Το φαινόμενο της επαγγελματικής εξουθένωσης (burnout syndrome) αποτελεί πλέον μια πραγματικότητα, καθώς πλήττει ολοένα και συχνότερα τους λειτουργούς της υγείας, μας αναφέρει ο Βασίλειος Ι. Πεππές MD, MSc, MBA Ειδικός Παθολόγος. Ειδικότερα στις τρέχουσες συνθήκες της οικονομικής κρίσης, η υποβάθμιση και η υποστελέχωση των μονάδων παροχής υγειονομικών υπηρεσιών στο δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα φαίνεται να επιτείνουν την εμφάνιση του burnout στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.
Κλινικές μελέτες έχουν δείξει πως το σύνδρομο της επαγγελματικής εξουθένωσης παρατηρείται συχνά στο υγειονομικό προσωπικό μονάδων εντατικής θεραπείας, ογκολογικών μονάδων, ψυχιατρικών νοσοκομείων και τμημάτων φροντίδας ασθενών με AIDS.
Σύμφωνα με έναν διαδεδομένο ορισμό, το burnout περιγράφεται ως «η απώλεια ενδιαφέροντος για τους ανθρώπους με τους οποίους κάποιος εργάζεται και χαρακτηρίζεται από συναισθηματική εξάντληση, όπου ο επαγγελματίας δεν έχει πλέον καθόλου θετικά συναισθήματα, συμπάθεια ή σεβασμό για τους τους ασθενείς».
Πρόκειται, όπως ο ίδιος επισημαίνει για ένα φαινόμενο που αναπτύσσεται σταδιακά και οφείλεται στη χρόνια και έντονη καταπόνηση που δημιουργούν οι συνθήκες εργασίας στους επαγγελματίες υγείας. Ως ψυχολογική διαδικασία εμφανίζει κοινά σημεία με το εργασιακό στρες, την επαγγελματική δυσαρέσκεια ή ακόμα και την κατάθλιψη. Ωστόσο οι έννοιες αυτές δεν ταυτίζονται απόλυτα.
Τρεις είναι οι κυριότεροι παράγοντες που διακρίνουν την επαγγελματική εξουθένωση: ι) η συναισθηματική εξάντληση (ψυχική κόπωση, έλλειψη ενέργειας) ιι) η αποπροσωποίηση (αποστασιοποίηση από ασθενείς) και ιιι) η έλλειψη αυτοπραγμάτωσης (μειωμένη απόδοση στην εργασία, παραίτηση).
Πρόκειται για διαδικασία προοδευτικής απο-ιδανικοποίησης της πραγματικότητας που δεν ανταποκρίνεται στους στόχους και στα ιδανικά του επαγγελματία και αναπτύσσεται μέσα από τέσσερα διαδοχικά στάδια.
I. Το στάδιο του ενθουσιασμού κατά το οποίο ο νεοεμφανιζόμενος επαγγελματίας ξεκινά την καριέρα του έχοντας υπερβολικά υψηλούς στόχους και μη ρεαλιστικές προσδοκίες, τόσο από τον εαυτό του όσο και από το περιβάλλον εργασίας. Ο μικρόκοσμος της δουλειάς απορροφά σχεδόν όλη του την ενέργεια, καθώς υπάρχει η αντίληψη πως μέσα από αυτόν θα αντληθεί κάθε δυνατή ικανοποίηση και ηθική ανταμοιβή.
II. Το στάδιο της αμφιβολίας / αδράνειας κατά το οποίο γίνεται σταδιακά αντιληπτό πως η εργασία δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του επαγγελματία και επέρχεται βαθμιαία απογοήτευση. Εκφράζονται παράπονα σχετικά με τις συνθήκες εργασίας, τις οικονομικές απολαβές και τις σχέσεις με τους συναδέλφους.
III. Το στάδιο της απογοήτευσης / ματαίωσης, όπου ο επαγγελματίας αποθαρρύνεται και συχνά βιώνει κατάθλιψη. Σε αυτό το στάδιο μπορεί κανείς να αναθεωρήσει τους στόχους και τις απαιτήσεις του ή να φτάσει σε σημείο παραίτησης και απομάκρυνσης από το εργασιακό περιβάλλον.
IV. Το τελευταίο στάδιο, εκείνο της απάθειας, είναι εκείνο κατά το οποίο ο επαγγελματίας της υγείας διαθέτει πλέον ελάχιστη ενέργεια στη δουλειά του, καθίσταται ανεπαρκής να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της, αποφεύγει κάθε υπευθυνότητα και απλά διατηρεί τη θέση εργασίας καθαρά για βιοποριστικούς λόγους.
Τα κλινικά συμπτώματα του burnout, υπογραμμίζει ο κ. Β. Πεππές, γίνονται συνήθως αντιληπτά κατά τα τελευταία δυο στάδια και εκδηλώνονται σε οργανικό, ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο.
I. Οργανικές κλινικές εκδηλώσεις: Αίσθημα κόπωσης, μυαλγίες, κεφαλαλγίες, γαστρεντερικές ενοχλήσεις, διαταραχές του ύπνου και της πρόσληψης τροφής. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις έχει παρατηρηθεί η ανάπτυξη πεπτικού έλκους, ημικρανιών, υπέρτασης και άλλων καρδιαγγειακών παθήσεων.
II. Διαταραχές από την ψυχική σφαίρα: Αγχώδεις εκδηλώσεις, χαμηλή αυτοεκτίμηση, αίσθημα «αδειάσματος» στο τέλος της ημέρας, κατάθλιψη, αντικοινωνική συμπεριφορά προς συναδέλφους και ασθενείς, κάπνισμα και κατάχρηση αλκοόλ / ουσιών.
III. Κοινωνικές επιπτώσεις: Συγκρούσεις στον εργασιακό χώρο που επεκτείνονται και στην ιδιωτική σφαίρα του επαγγελματία, με επιπτώσεις στην οικογενειακή και την κοινωνική του ζωή.
Ως αποτέλεσμα, τονίζει ο ίδιος, οι εξουθενωμένοι λειτουργοί υγείας αναπτύσσουν σταδιακά μειωμένη απόδοση και καθίστανται συναισθηματικά αδιάφοροι προς το αντικείμενό τους. Η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υποβαθμίζεται, ενώ παρατηρούνται συχνές απουσίες ή ακόμα και αποχώρηση από το χώρο εργασίας. Επιπλέον το έμμεσο οικονομικό κόστος του burnout (αναρρωτικές άδειες, αποζημιώσεις λόγω ιατρικών σφαλμάτων) είναι υψηλό.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου και αυτά διακρίνονται σε δύο άξονες: Στον πρώτο περιλαμβάνονται ατομικά μέτρα που αφορούν πρωτοβουλίες του ίδιου του λειτουργού υγείας, όπως η έγκαιρη αναγνώριση των συμπτωμάτων, η επανεκτίμηση των προσδοκιών του, η αναζήτηση υποστήριξης από το κοινωνικό περιβάλλον (φίλοι, συνάδελφοι, συγγενείς), η αναζήτηση συμβουλευτικής από ειδικούς ψυχολόγους, η ενασχόληση με ενδιαφέροντα / δραστηριότητες, η σωστή διατροφή, η σωματική άσκηση και η επαρκής ανάπαυση.
Στον δεύτερο περιλαμβάνονται παρεμβάσεις σε επίπεδο διοίκησης / οργάνωσης των υγειονομικών υπηρεσιών, όπως η τοποθέτηση του επαγγελματία στην κατάλληλη θέση, η ύπαρξη σαφούς καθηκοντολογίου, η παροχή δυνατοτήτων εξέλιξης και μετεκπαίδευσης και τέλος η δημιουργία ομάδων υποστήριξης συντονισμένες από άτομα εκπαιδευμένα στην ομαδική ψυχοθεραπεία (Ομάδες Balint).
Πηγή: www.iatronet.gr
Δημοσιεύτηκε στις 24/10/2016
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire