνας από τη Μεσόγειο στον Ινδικό Ωκεανό και από τη Λιβύη στη Σομαλία, τοποθετώντας UAVs και οπλισμένα drones καθώς και πολεμικά πλοία που κατασκευάζονται από την εθνική αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας. Σε αυτήν την πορεία, η Τουρκία ακολουθεί στο μέγιστο τις κουβέντες του Ατατούρκ. Δεν υπάρχει υπεράσπιση μιας γραμμής αλλά μιας ολόκληρης περιοχής. Η περιοχή αυτή είναι τώρα όλες οι θάλασσες του κόσμου».
Είναι πάντως χρήσιμο να βλέπει κανείς την εξωτερική πολιτική του Ερντογάν με το βλέμμα και στο εσωτερικό της Τουρκίας, σε μια συγκυρία αυξανόμενων προβλημάτων από τις ισχυρές πιέσεις στην οικονομία και την κοινωνική συνοχή της γείτονος, που με τη σειρά τους διαμορφώνουν μομέντουμ για τους πολιτικούς αντιπάλους του.
«Τροφή» στη ρητορική του
Η αλήθεια είναι ότι όσο περισσότερες χώρες τάσσονται κατά του Ερντογάν και της επιθετικότητας της πολιτικής του, τόσο αποκτά έδαφος η ρητορική του για μια Τουρκία η οποία απειλείται και βρίσκεται σε πολιορκία, γεγονός που συντηρεί την κυριαρχία του και βάζει στον πάγο τις όποιες διαιρέσεις στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ. Εξάλλου, η απόπειρα πραξικοπήματος το 2016 πρόσφερε τη βάση για μεγαλύτερη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια του. Σημειωτέον, αν κερδίσει και την τρίτη προεδρική θητεία το 2023, τότε το 2028 ο Ερντογάν θα καταγραφεί στην ιστορία ως ο δεύτερος μακροβιότερος πρόεδρος της Τουρκίας, λίγο κάτω από τον πήχυ που έβαλε η περίοδος του Κεμάλ Ατατούρκ.
Ο τουρκικός μεγαλοϊδεατισμός δημιουργεί εύλογα ανησυχία και σίγουρα απαιτεί εγρήγορση, ιδίως σε μια γειτονική και μικρότερη χώρα όπως η Ελλάδα. Στον αντίποδα, έχει μάλλον εδραιωθεί η εκτίμηση ότι η Αγκυρα δεν έχει την πολυτέλεια, τόσο τη γεωπολιτική όσο και την οικονομική, να απαγκιστρωθεί πλήρως από το δυτικό μπλοκ δυνάμεων, γεγονός που περιορίζει τον χώρο για εξελίξεις οι οποίες θα ανέτρεπαν τα θεμέλια του status quo στην περιοχή.
Επεβλήθη στον στρατό μέσω Βρυξελλών
Αποτελεί μάλλον ρητορικό το ερώτημα κατά πόσον ο Ερντογάν πίστεψε ποτέ αληθινά στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Το σίγουρο είναι ότι μέχρι ενός σημείου τον εξυπηρέτησε, καθώς τον βοήθησε να ενισχύσει την απήχηση του ΑΚΡ σε ένα ευρύτερο ακροατήριο ψηφοφόρων. Επιπλέον, όταν εξελέγη για πρώτη φορά, το 2003, αντιμετώπιζε την απειλή του κοσμικού τουρκικού στρατού, στον οποίο επιθυμούσε να επιβληθεί. Στο πλαίσιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, οι Βρυξέλλες άσκησαν πίεση στην Τουρκία προκειμένου να αναβαθμίσει το κράτος δικαίου, θέτοντας τους στρατηγούς υπό τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας. Η ευρωπαϊκή πίεση ήταν χρήσιμη για τον Τούρκο ηγέτη. Στη συνέχεια, όταν η Ε.Ε. αποσύνδεσε την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας από την αντίστοιχη άλλων υποψήφιων χωρών, ο Ερντογάν είχε ήδη αποκομίσει το όφελος για τη μάχη στο εσωτερικό.
Η ανατομία των «πήλινων ποδιών» της τουρκικής οικονομίας
Η ατμομηχανή του Ερντογάν; Διευκολύνει ή δυσχεραίνει την ευόδωση των φιλοδοξιών του; Ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΟΣΑ, Αριστομένης Βαρουδάκης, με άρθρο στην «Κ» επιχειρεί μια ανατομία της τουρκικής οικονομίας. Μια οικονομία σχεδόν τέσσερις φορές μεγαλύτερη από την ελληνική, η οποία έχει εντυπωσιάσει στο πρόσφατο παρελθόν. Σήμερα όμως είναι αντιμέτωπη με τις επιπτώσεις της συναλλαγματικής κρίσης, με υπερβολικό ιδιωτικό χρέος σε ξένο νόμισμα, υψηλό πληθωρισμό και ιδιαίτερη ευαλωτότητα στις αγορές, συνιστώντας βασικό πρόβλημα για τον Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας.
«Η Τουρκία σημείωσε έντονη ανάπτυξη τις τελευταίες δύο δεκαετίες μετά την κρίση του 2001. Αρχικά, οι ευρείες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στήριξαν τη σύγκλιση των εισοδημάτων με τις προηγμένες οικονομίες. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε όρους ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης) αυξήθηκε από 40% του μέσου όρου της Ε.Ε. το 2001 στο 65% το 2017. Σε σύγκριση με την ελληνική οικονομία, η τουρκική οικονομία ήταν 50% μεγαλύτερη το 2001 και 2,2 φορές το 2008. Το 2017 το μέγεθός της ξεπερνούσε 4,3 φορές την ελληνική οικονομία, καθώς η τελευταία βυθίστηκε στην κρίση χρέους από το 2010 και μετά.
Ωστόσο, λόγω της σταδιακής επιβράδυνσης της αύξησης της
παραγωγικότητας, η ανάπτυξη πήγαζε όλο και περισσότερο από την επέκταση
της εγχώριας ζήτησης. Ετσι το 2017-18 η Τουρκία παρουσίαζε παρόμοια
χαρακτηριστικά με τις οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ασίας που επλήγησαν
από την κρίση το 1997-98. Τα δημόσια οικονομικά ήταν υγιή, με έναν
ισορροπημένο πρωτογενή προϋπολογισμό της γενικής κυβέρνησης, ενώ το
δημόσιο χρέος, στο 30% του ΑΕΠ, ήταν σχεδόν στο ήμισυ του μέσου επιπέδου
των αναδυόμενων οικονομιών.
Ομως, λόγω της ισχυρής εγχώριας ζήτησης, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε στο 5,6% του ΑΕΠ το 2017 από 3,5% το 2015-16. Ο πληθωρισμός έφθασε το 12%, σχεδόν διπλάσιος σε σύγκριση με τα προηγούμενα δύο έτη. Η αύξηση της ζήτησης τροφοδοτείτο σε μεγάλο βαθμό από εξωτερική χρηματοδότηση. Το 2018, το ιδιωτικό εξωτερικό χρέος έφθασε το 40% του ΑΕΠ, ο εξωτερικός δανεισμός των τραπεζών αντιπροσώπευε το 1/3 των χορηγούμενων πιστώσεων, ενώ το χρέος σε ξένο νόμισμα των επιχειρήσεων και νοικοκυριών έφθασε στο ήμισυ περίπου του συνολικού τους χρέους. Ολοι αυτοί οι δείκτες ιδιωτικού δανεισμού υπερέβησαν κατά πολύ τον μέσο όρο των αναδυόμενων οικονομιών. Η οικονομία έγινε έτσι ευάλωτη και η μεταστροφή της εμπιστοσύνης των αγορών προκάλεσε την υποτίμηση της λίρας κατά 40% το πρώτο εξάμηνο του 2018. Οι νομισματικές αρχές αύξησαν τα επιτόκια για να περιορίσουν την υποτίμηση και τον πληθωρισμό. Αυτό οδήγησε στην παρέμβαση του προέδρου Ερντογάν στην κεντρική τράπεζα, αποδυναμώνοντας περαιτέρω την εμπιστοσύνη στο νόμισμα. Οι τράπεζες και ο ιδιωτικός τομέας ήταν ιδιαίτερα ευάλωτοι στην υποτίμηση λόγω της υπερχρέωσής τους σε ξένο νόμισμα. Η συναλλαγματική κρίση προκάλεσε τελικά πιστωτική κρίση και τη συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης που οδήγησε σε ύφεση στο τέλος του 2018. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ επιβραδύνθηκε στο 2,4% το 2018, από 7,5% το 2017 και στο 0,2% το 2019. Λόγω της υποτίμησης, ο πληθωρισμός αυξήθηκε στο 20% στο τέλος του 2018, αλλά υποχώρησε στο 13,5% στο τέλος του 2019.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, παρά τα υγιή δημοσιονομικά της Τουρκίας, η συναλλαγματική κρίση επηρέασε σημαντικά το κόστος δανεισμού του δημοσίου. Ενώ η απόδοση των δεκαετών ομολόγων σε τουρκική λίρα κυμαινόταν από 8%-11% μέχρι και το 2017, εκτινάχτηκε στο 21% τον Αύγουστο του 2018 με την κλιμάκωση της κρίσης, υποχωρώντας, με διακυμάνσεις, γύρω στο 13% στην αρχή του 2020. Και ενώ η αύξηση του κόστους δανεισμού ήταν φυσιολογική για τα ομόλογα σε εγχώριο νόμισμα λόγω της υποτίμησης, η ίδια τάση σημειώθηκε και για τα ομόλογα σε δολάρια. Η απόδοσή τους αυξήθηκε από 4-6% πριν από την κρίση στο 9% τον Αύγουστο του 2018, για να μειωθεί σταδιακά στο 6% στην αρχή του 2020, με αυξητικές τάσεις.
Η ανάκαμψη μετά την κρίση ενισχύθηκε από την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και την ταχεία χορήγηση πιστώσεων από τις κρατικές τράπεζες. Αντίθετα, οι ιδιωτικές τράπεζες έχουν μειώσει τον δανεισμό καθώς έχουν πληγεί από την κρίση. Η λίρα ανατιμήθηκε, ενώ η συμπίεση των εισαγωγών που προκλήθηκε από την ύφεση εξισορρόπησε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2019. Το ΔΝΤ προβλέπει ανάπτυξη 3% το 2020, με πληθωρισμό 12% στο τέλος του έτους, και εξωτερικό έλλειμμα στο 0,6% του ΑΕΠ.
Η ανάπτυξη προβλέπεται μεσοπρόθεσμα υποτονική, από 3 ως 3,5% ετησίως, λόγω των χαμηλών κερδών παραγωγικότητας. Τα συναλλαγματικά αποθέματα είναι χαμηλά και η αναγκαία εξωτερική χρηματοδότηση υψηλή, καθιστώντας έτσι την οικονομία ευάλωτη στις μεταβολές της εμπιστοσύνης των αγορών σε μια εποχή εντεινόμενης αβεβαιότητας. Ενώ το δημόσιο χρέος είναι χαμηλό, το δημοσιονομικό έλλειμμα έχει αυξηθεί, καθώς η κυβέρνηση εφάρμοσε επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για να αντιμετωπίσει την κρίση. Η αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και μια ενδεχόμενη νέα αύξηση του κόστους δανεισμού, όπως στην κρίση του 2018, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν δυσκολίες αναχρηματοδότησης του χρέους σε περίπτωση νέας κρίσης. Αυτό περιορίζει τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο για τη στήριξη της οικονομίας αν η ανάπτυξη επιβραδυνθεί ξανά στο μέλλον».
Ανεξάντλητοι ελιγμοί χωρίς ευδιάκριτα οφέλη συντείνουν στο συμπέρασμα ότι η εξωτερική πολιτική του δεν βγάζει νόημα με όρους ρεαλιστικής προσέγγισης. Εξηγείται όμως από τη «Μεγάλη Ιδέα» που τρέφει για την Τουρκία και πρωτίστως για τον εαυτό του. Εξ ου πιθανώς και το αδιέξοδο, για τον Ταγίπ Ερντογάν.
Συχνά επικρατεί η εντύπωση ότι ο ηγέτης της Τουρκίας δρα από θέση ισχύος. Δεν είναι πάντα έτσι. Η απόφαση να ανοίξει οργανωμένα τον δρόμο για τις μεταναστευτικές ροές προς την Ελλάδα ήρθε αμέσως μετά την απώλεια δεκάδων Τούρκων στρατιωτών στη Συρία, όπου δοκιμάζονται τα όρια της επεκτατικής πολιτικής του.
Η απόφαση να ασκήσει πίεση στα σύνορα της Ελλάδας βασίστηκε στην προσδοκία να αποσπάσει την αρωγή της Ευρώπης στα πολυάριθμα μέτωπα που έχει ανοίξει για τη χώρα του. Εξάλλου, οι εικόνες με «καραβάνια» μεταναστών να απομακρύνονται προς την Ευρώπη διασκεδάζουν –προς στιγμή– τις εντυπώσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας, όπου μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος δυσανασχετεί, τόσο για την εξέλιξη του μεταναστευτικού στην ενδοχώρα όσο και για την επιστράτευση Τούρκων στρατιωτών που καταλήγουν θύματα στη Συρία.
Είναι αλήθεια ότι η Τουρκία από προπύργιο της Δύσης στη Μέση Ανατολή, ανάγεται σε πρόβλημα της Μέσης Ανατολής για τη Δύση. Ο Ερντογάν έχει αποφασίσει να δρα μονομερώς και κατά βούληση για την προώθηση των συμφερόντων του, ακόμη και με τίμημα την απομόνωση της Τουρκίας. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι βρίσκεται σε αδιέξοδο και οδηγείται σε σπασμωδικές κινήσεις οι οποίες ομολογουμένως τον καθιστούν απρόβλεπτο, μέχρι ενός σημείου.
Περίπλοκος πολιτικός
Οσοι μελετούν το φαινόμενο Ερντογάν μιλούν για τον πλέον περίπλοκο πολιτικό που αναδύεται στη σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας. «Πολωτικός και δημοφιλής, αυταρχικός και πατρικός, υπολογιστικός και απαθής», έλεγε Τούρκος μελετητής, ένας από τους πολλούς που τον αποκαλούν «σουλτάνο» και τον παρομοιάζουν με τους ηγέτες του 19ου αιώνα, υπό την έννοια ότι προσπαθεί να αναβιώσει την Τουρκία ως τη μεγάλη δύναμη που κάποτε συγκρότησε την οθωμανική αυτοκρατορία.
Ακολουθώντας το δόγμα Νταβούτογλου, επιχειρεί να αξιοποιήσει τη γεωγραφική θέση της Τουρκίας στη διασταύρωση της Μαύρης Θάλασσας, του Καυκάσου, της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης, με την επιδίωξη να ηγηθεί των ισλαμικών εθνών. Είναι ενδεικτική η αποστροφή Τούρκου αναλυτή πρόσφατα στο πρακτορείο Anadolu.
«Εχοντας αντλήσει διδάγματα από τα λάθη που έγιναν πριν από 100 χρόνια, η Τουρκία δημιουργεί σήμερα μια δυναμική γραμμή άμυνας από τη Μεσόγειο στον Ινδικό Ωκεανό και από τη Λιβύη στη Σομαλία, τοποθετώντας UAVs και οπλισμένα drones καθώς και πολεμικά πλοία που κατασκευάζονται από την εθνική αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας. Σε αυτήν την πορεία, η Τουρκία ακολουθεί στο μέγιστο τις κουβέντες του Ατατούρκ. Δεν υπάρχει υπεράσπιση μιας γραμμής αλλά μιας ολόκληρης περιοχής. Η περιοχή αυτή είναι τώρα όλες οι θάλασσες του κόσμου».
Είναι πάντως χρήσιμο να βλέπει κανείς την εξωτερική πολιτική του Ερντογάν με το βλέμμα και στο εσωτερικό της Τουρκίας, σε μια συγκυρία αυξανόμενων προβλημάτων από τις ισχυρές πιέσεις στην οικονομία και την κοινωνική συνοχή της γείτονος, που με τη σειρά τους διαμορφώνουν μομέντουμ για τους πολιτικούς αντιπάλους του.
«Τροφή» στη ρητορική του
Η αλήθεια είναι ότι όσο περισσότερες χώρες τάσσονται κατά του Ερντογάν και της επιθετικότητας της πολιτικής του, τόσο αποκτά έδαφος η ρητορική του για μια Τουρκία η οποία απειλείται και βρίσκεται σε πολιορκία, γεγονός που συντηρεί την κυριαρχία του και βάζει στον πάγο τις όποιες διαιρέσεις στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ. Εξάλλου, η απόπειρα πραξικοπήματος το 2016 πρόσφερε τη βάση για μεγαλύτερη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια του. Σημειωτέον, αν κερδίσει και την τρίτη προεδρική θητεία το 2023, τότε το 2028 ο Ερντογάν θα καταγραφεί στην ιστορία ως ο δεύτερος μακροβιότερος πρόεδρος της Τουρκίας, λίγο κάτω από τον πήχυ που έβαλε η περίοδος του Κεμάλ Ατατούρκ.
Ο τουρκικός μεγαλοϊδεατισμός δημιουργεί εύλογα ανησυχία και σίγουρα απαιτεί εγρήγορση, ιδίως σε μια γειτονική και μικρότερη χώρα όπως η Ελλάδα. Στον αντίποδα, έχει μάλλον εδραιωθεί η εκτίμηση ότι η Αγκυρα δεν έχει την πολυτέλεια, τόσο τη γεωπολιτική όσο και την οικονομική, να απαγκιστρωθεί πλήρως από το δυτικό μπλοκ δυνάμεων, γεγονός που περιορίζει τον χώρο για εξελίξεις οι οποίες θα ανέτρεπαν τα θεμέλια του status quo στην περιοχή.
Επεβλήθη στον στρατό μέσω Βρυξελλών
Αποτελεί μάλλον ρητορικό το ερώτημα κατά πόσον ο Ερντογάν πίστεψε ποτέ αληθινά στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Το σίγουρο είναι ότι μέχρι ενός σημείου τον εξυπηρέτησε, καθώς τον βοήθησε να ενισχύσει την απήχηση του ΑΚΡ σε ένα ευρύτερο ακροατήριο ψηφοφόρων. Επιπλέον, όταν εξελέγη για πρώτη φορά, το 2003, αντιμετώπιζε την απειλή του κοσμικού τουρκικού στρατού, στον οποίο επιθυμούσε να επιβληθεί. Στο πλαίσιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, οι Βρυξέλλες άσκησαν πίεση στην Τουρκία προκειμένου να αναβαθμίσει το κράτος δικαίου, θέτοντας τους στρατηγούς υπό τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας. Η ευρωπαϊκή πίεση ήταν χρήσιμη για τον Τούρκο ηγέτη. Στη συνέχεια, όταν η Ε.Ε. αποσύνδεσε την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας από την αντίστοιχη άλλων υποψήφιων χωρών, ο Ερντογάν είχε ήδη αποκομίσει το όφελος για τη μάχη στο εσωτερικό.
Η ανατομία των «πήλινων ποδιών» της τουρκικής οικονομίας
Η ατμομηχανή του Ερντογάν; Διευκολύνει ή δυσχεραίνει την ευόδωση των φιλοδοξιών του; Ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΟΣΑ, Αριστομένης Βαρουδάκης, με άρθρο στην «Κ» επιχειρεί μια ανατομία της τουρκικής οικονομίας. Μια οικονομία σχεδόν τέσσερις φορές μεγαλύτερη από την ελληνική, η οποία έχει εντυπωσιάσει στο πρόσφατο παρελθόν. Σήμερα όμως είναι αντιμέτωπη με τις επιπτώσεις της συναλλαγματικής κρίσης, με υπερβολικό ιδιωτικό χρέος σε ξένο νόμισμα, υψηλό πληθωρισμό και ιδιαίτερη ευαλωτότητα στις αγορές, συνιστώντας βασικό πρόβλημα για τον Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας.
«Η Τουρκία σημείωσε έντονη ανάπτυξη τις τελευταίες δύο δεκαετίες μετά την κρίση του 2001. Αρχικά, οι ευρείες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στήριξαν τη σύγκλιση των εισοδημάτων με τις προηγμένες οικονομίες. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε όρους ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης) αυξήθηκε από 40% του μέσου όρου της Ε.Ε. το 2001 στο 65% το 2017. Σε σύγκριση με την ελληνική οικονομία, η τουρκική οικονομία ήταν 50% μεγαλύτερη το 2001 και 2,2 φορές το 2008. Το 2017 το μέγεθός της ξεπερνούσε 4,3 φορές την ελληνική οικονομία, καθώς η τελευταία βυθίστηκε στην κρίση χρέους από το 2010 και μετά.
Ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, πρώην
ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΟΣΑ, Αριστομένης
Βαρουδάκης.
Ωστόσο, λόγω της σταδιακής επιβράδυνσης της αύξησης της
παραγωγικότητας, η ανάπτυξη πήγαζε όλο και περισσότερο από την επέκταση
της εγχώριας ζήτησης. Ετσι το 2017-18 η Τουρκία παρουσίαζε παρόμοια
χαρακτηριστικά με τις οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ασίας που επλήγησαν
από την κρίση το 1997-98. Τα δημόσια οικονομικά ήταν υγιή, με έναν
ισορροπημένο πρωτογενή προϋπολογισμό της γενικής κυβέρνησης, ενώ το
δημόσιο χρέος, στο 30% του ΑΕΠ, ήταν σχεδόν στο ήμισυ του μέσου επιπέδου
των αναδυόμενων οικονομιών.Ομως, λόγω της ισχυρής εγχώριας ζήτησης, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε στο 5,6% του ΑΕΠ το 2017 από 3,5% το 2015-16. Ο πληθωρισμός έφθασε το 12%, σχεδόν διπλάσιος σε σύγκριση με τα προηγούμενα δύο έτη. Η αύξηση της ζήτησης τροφοδοτείτο σε μεγάλο βαθμό από εξωτερική χρηματοδότηση. Το 2018, το ιδιωτικό εξωτερικό χρέος έφθασε το 40% του ΑΕΠ, ο εξωτερικός δανεισμός των τραπεζών αντιπροσώπευε το 1/3 των χορηγούμενων πιστώσεων, ενώ το χρέος σε ξένο νόμισμα των επιχειρήσεων και νοικοκυριών έφθασε στο ήμισυ περίπου του συνολικού τους χρέους. Ολοι αυτοί οι δείκτες ιδιωτικού δανεισμού υπερέβησαν κατά πολύ τον μέσο όρο των αναδυόμενων οικονομιών. Η οικονομία έγινε έτσι ευάλωτη και η μεταστροφή της εμπιστοσύνης των αγορών προκάλεσε την υποτίμηση της λίρας κατά 40% το πρώτο εξάμηνο του 2018. Οι νομισματικές αρχές αύξησαν τα επιτόκια για να περιορίσουν την υποτίμηση και τον πληθωρισμό. Αυτό οδήγησε στην παρέμβαση του προέδρου Ερντογάν στην κεντρική τράπεζα, αποδυναμώνοντας περαιτέρω την εμπιστοσύνη στο νόμισμα. Οι τράπεζες και ο ιδιωτικός τομέας ήταν ιδιαίτερα ευάλωτοι στην υποτίμηση λόγω της υπερχρέωσής τους σε ξένο νόμισμα. Η συναλλαγματική κρίση προκάλεσε τελικά πιστωτική κρίση και τη συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης που οδήγησε σε ύφεση στο τέλος του 2018. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ επιβραδύνθηκε στο 2,4% το 2018, από 7,5% το 2017 και στο 0,2% το 2019. Λόγω της υποτίμησης, ο πληθωρισμός αυξήθηκε στο 20% στο τέλος του 2018, αλλά υποχώρησε στο 13,5% στο τέλος του 2019.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, παρά τα υγιή δημοσιονομικά της Τουρκίας, η συναλλαγματική κρίση επηρέασε σημαντικά το κόστος δανεισμού του δημοσίου. Ενώ η απόδοση των δεκαετών ομολόγων σε τουρκική λίρα κυμαινόταν από 8%-11% μέχρι και το 2017, εκτινάχτηκε στο 21% τον Αύγουστο του 2018 με την κλιμάκωση της κρίσης, υποχωρώντας, με διακυμάνσεις, γύρω στο 13% στην αρχή του 2020. Και ενώ η αύξηση του κόστους δανεισμού ήταν φυσιολογική για τα ομόλογα σε εγχώριο νόμισμα λόγω της υποτίμησης, η ίδια τάση σημειώθηκε και για τα ομόλογα σε δολάρια. Η απόδοσή τους αυξήθηκε από 4-6% πριν από την κρίση στο 9% τον Αύγουστο του 2018, για να μειωθεί σταδιακά στο 6% στην αρχή του 2020, με αυξητικές τάσεις.
Η ανάκαμψη μετά την κρίση ενισχύθηκε από την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και την ταχεία χορήγηση πιστώσεων από τις κρατικές τράπεζες. Αντίθετα, οι ιδιωτικές τράπεζες έχουν μειώσει τον δανεισμό καθώς έχουν πληγεί από την κρίση. Η λίρα ανατιμήθηκε, ενώ η συμπίεση των εισαγωγών που προκλήθηκε από την ύφεση εξισορρόπησε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2019. Το ΔΝΤ προβλέπει ανάπτυξη 3% το 2020, με πληθωρισμό 12% στο τέλος του έτους, και εξωτερικό έλλειμμα στο 0,6% του ΑΕΠ.
Η ανάπτυξη προβλέπεται μεσοπρόθεσμα υποτονική, από 3 ως 3,5% ετησίως, λόγω των χαμηλών κερδών παραγωγικότητας. Τα συναλλαγματικά αποθέματα είναι χαμηλά και η αναγκαία εξωτερική χρηματοδότηση υψηλή, καθιστώντας έτσι την οικονομία ευάλωτη στις μεταβολές της εμπιστοσύνης των αγορών σε μια εποχή εντεινόμενης αβεβαιότητας. Ενώ το δημόσιο χρέος είναι χαμηλό, το δημοσιονομικό έλλειμμα έχει αυξηθεί, καθώς η κυβέρνηση εφάρμοσε επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για να αντιμετωπίσει την κρίση. Η αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και μια ενδεχόμενη νέα αύξηση του κόστους δανεισμού, όπως στην κρίση του 2018, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν δυσκολίες αναχρηματοδότησης του χρέους σε περίπτωση νέας κρίσης. Αυτό περιορίζει τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο για τη στήριξη της οικονομίας αν η ανάπτυξη επιβραδυνθεί ξανά στο μέλλον».
ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 10 /03/2020
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire