Η Αριστερά και ο πολιτισμός είναι μεγάλο και πονεμένο θέμα, απ’ όπου και να το πιάσεις. Δεν χωράει όμως στη συζήτησή μας. Γιατί εμείς εδώ ψάχνουμε τις βαθύτερες αιτιότητες του συνολικού μεταπολιτευτικού «γίγνεσθαι», τις πολιτιστικές περισσότερο αιτιότητες, που αυτές δεν είναι αριστερές, κεντρώες ή δεξιές. Κι όσα ειπώθηκαν από όλους μας έως τώρα, κάτω και πέρα απ’ τα κομματικά επιφαινόμενα, αφορούσαν υπό την ευρεία έννοιά τους και την Αριστερά, άλλα αμέσως και άλλα εμμέσως, όπως, ας πούμε, τα περί πολιτικής «μυθολογίας» της Μεταπολίτευσης. Κι όχι μόνο αυτά. Δεν θα αποφύγω όμως, πάντοτε στη λογική των βαθύτερων αιτιοτήτων του μεταπολιτευτικού «γίγνεσθαι», να πω πως ούτε και η Αριστερά μπόρεσε, ως φιλοσοφία και τρόπος ζωής, να υψωθεί πάνω και να σταθεί απέναντι στο μεταπολιτευτικώς ζην. Να αναδείξει δηλαδή μια ποιοτική στάση ζωής με άλλη αξιακή βάση και άλλον αξιακό προσανατολισμό. Μιλώ για μια άλλη, απ’ την τρέχουσα, οραματική αντίληψη ζωής, που να επιβεβαιώνεται από έναν αντίστοιχο τρόπο ζωής, έτσι που να σηματοδοτείται, έστω στα πολύ γενικά του, ένας άλλος δρόμος της κοινωνίας μας προς το μέλλον.
Που, αν μη τι άλλο, θα ήταν και στοιχειωδώς συμβατός με τον εσώτατο αξιακό πυρήνα του ίδιου του παραδοσιακού πολιτιστικού μας προτύπου ζωής. Όχι δηλαδή κάποιος μεταφυσικός... σοσιαλιστικός δρόμος, αλλά ένας γνώριμος δρόμος, αν θυμηθούμε τα πολύ βασικά του δικού μας αξιακού κώδικα, που ήταν συνυφασμένος με τρεις θεμελιώδεις και απολύτως εκφραστικές της βαθύτερης σημασίας τους ισορροπίες: την μεταξύ ατόμου-φύσης, ατόμου-κοινωνίας και πολιτισμού-φύσης, όπως τις αναλύει ο Ερατοσθένης Καψωμένος (Αναζητώντας τον χαμένο ευρωπαϊκό πολιτισμό, Εκδόσεις Πατάκη). Κι ούτε χρειάζονται και οι πολύ στοχαστικές θεωρήσεις αυτής της τριπλής ισορροπίας για να αναδειχτεί πως σηματοδοτούν μια φωτεινή φιλοσοφία ζωής, που, υμνώντας τον άνθρωπο και τη φύση, βρίσκεται στον αντίποδα του καθ’ όλα αδιέξοδου, αντιανθρώπινου και αντιοικολογικού, αμερικάνικου ή, γενικότερα, «δυτικού» καταναλωτικού μοντέλου. Χρειάζεται όμως το πολύ απλό και αυτονόητο: να πατάς δηλαδή γερά στον τόπο σου, να τον ξέρεις καλά, να τον σέβεσαι και να τον αγαπάς, χωρίς «διεθνιστικές» και «κοσμοπολίτικες»... ενοχές.
Δεν θα έλεγα πως η Αριστερά, η πληθυντική μεταπολιτευτική Αριστερά, πάτησε γερά στον τόπο μας, πως εντρύφησε στα αξιακά φορτία του λαού μας ή πως πάτησε γερά ακόμα και στις κορυφαίες στιγμές της ίδιας της τής παράδοσης περί τα πολιτιστικά, όπως αυτές του ΕΑΜ (ΕΠΟΝ) ή και των Λαμπράκηδων. Ούτε επίσης πως επεξεργάστηκε κατευθύνσεις πολιτικής πολιτισμού, κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, στηριζόμενη στην πλούσια κληρονομιά των δικών της πνευματικών ανθρώπων, που, έχοντας βαθύ και ποιοτικό καημό αριστεροσύνης και ρωμιοσύνης, συνεισέφεραν τα μέγιστα στην πνευματική ζωή του τόπου μας. Δεν μπορώ εδώ να καταπιαστώ με το αν η ιδεολογική της σύγχυση, όπως εκφράζεται και μέσα απ’ την πολυδιάσπασή της, είναι και η βαθύτερη ρίζα της πολιτιστικής της σύγχυσης. Σε κάθε όμως περίπτωση μπορώ να πω πως είναι αλληλοπροσδιοριζόμενες. Μπορώ ακόμη να πω πως η Αριστερά, όπως δεν αναδείχτηκε κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο σε πολιτική πρωτοπορία, έτσι δεν αναδείχτηκε και σε πολιτιστική πρωτοπορία. Με βαθιά όμως την πεποίθησή μου πως χωρίς πολιτιστική πρωτοπορία δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή πολιτική πρωτοπορία. Δυστυχώς, δίκην προπατορικού αμαρτήματος, δεν μπόρεσε να πατήσει γερά στον τόπο μας και να «αποβραχυκυκλώσει» τη σχέση της με το «εθνικό», κάτι που είχε κατακτήσει, για παράδειγμα, η ΕΑΜική Αριστερά με την εναρμόνιση στην πολιτική της λογική: της ελληνικότητας, του διεθνισμού, της δημοκρατίας και του ουμανισμού, που ήταν και η στέρεη βάση του ΕΑΜικού πατριωτισμού.
Κι είναι απ’ τα πολύ παράδοξα που ούτε και οι καμπάνες της παγκοσμιοποιητικής πολιτιστικής ισοπέδωσης δεν την «ξύπνησαν», έτσι ώστε να στραφεί ιδεολογικά στη στήριξη της ελληνικής πολιτιστικής ιθαγένειας, έστω στα πλαίσια του... αντι-νεοταξικού της αγώνα. Πού να ακουστούν στις συζητήσεις της εγχώριας Αριστεράς απόψεις, όπως του Γληνού: «για Έλληνες που ξέρουν να πεθαίνουν για τη λευτεριά απ’ τον καιρό του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας, για ρίζωμα στο χώμα το ελληνικό και στην ιστορία την ελληνική» (Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ, εκδ. Στοχαστής), του Σβορώνου: «για τη συνέχεια του ελληνισμού και τον αντιστασιακό χαρακτήρα που διέπει την ελληνική ιστορία» (Το ελληνικό έθνος, γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, εκδ. Πόλις, Κ. Θ. Δημαράς/Ν. Σβορώνος: Η μέθοδος της Ιστορίας, εκδ. Άγρα), ή του γηραιού Γάλλου σοσιαλιστή Εντγκάρ Μορέν: «για κίνδυνο να αποκοπούμε απ’ τις ρίζες μας» ή, πολύ περισσότερο, «πως δεν πρέπει να χάσουμε την ταυτότητά μας» (Η πολιτική πολιτισμού, εκδ. Λιβάνη).
Αλλά και πώς να εκπονήσεις πολιτική πολιτισμού για έναν τόπο, για τον τόπο σου, όταν ούτε που αγγίζεις την πολιτιστική του ταυτότητα και τα κληρονομημένα αξιακά του φορτία; Κι ούτε είναι τυχαίο που σε κάποια «ρεύματα» της Αριστεράς, που αυτοαποκαλούνται «εκσυγχρονιστικά», ή στις παρυφές τους, εκκολάφτηκε ο πιο ακραίος αποδομητικός, αποεθνοποιητικός και αστιγματικά αντιελληνοκεντρικός λόγος, πάντοτε υπό μανδύα αντιεθνικιστικό, προοδευτικό και ευρωπαϊκό, που κατά βάθος είναι και ο πιο... νεοταξικός παγκοσμιοποιητικός λόγος. Ποιος, αν όχι η Αριστερά, θα έπρεπε να έχει μακράς πνοής ελληνική πολιτική πολιτισμού, με την ελληνικότητα να έχει αυτονοήτως ευρωπαϊκό και οικουμενικό ορίζοντα, ιδίως σε τούτη τη γκρίζα εποχή της ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης, που απειλείται η πολιτιστική «βιοποικιλότητα» απ’ τη μια άκρη της γης έως την άλλη; Αν όμως είχε τέτοια αντίληψη και πνοή η Αριστερά, θα ήταν, όπως και θα έπρεπε, η ηγεμονική ιδεολογικά και πολιτιστικά πολιτική δύναμη του τόπου μας, η πνευματική πρωτοπορία και η οραματική έμπνευση της χειμαζόμενης ελληνικής κοινωνίας, που όσο ποτέ άλλοτε είναι βυθισμένη σε μια αμήχανη πολιτιστική (και ταυτοτική!) σύγχυση [...].
Θα ήθελα, όχι για να νερώσω την άποψή μου, αλλά για να διορθώσω τη γενικευτική αδικία της, να πω πως πέραν της «επίσημης» πληθυντικής Αριστεράς με τα «ιερατεία» και τους πολλούς μικρούς «Βούδες» των ομάδων της, που αυτοί κι αν δεν είναι... αλάθητοι, υπάρχει και η ζώσα Αριστερά της καθημερινότητας, η κοινωνική Αριστερά, που αυτή εκφράζει αυθεντικά, πέρα από ιδεολογικές «Βέδες», τις βαθύτερες αγωνίες της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή η Αριστερά, με το καθημερινώς ζην, το πολιτικό και το πολιτιστικό της ήθος, βρίσκεται επί της ουσίας απέναντι στο μεταπολιτευτικώς ζην. Δεν εξέλιπε δηλαδή το αριστερό ήθος ζωής. Αν μάλιστα, ας μου επιτραπεί να το πω, η «επίσημη» μεταπολιτευτική Αριστερά ζει εν πολλοίς απ’ την... Αριστερά, απ’ το εναπομείναν «ηθικό» της κεφάλαιο, η κοινωνική Aριστερά ζει την Αριστερά ως άδηλος καθημερινός «αιμοδότης» της. Χωρίς όμως, για να μην αφήνω περιθώρια αφελών εξιδανικευτικών ψευδαισθήσεων, να διαμορφώνει και εναλλακτικό όραμα ζωής. Σε κάθε πάντως περίπτωση οι όποιες ευθύνες της Αριστεράς για τη μεταπολιτευτική χρεοκοπία μας είναι σίγουρα άλλου μεγέθους και προπαντός άλλης τάξης απ’ τις ευθύνες αυτών που διαχειρίστηκαν τις τύχες μας. Πολύ απλά, δεν ήταν η Αριστερά που «έπραξε» το κακό, λέω το αυτονόητο, γιατί ήταν εκτός εξουσίας και απέναντί της.
Που, αν μη τι άλλο, θα ήταν και στοιχειωδώς συμβατός με τον εσώτατο αξιακό πυρήνα του ίδιου του παραδοσιακού πολιτιστικού μας προτύπου ζωής. Όχι δηλαδή κάποιος μεταφυσικός... σοσιαλιστικός δρόμος, αλλά ένας γνώριμος δρόμος, αν θυμηθούμε τα πολύ βασικά του δικού μας αξιακού κώδικα, που ήταν συνυφασμένος με τρεις θεμελιώδεις και απολύτως εκφραστικές της βαθύτερης σημασίας τους ισορροπίες: την μεταξύ ατόμου-φύσης, ατόμου-κοινωνίας και πολιτισμού-φύσης, όπως τις αναλύει ο Ερατοσθένης Καψωμένος (Αναζητώντας τον χαμένο ευρωπαϊκό πολιτισμό, Εκδόσεις Πατάκη). Κι ούτε χρειάζονται και οι πολύ στοχαστικές θεωρήσεις αυτής της τριπλής ισορροπίας για να αναδειχτεί πως σηματοδοτούν μια φωτεινή φιλοσοφία ζωής, που, υμνώντας τον άνθρωπο και τη φύση, βρίσκεται στον αντίποδα του καθ’ όλα αδιέξοδου, αντιανθρώπινου και αντιοικολογικού, αμερικάνικου ή, γενικότερα, «δυτικού» καταναλωτικού μοντέλου. Χρειάζεται όμως το πολύ απλό και αυτονόητο: να πατάς δηλαδή γερά στον τόπο σου, να τον ξέρεις καλά, να τον σέβεσαι και να τον αγαπάς, χωρίς «διεθνιστικές» και «κοσμοπολίτικες»... ενοχές.
Δεν θα έλεγα πως η Αριστερά, η πληθυντική μεταπολιτευτική Αριστερά, πάτησε γερά στον τόπο μας, πως εντρύφησε στα αξιακά φορτία του λαού μας ή πως πάτησε γερά ακόμα και στις κορυφαίες στιγμές της ίδιας της τής παράδοσης περί τα πολιτιστικά, όπως αυτές του ΕΑΜ (ΕΠΟΝ) ή και των Λαμπράκηδων. Ούτε επίσης πως επεξεργάστηκε κατευθύνσεις πολιτικής πολιτισμού, κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, στηριζόμενη στην πλούσια κληρονομιά των δικών της πνευματικών ανθρώπων, που, έχοντας βαθύ και ποιοτικό καημό αριστεροσύνης και ρωμιοσύνης, συνεισέφεραν τα μέγιστα στην πνευματική ζωή του τόπου μας. Δεν μπορώ εδώ να καταπιαστώ με το αν η ιδεολογική της σύγχυση, όπως εκφράζεται και μέσα απ’ την πολυδιάσπασή της, είναι και η βαθύτερη ρίζα της πολιτιστικής της σύγχυσης. Σε κάθε όμως περίπτωση μπορώ να πω πως είναι αλληλοπροσδιοριζόμενες. Μπορώ ακόμη να πω πως η Αριστερά, όπως δεν αναδείχτηκε κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο σε πολιτική πρωτοπορία, έτσι δεν αναδείχτηκε και σε πολιτιστική πρωτοπορία. Με βαθιά όμως την πεποίθησή μου πως χωρίς πολιτιστική πρωτοπορία δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή πολιτική πρωτοπορία. Δυστυχώς, δίκην προπατορικού αμαρτήματος, δεν μπόρεσε να πατήσει γερά στον τόπο μας και να «αποβραχυκυκλώσει» τη σχέση της με το «εθνικό», κάτι που είχε κατακτήσει, για παράδειγμα, η ΕΑΜική Αριστερά με την εναρμόνιση στην πολιτική της λογική: της ελληνικότητας, του διεθνισμού, της δημοκρατίας και του ουμανισμού, που ήταν και η στέρεη βάση του ΕΑΜικού πατριωτισμού.
Κι είναι απ’ τα πολύ παράδοξα που ούτε και οι καμπάνες της παγκοσμιοποιητικής πολιτιστικής ισοπέδωσης δεν την «ξύπνησαν», έτσι ώστε να στραφεί ιδεολογικά στη στήριξη της ελληνικής πολιτιστικής ιθαγένειας, έστω στα πλαίσια του... αντι-νεοταξικού της αγώνα. Πού να ακουστούν στις συζητήσεις της εγχώριας Αριστεράς απόψεις, όπως του Γληνού: «για Έλληνες που ξέρουν να πεθαίνουν για τη λευτεριά απ’ τον καιρό του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας, για ρίζωμα στο χώμα το ελληνικό και στην ιστορία την ελληνική» (Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ, εκδ. Στοχαστής), του Σβορώνου: «για τη συνέχεια του ελληνισμού και τον αντιστασιακό χαρακτήρα που διέπει την ελληνική ιστορία» (Το ελληνικό έθνος, γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, εκδ. Πόλις, Κ. Θ. Δημαράς/Ν. Σβορώνος: Η μέθοδος της Ιστορίας, εκδ. Άγρα), ή του γηραιού Γάλλου σοσιαλιστή Εντγκάρ Μορέν: «για κίνδυνο να αποκοπούμε απ’ τις ρίζες μας» ή, πολύ περισσότερο, «πως δεν πρέπει να χάσουμε την ταυτότητά μας» (Η πολιτική πολιτισμού, εκδ. Λιβάνη).
Αλλά και πώς να εκπονήσεις πολιτική πολιτισμού για έναν τόπο, για τον τόπο σου, όταν ούτε που αγγίζεις την πολιτιστική του ταυτότητα και τα κληρονομημένα αξιακά του φορτία; Κι ούτε είναι τυχαίο που σε κάποια «ρεύματα» της Αριστεράς, που αυτοαποκαλούνται «εκσυγχρονιστικά», ή στις παρυφές τους, εκκολάφτηκε ο πιο ακραίος αποδομητικός, αποεθνοποιητικός και αστιγματικά αντιελληνοκεντρικός λόγος, πάντοτε υπό μανδύα αντιεθνικιστικό, προοδευτικό και ευρωπαϊκό, που κατά βάθος είναι και ο πιο... νεοταξικός παγκοσμιοποιητικός λόγος. Ποιος, αν όχι η Αριστερά, θα έπρεπε να έχει μακράς πνοής ελληνική πολιτική πολιτισμού, με την ελληνικότητα να έχει αυτονοήτως ευρωπαϊκό και οικουμενικό ορίζοντα, ιδίως σε τούτη τη γκρίζα εποχή της ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης, που απειλείται η πολιτιστική «βιοποικιλότητα» απ’ τη μια άκρη της γης έως την άλλη; Αν όμως είχε τέτοια αντίληψη και πνοή η Αριστερά, θα ήταν, όπως και θα έπρεπε, η ηγεμονική ιδεολογικά και πολιτιστικά πολιτική δύναμη του τόπου μας, η πνευματική πρωτοπορία και η οραματική έμπνευση της χειμαζόμενης ελληνικής κοινωνίας, που όσο ποτέ άλλοτε είναι βυθισμένη σε μια αμήχανη πολιτιστική (και ταυτοτική!) σύγχυση [...].
Θα ήθελα, όχι για να νερώσω την άποψή μου, αλλά για να διορθώσω τη γενικευτική αδικία της, να πω πως πέραν της «επίσημης» πληθυντικής Αριστεράς με τα «ιερατεία» και τους πολλούς μικρούς «Βούδες» των ομάδων της, που αυτοί κι αν δεν είναι... αλάθητοι, υπάρχει και η ζώσα Αριστερά της καθημερινότητας, η κοινωνική Αριστερά, που αυτή εκφράζει αυθεντικά, πέρα από ιδεολογικές «Βέδες», τις βαθύτερες αγωνίες της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή η Αριστερά, με το καθημερινώς ζην, το πολιτικό και το πολιτιστικό της ήθος, βρίσκεται επί της ουσίας απέναντι στο μεταπολιτευτικώς ζην. Δεν εξέλιπε δηλαδή το αριστερό ήθος ζωής. Αν μάλιστα, ας μου επιτραπεί να το πω, η «επίσημη» μεταπολιτευτική Αριστερά ζει εν πολλοίς απ’ την... Αριστερά, απ’ το εναπομείναν «ηθικό» της κεφάλαιο, η κοινωνική Aριστερά ζει την Αριστερά ως άδηλος καθημερινός «αιμοδότης» της. Χωρίς όμως, για να μην αφήνω περιθώρια αφελών εξιδανικευτικών ψευδαισθήσεων, να διαμορφώνει και εναλλακτικό όραμα ζωής. Σε κάθε πάντως περίπτωση οι όποιες ευθύνες της Αριστεράς για τη μεταπολιτευτική χρεοκοπία μας είναι σίγουρα άλλου μεγέθους και προπαντός άλλης τάξης απ’ τις ευθύνες αυτών που διαχειρίστηκαν τις τύχες μας. Πολύ απλά, δεν ήταν η Αριστερά που «έπραξε» το κακό, λέω το αυτονόητο, γιατί ήταν εκτός εξουσίας και απέναντί της.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire