Στέφανος Κωνσταντινίδης*
Η συζήτηση για την επόμενη μέρα της
κρίσης που προκάλεσε ο κορωνοϊός έχει ανοίξει και ακούονται διάφορες
απόψεις, με γενική την εντύπωση ότι τίποτε δεν θα είναι όπως
προηγουμένως. Ίσως είναι νωρίς ακόμη για να κάνει κανείς υποθέσεις για
την επόμενη μέρα όσο η κρίση συνεχίζεται και είναι άγνωστον πόσο θα
διαρκέσει για να μπορούν να καταμετρηθούν και οι συνέπειές της με τρόπο
πειστικό. Οι υποθέσεις που ακούονται περιστρέφονται κατά κύριο λόγο γύρω
από τρεις βασικούς πυλώνες του σημερινού πλανητικού οικοδομήματος και
αφορούν την παγκοσμιοποίηση, το κράτος και τις γεωπολιτικές
ανακατατάξεις. Υποστηρίζεται ότι και στους τρεις αυτούς πυλώνες θα
επέλθουν σημαντικές έως και τεκτονικές αλλαγές. Είναι όμως έτσι τα
πράγματα; Ή υπάρχει μια ευφορία στους αναλυτές που μιλούν για
κατακλυσμιαίες αλλαγές εκτός πραγματικότητας;
Το εθνικό κράτος υποστηρίζουν οι ίδιοι αναλυτές, θα επανακτήσει την «αρχαία» δόξα του και θα γίνει ο κύριος πυλώνας του διεθνούς συστήματος. Κατ΄αρχήν το κράτος δεν εξέλειψε ποτέ παρά τον πόλεμο που δέχτηκε από τον νεοφιλελευθερισμό. Είναι πολύ πιθανόν πάντως ότι θα εξέλθει ενισχυμένο από την παρούσα κρίση. Αν βεβαίως αναδειχτούν νέοι πολιτικοί για να το υπηρετήσουν και όχι οι σημερινοί λογιστές-διαχειριστές του που το έθεσαν στην υπηρεσία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δηλαδή ουσιαστικά στην υπηρεσία των τραπεζών. Αλλά το κράτος αυτό θα είναι υποχρεωμένο να συνυπάρξει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την παγκοσμιοποίηση και λόγω της λογικής του καπιταλιστικού συστήματος και λόγω της τεχνολογικής επανάστασης. Όσοι ονειρεύονται περιχαράκωση σε εθνικά σύνορα, θα παραμείνουν μάλλον με τα όνειρά τους. Άλλωστε αυτή την περιχαράκωση την υποστηρίζει μόνο η Άκρα Δεξιά. Χωρίς αυτό να σημαίνει βεβαίως ότι δεν θα υπάρξει κάποια ισχυροποίηση των συνόρων ως αποτέλεσμα της εμπειρίας που θα προκύψει από την πανδημία.
Όσον αφορά τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις, σίγουρα θα υπάρξουν. Στην πραγματικότητα μάλλον θα επιταχυνθούν αυτές που ήδη σταδιακά επιτελούνται εδώ και καιρό και που αφορούν τη μεταφορά του κέντρου βάρους της οικονομίας αλλά και της ισχύος, ειδικά της ήπιας ισχύος, προς την Ασία, με κύρια αναφορά στην άνοδο της Κίνας. Η κρίση αυτή ανέδειξε την Κίνα σαν μια εξωστρεφή δύναμη, έτοιμη να προσφέρει παντού βοήθεια, σε αντίθεση με την περιχαράκωση των ΗΠΑ του Τραμπ και την ανικανότητα αλληλεγγύης που έδειξε η Ευρώπη. Η πανδημία ανέδειξε την παρακμιακή κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει η Δύση.
Τα νέα δεδομένα της πανδημίας ευνοούν την επάνοδο του κεϋνσιανισμού λόγω του ρόλου που υποχρεώθηκε να αναλάβει το κράτος. Είναι πιθανόν δηλαδή να συμβεί ό,τι συνέβη και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ακόμη νωρίτερα με το New Deal του Ρούσβελτ στις ΗΠΑ, μετά την οικονομική κρίση του 1929. Το κεϋνσιανό μοντέλο οικονομίας θα είναι το καλύτερο για την ανάκαμψη. Αν αυτό συμβεί, θα υπάρξει μια υποχώρηση του νεοφιλελευθερισμού και η παγκοσμιοποίηση θα υποχρεωθεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Πάντως ο νεοφιλελευθερισμός δεν θα παραχωρήσει τόσο εύκολα τη θέση του στον κεϋνσιανισμό που θα μπορούσε να οδηγήσει στην αναβίωση μιας μορφής σοσιαλδημοκρατίας. Όλοι σχεδόν οι σημερινοί πολιτικοί ηγέτες ανά τον κόσμο είναι απόστολοι του νεοφιλελευθερισμού. Η Ελλάδα για παράδειγμα έχει τον πιο νεοφιλελεύθερο πρωθυπουργό που γνώρισε ποτέ η χώρα και η Κύπρος τον Πρόεδρο που έχει παραδώσει, όσο κανένας άλλος από τους προκατόχους του, τον δημόσιο τομέα της οικονομίας στα ιδιωτικά συμφέροντα. Και τα μεγάλα συμφέροντα σε όλο τον κόσμο παίρνουν ήδη θέση μάχης για την επόμενη μέρα.
Συμπερασματικά η πανδημία θα μπορούσε να ανοίξει καινούργιους δρόμους για ένα καλύτερο κόσμο, με περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, με περισσότερη δημοκρατία και ελευθερία, με αλληλεγγύη και αλληλοκατανόηση. Και σε επίπεδο τοπικής εθνικής κοινωνίας και σε οικουμενικό επίπεδο. Διότι οι κοινωνίες δεν μπορούν να ζήσουν περιχαρακωμένες σε σύνορα. Χωρίς να σημαίνει βεβαίως ότι θα πρέπει αυτά να καταργηθούν. Οι κοινωνίες που δημιούργησαν πολιτισμό ήταν οι ανοιχτές κοινωνίες. Όσοι αμφιβάλλουν θα μπορούσαν να διαβάσουν στον Θουκυδίδη τον Περικλέους Επιτάφιο. Και να θυμούνται πως ό,τι ξέρουμε για τη Σπάρτη προέρχεται από Αθηναίους συγγραφείς, όχι από Σπαρτιάτες.
*Πανεπιστημιακός, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά-ΚΕΕΚ, συγγραφέας της μυθιστορηματικής τριλογίας ΝΟΜΑΔΑΣ, Αθήνα, Εκδόσεις Βακχικόν, 2017-2019
stephanos.constantinides@gmail.com
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire