Η
αφέλεια δεν έχει τέλος. Και επαναλαμβάνεται με το ίδιον ρεφρέν πως «η
τουρκική επιθετικότητα μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την επίτευξη
συμφωνίας στο Κυπριακό». Να λυθεί πώς; Μπορούμε να το λύσουμε μονομερώς;
Να λυθεί αποδεχόμενοι τις επιδιώξεις της Τουρκίας, που είναι πρόδηλες
και εκφράζονται με την πολιτική των κανονιοφόρων; Είναι προφανές πως το
καθεστώς Ερντογάν έχει αλλάξει την τακτική του και πέρασε από τη
ρητορική των απειλών στην κλιμάκωση της κρίσης με πράξεις πλέον.
Ακινητοποίησε το γεωτρύπανο της ΕΝΙ με τη χρήση πολεμικών σκαφών, δηλαδή
διά της βίας.
Είναι προφανές
πως αυτή η νέα τακτική αποτελεί κίνηση από την Άγκυρα, πρώτα για να
προωθήσει στην πράξη τις επεκτατικές της επιδιώξεις στην περιοχή.
Αξιώνει μερίδιο στη θάλασσα και στο αέριο και επιδιώκει να τα πάρει είτε
με ή χωρίς συμφωνία. Είναι δε πλέον σαφές, κυρίως μετά το Κραν Μοντάνα,
πως θέλει να αλλάξει –και επισήμως– τη βάση των συζητήσεων στο
Κυπριακό ενώ παράλληλα θα εξουδετερώσει τους όποιους σχεδιασμούς του
νόμιμου κράτους, του οποίου, ειρήσθω εν παρόδω, δεν αναγνωρίζει καν την
ύπαρξη, για να επιβάλει τις επιδιώξεις της. Έκπαλαι η Τουρκία επιδίωκε
τον πολιτικό και στρατηγικό έλεγχο της Κύπρου και σε αυτή τη φάση, για
πρώτη ίσως φορά από το 1974 και εντεύθεν, προχωρεί στην πράξη.
Φαίνεται
πως ενεργεί γνωρίζοντας το ρίσκο. Μετά την εισβολή στο Αφρίν, άλλωστε,
συνειδητοποιεί πως το κόστος από ακραίες κινήσεις της είναι μηδαμινό.
Κοντολογίς, οι αντιδράσεις της αδιαφορούσας διεθνούς κοινότητας ήταν οι
αναμενόμενες. Στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση υπολογίζουν περισσότερο,
ως φαίνεται, τη στρατηγική και οικονομική σημασία της Τουρκίας και ως εκ
τούτου επέλεξαν την εύκολη οδό των δηλώσεων. Οι Βρυξέλλες περισσότερο
με θυμό, με ένταση λόγων, που δεν αγγίζουν τον Ερντογάν και η
Ουάσινγκτον με τη γνωστή τακτική των ίσων αποστάσεων. Το ίδιο δυστυχώς
και η Ρωσία. Την ίδια ώρα, τα Ηνωμένα Έθνη κινήθηκαν στη γνωστή
ποντιοπιλατική τους στάση. Αλληθωρίζουν όταν βλέπουν παραβιάσεις του
Διεθνούς Δικαίου από την Τουρκία και δεν φτάνει αυτό προβαίνουν και σε
συστάσεις του τύπου «βρέστε τα!». Ο φυσικός πλούτος ανήκει στο νόμιμο
κράτος και μόνο. Εάν επιτευχθεί συμφωνία στο Κυπριακό λόγο και μερίδιο
θα έχουν και οι Τουρκοκύπριοι, όπως οι Ελληνοκύπριοι, οι Αρμένιοι, οι
Μαρωνίτες, οι Λατίνοι. Σε κράτη ανήκει ο φυσικός πλούτος, όχι σε
πολίτες. Συνεπώς οι όποιες τοποθετήσεις από τρίτους για διαμοιρασμό του
φυσικού αερίου προδήλως υποβαθμίζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της
Κυπριακής Δημοκρατίας και νομιμοποιούν τις επεκτατικές βλέψεις της
Τουρκίας.
Η κατάληξη αυτής
της κρίσης θα κρίνει το μέλλον των ενεργειακών μας σχεδιασμών, εάν
υπάρχει. Θα κριθούν πολύ περισσότερα για το μέλλον του Κυπριακού. Μια
λύση του Κυπριακού στη βάση των όσων συζητούνται σήμερα με παρουσία της
Τουρκίας στο νησί, πέραν του γεγονότος πως μόνο με θαύμα θα λειτουργήσει
το κράτος, θα υπάρχει μονίμως το μακρύ χέρι της Άγκυρας να εκβιάζει με
κρίση, μέχρι να ισχύσουν οι δικές της επιδιώξεις. Είναι γι' αυτό που θα
πρέπει, όταν καταφέρουμε να ξεμπερδέψουμε από την κρίση που προκαλεί το
καθεστώς Ερντογάν στην κυπριακή ΑΟΖ, να αναθεωρήσουμε πολιτικές στο
εθνικό θέμα. Συζητήσεις που θα τοποθετούν, έστω και σε μεταβατικές
περιόδους, στη μεγάλη εικόνα το Κυπριακό την Τουρκία, δεν μπορούν να
συζητούνται. Δεν θα αφεθεί η χώρα στις διαθέσεις του Ερντογάν. Το
αφήγημα των οπαδών της όποιας λύσης τελειώνει σιγά-σιγά κάτω από το
βάρος των ενεργειών του καθεστώτος Ερντογάν, στο οποίο τόσα πολλά
επένδυσαν για το Κυπριακό.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire