Στέφανος Κωνσταντινίδης
Η
ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η κρίση στην κυπριακή ΑΟΖ, είναι
φαινόμενα που πρέπει να αντιμετωπιστούν με ψυχραιμία αλλά και με
αποφασιστικότητα. Είναι καθαρό ότι η Άγκυρα επιδιώκει την παγίωση
καταστάσεων τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Κύπρο που οδηγούν στη
«φιλανδοποίηση» - δορυφοροποίηση των δύο χωρών. Πρόκειται για μια
επικίνδυνη κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας. Η οποία συνδέεται και
με το αδιέξοδο της επέμβασής της στη Συρία, τις δύσκολες σχέσεις της με
τις ΗΠΑ και τα εσωτερικά της προβλήματα. Επιλέγει τον αδύναμο κρίκο που
είναι η Κύπρος με πρόθεση να ακυρώσει την ενεργειακή της πολιτική, ενώ
ταυτόχρονα απειλεί και την Ελλάδα προκειμένου να εμποδίσει την όποια
στήριξή της στην Κύπρο. Αυτή όμως η επιθετικότητα, πέρα από
περιστασιακή, συνδέεται και με την μακροπρόθεσμη τουρκική πολιτική που
εγκαινιάστηκε τη δεκαετία του '70 για την απόκτηση θαλάσσιας ισχύος.
Για όσους
παρακολουθούν την τουρκική πολιτική τα τελευταία χρόνια, ουσιαστικά τις
τελευταίες δεκαετίες, οι σημερινές τουρκικές ενέργειες δεν αποτελούν
έκπληξη. Εντάσσονται στο πλαίσιο μιας στρατηγικής, που άλλωστε
αναπτύχθηκε και δημόσια από τον Νταβούτογλου και άλλους, για την
απόκτηση θαλάσσιας ισχύος και απεγκλωβισμού από τα χωρικά της ύδατα που
την καθιστούν ουσιαστικά ένα ηπειρωτικό κράτος. Η σημασία της θάλασσας
και της ισχύος που προκύπτει από αυτή είναι γνωστή από πολλαπλές
αναλύσεις στον τομέα της γεωπολιτικής και της γεωστρατηγικής αλλά και
από την ιστορική διαδρομή των κρατών, από τη εποχή της Αθήνας ως τη
νεότερη εποχή με τη Βρετανία να κυριαρχεί επί των θαλασσών και τις ΗΠΑ
σήμερα με τον στόλο τους να κινούνται σε όλες τις θάλασσες με στρατηγική
σημασία. Η Ρωσία, ηπειρωτικό κράτος, ακολούθησε την ίδια τακτική
απόκτησης θαλάσσιας ισχύος, προκειμένου να μπορεί να διαδραματίζει ρόλο
στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Είναι το ίδιο που προσπαθεί να κάνει και η
Τουρκία, προκειμένου να καταστεί υπολογίσιμη περιφερειακή δύναμη.
Ακολουθεί μια στρατηγική απεγκλωβισμού της που δημιούργησαν οι συνθήκες
των Σεβρών και της Λωζάνης και την καθιστούν ηπειρωτικό κράτος. Εμπόδιο
σε αυτή την πολιτική είναι η εθνική κυριαρχία της Ελλάδας στο Αιγαίο και
αυτή της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό εξηγεί και τον
αναθεωρητισμό της όσον αφορά στη συνθήκη της Λωζάνης. Aυτή την πολιτική
θα πρέπει να αποκρούσουν με επιτυχία Ελλάδα και Κύπρος, με όλα τα μέσα
που διαθέτουν, διαφορετικά θα φιλανδοποιηθούν και θα δορυφοροποιηθούν
από την Τουρκία. Θα ενταχτούν στο νεο-οθωμανικό imperium.
Η Τουρκία όμως
δεν είναι άτρωτη. Το δείχνει άλλωστε αυτό η αδυναμία της στο Αφρίν όπου
υπολόγιζε σε στρατιωτικό περίπατο. Οι ενέργειές της στο Αιγαίο όπως και
αυτή στην κυπριακή ΑΟΖ είναι ένδειξη της δικής της ανασφάλειας.
Εκμεταλλεύεται επίσης την εσωτερική κατάσταση της Ελλάδας και την
αδυναμία των πολιτικών της δυνάμεων να επιδείξουν ένα κοινό μέτωπο
απέναντί της. Η κληρονομημένη σημιτική πολιτική της έλλειψης
αποφασιστικότητας απέναντί της, την αποθρασύνει. Σε περιόδους κρίσεως ο
αντίπαλος ζυγίζει την αποφασιστικότητά σου και ενεργεί αναλόγως. Στο
παρελθόν η επίδειξη αποφασιστικότητας από μέρους του Ανδρέα Παπανδρέου
υποχρέωσε την Τουρκία σε αναδίπλωση. Αντίθετα η υποχωρητικότητα του
Σημίτη της έδωσε την ευκαιρία να δημιουργεί γκρίζες ζώνες. Η
αποφασιστικότητα δεν σημαίνει πόλεμο! Βάζει όμως τον αντίπαλο μπροστά
στις ευθύνες του. Αυτή την έλλειψη αποφασιστικότητας εκμεταλλεύεται η
Άγκυρα. Εξάλλου το μήνυμα αυτό της αναποφασιστικότητας εκπέμπεται και
προς τον υπόλοιπο κόσμο και δεν είναι χωρίς συνέπειες. Με άλλα λόγια,
μολονότι σε στρατιωτικό επίπεδο αναγνωρίζεται γενικά ότι η Ελλάδα είναι
σε θέση να επιφέρει σοβαρά πλήγματα στην Τουρκία, η αξιοπιστία της
ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής έχει τρωθεί από την αναποτελεσματική
πολιτική διαχείριση της κατάστασης. Και από την εικόνα αδυναμίας που
εκπέμπει η χώρα –λόγω οικονομικής και γενικότερης κρίσης– και από αυτή
που εκπέμπει το πολιτικό της σύστημα, σε μόνιμο «εμφύλιο» πόλεμο!
Στο
πολιτικο-διπλωματικό πεδίο υπάρχουν φυσικά πολλαπλές ενέργειες που
μπορούν να γίνουν. Πόσο αποτελεσματικές θα είναι, εξαρτάται πώς έχει
προετοιμαστεί το έδαφος. Η κρίση στην κυπριακή ΑΟΖ δεν ήταν κεραυνός εν
αιθρία, ούτε φυσικά και αυτή στην περιοχή των Ιμίων. Οι κυβερνήσεις
έχουν πληροφόρηση και είναι σ΄αυτές που πέφτει η ευθύνη να πάρουν τα
αναγκαία μέτρα και να υιοθετήσουν την κατάλληλη στρατηγική απόκρουσης
όσων απειλούν την εθνική τους κυριαρχία. Στη Λευκωσία μας διαβεβαίωναν
ότι ήταν προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν κάθε ενδεχόμενο από μια
τουρκική ενέργεια αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής
Δημοκρατίας. Πόσο προετοιμασμένοι ήταν, τώρα θα φανεί. Σε κάθε
περίπτωση δεν θα μας σώσει ο πανικός, ούτε οι εισηγήσεις που ακούονται
για παράδοση στην Τουρκία, αποδεχόμενοι τον εκβιασμό της.
Η Τουρκία έχει
μια σημαντική οικονομική εξάρτηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία περνά
μέσα από το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο. Ελλάδα και Κύπρος έχουν τη
δυνατότητα να μπλοκάρουν αυτή την οικονομική αιμοδότηση της Άγκυρας,
προκαλώντας σοβαρό κόστος στην τουρκική οικονομία. Εξάλλου ακόμη και η
Μόσχα, παρά τις σχέσεις που έχει αναπτύξει τον τελευταίο καιρό με την
Τουρκία, δεν έχει κανένα συμφέρον να βρεθεί αντιμέτωπη με μια
ελληνοτουρκική κρίση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο με όσα
συμβαίνουν στη Συρία.
Με όρους
γεωπολιτικής η Ελλάδα και η Κύπρος θα είναι υπό μόνιμη τουρκική απειλή.
Έχουν να επιλέξουν ανάμεσα στην αποδοχή της «φιλανδοποίησής» τους
–τουτέστιν την κηδεμονία τους από την Άγκυρα– ή μια διαφορετική
πολιτική. Το δίλημμα δεν είναι νέο αλλά οι ελληνικές ελίτ, αντί να
προετοιμάσουν τη χωρα για την αντιμετώπισή του, την οδήγησαν στη
χρεοκοπία και τη διεθνή ανυποληψία. Είναι η ώρα η χώρα να σταθεί στα
πόδια της αν θέλει να επιβιώσει και είναι καιρός στην Αθήνα να αρχίσουν
να σκέφτονται στρατηγικά το μέλλον του Ελληνισμού και όχι με μεταβλητές
μικροπολιτικής και μικροκομματικών συμφερόντων. Εννοείται ότι το ίδιο
ισχύει και για τη Λευκωσία.
*Πανεπιστημιακός, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά-ΚΕΕΚ
και μέχρι πρόσφατα επιστημονικός συνεργάτης του ΕΔΙΑΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
* E-mail stephanos.constantinides@gmail.com
*Πανεπιστημιακός, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά-ΚΕΕΚ
και μέχρι πρόσφατα επιστημονικός συνεργάτης του ΕΔΙΑΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
* E-mail stephanos.constantinides@gmail.com
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire