Η Ελλάδα
περνά μια δύσκολη περίοδο στις σχέσεις της με την Τουρκία που παρουσιάζεται
προκλητική και συνάμα απειλητική. Αντανάκλαση της προβληματικής αυτής σχέσης υπάρχει
κατ΄ανάγκη και στις εξελίξεις στην Κύπρο και ειδικά σε όσα συμβαίνουν στην
κυπριακή ΑΟΖ. Τα προβλήματα με την Τουρκία δεν είναι βέβαια νέα αλλά η σημερινή
όξυνση κινδυνεύει να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Η σύλληψη των ελλήνων
στρατιωτικών στον Έβρο δίνει το μέτρο της σοβαρότητας της κατάστασης. Δυστυχώς
οι ελληνικές ελίτ και το ελληνικό πολιτικό σύστημα οδήγησαν την χώρα στη
χρεοκοπία και την αναξιοπιστία με όλα τα επακόλουθα της εξάρτησης από ξένα
κέντρα αποφάσεων. Η διαφθορά και η διαπλοκή είναι χωρίς όρια. Ένας
κρατικοδίαιτος καπιταλισμός και μια μεταταπρατική αστική τάξη καταδυναστεύουν
τη χώρα. Η μνημονιακή Ελλάδα έχει φτάσει στα όρια της. Παρ΄όλα αυτά η χώρα
διαθέτει μεγάλες δυνατότητες να βγει από την κρίση και να ορθοποδήσει. Έχει το ανθρώπινο δυναμικό και διαθέτει
πλουτοπαραγωγικές πηγές που παραμένουν ανεκμετάλλευτες. Φτάνει οι ελίτ και το
πολιτικό σύστημα, μπροστά στους κινδύνους που αντιμετωπίζει ο τόπος, να βάλουν
το συλλογικό συμφέρον πάνω από τα δικά
τους δύσοσμα συμφέροντα. Ή να υποχρεωθούν να το κάνουν από την πίεση των πολιτών που πρέπει κάποτε να
αφυπνιστούν.
Στην Ελλάδα υπήρχε πάντα μια σχολή
αναλυτών που υποτιμούσε κατά κανόνα τις
δυνατότητες της Τουρκίας και που εκλάμβανε τις επιθυμίες της για
πραγματικότητα, αναμένοντας κατά
καιρούς τον διαμελισμό και την κατάρρευση της! Σήμερα η σχολή αυτή τείνει να
αντικατασταθεί από μια άλλη, αυτή της ηττοπάθειας, που συστήνει ουσιαστικά την
παράδοση, σε σημείο που να εξισώνει την
κατάσταση της χώρας με αυτή των Μηλίων όπως την παρουσιάζει ο Θουκυδίδης.
Ευτυχώς ανάμεσα στις δύο αυτές σχολές ακούονται και ψύχραιμες φωνές, ενώ οι
στρατιωτικοί, πίσω από κλειστές πόρτες διαβεβαιώνουν ότι, παρά το γεγονός ότι
το στρατιωτικό ισοζύγιο ανάμεσα στις δύο χώρες έχει προ καιρού ανατραπεί υπέρ
της Τουρκίας, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είναι σε θέση να υπρασπιστούν τη
χώρα. Υπεράσπιση όμως της χώρας δεν
σημαίνει να παρασυρθεί σε πόλεμο, τον
οποίο πρέπει να αποφύγει με την πρόταξη της αποτρεπτικής της
ισχύος. Άκουα ακόμη
πριν λίγο καιρό την ίδια διαβεβαίωση, σε δημόσια συζήτηση, από ναύαρχο πρώην
αρχηγό του ναυτικού και νυν επίτιμο αρχηγό του, του οποίου μου διαφεύγει αυτή
τη στιγμή το όνομα, με την προσθήκη ότι την
ημέρα που οι Τούρκοι θα γνωρίζουν ότι η Ελλάδα δεν θα μπορεί να
υπερασπιστεί τα νησιά του Αιγαίου, τότε μόνο θα επέμβουν. Με την Κύπρο βεβαίως
η κατάσταση είναι διαφορετική, από τη στιγμή
που δεν υπάρχει κοινή αμυντική προσπάθεια.
Πέρα όμως από τη στρατιωτική σκοπιά υπάρχει και το διπλωματικό πεδίο και τι
μπορεί η Ελλάδα να αποκομίσει από αυτό, είτε μέσω συμμαχιών, είτε με την απόκτηση μιας ήπιας αποτρεπτικής ισχύος,
πάντοτε βεβαίως συνδυαζομένης με τη σκληρή ισχύ ή και την αποκαλούμενη σήμερα
«έξυπνη» ισχύ. Όλα αυτά είναι θέματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν από τους
ειδικούς και να υιοθετηθεί σε πολιτικό επίπεδο η αναγκαία στρατηγική. Η σωστή
ανάγνωση της κατάστασης στην Τουρκία και των σχέσεων της με το διεθνές
περιβάλλον είναι προϋπόθεση για να υιοθετηθεί η σωστή στρατηγική.
Σήμερα για παράδειγμα, δεν πρέπει να
καλλιεργούνται ψευδαισθήσεις γύρω από τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη
και τις ΗΠΑ. Δεν υπάρχει καμιά διαφοροποίηση των Αμερικανών από τους Ευρωπαίους
στο θέμα αυτό. Εδώ οι Αμερικανοί
εγκατέλειψαν τους Κούρδους στο έλεος του Ερντογάν και βάζουν μπροστά το
ΝΑΤΟ για να μας προειδοποιήσει ότι η Τουρκία παραμένει πολύτιμος εταίρος της
Δύσης. Δεν πρόκειται να χαρίσουν την Τουρκία στη Ρωσία αλλά ούτε και οι
τουρκικές ελίτ θα εγκαταλείψουν ποτέ την Ευρώπη και τη Δύση. Οι τακτικοί
ελιγμοί της Άγκυρας εκλαμβάνονται λανθασμένα από κάποιους ως αλλαγή στρατηγικής
της χώρας. Στην Άγκυρα όμως γνωρίζουν καλά ότι δεν μπορούν να
διαδραματίσουν ρόλο περιφερειακής
δύναμης χωρίς τη στήριξη των Αμερικανών και των Ευρωπαίων. Το ανέλυσε πολύ καλά
αυτό, λίγο πριν πεθάνει, πριν μερικά χρόνια, ο οξυδερκής τούρκος δημοσιογράφος
Μεχμέτ Αλί Μπιράντ που ήταν από μόνος του ένας "θεσμός" για την
Τουρκία.
Επομένως Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να
χαράξουν τη δική τους πολιτική ανάμεσα στις ρωγμές που δημιουργούνται στην
περιφερειακή δυναμική του συστήματος, στην ευρωπαϊκή του συνισταμένη και σε
τελευταία ανάλυση στην οικουμενική του διάσταση. Δυνατότητες υπάρχουν, και οι
δύο χώρες έχουν στα χέρια τους δυνατά χαρτιά, είναι θέμα χειρισμών και
υιοθέτησης της σωστής στρατηγικής.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα βρίσκεται
σε ένα δύσκολο σταυροδρόμι και ότι θα πρέπει να κάνει κρίσιμες επιλογές για την
επιβίωση του ελληνισμού. Η έξοδος το
ταχύτερον δυνατόν από την κρίση που την ταλανίζει εδώ και οκτώ χρόνια, είναι
προϋπόθεση για να μπορέσει να αντιμετωπίσει συγκροτημένα τις απειλές
συρρίκνωσης του ελληνικού χώρου. Η μέγιστη επίσης δυνατή συνεργασία όλων των
πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων είναι αναγκαία για την υιοθέτηση της
στρατηγικής εκείνης που θα εξασφαλίζει τη χώρα από εξωτερικούς κινδύνους. Δεν
είναι δυνατόν με τις απειλές που αντιμετωπίζει, την ίδια ώρα να πορεύεται σε κατάσταση εμφυλιοπολεμικού
κλίματος. Χρειάζεται η υπέρβαση της μικροπολιτικής και των στενών και άχαρων
κομματικών υπολογισμών.
*Πανεπιστημιακός,
διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά-ΚΕΕΚ
και
μέχρι πρόσφατα επιστημονικός συνεργάτης
του ΕΔΙΑΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
*
.E-mail stephanos.constantinides@gmail.com
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire