Η ολιγαρχική κομματοκρατία, που συμβολίζει ακριβώς την οπισθοδρομική εκδοχή του κράτους, διασφάλισε διαχρονικά την ιδιοποίησή του, με αποκορύφωμα τη μεταπολίτευση. Η περίοδος αυτή σηματοδοτεί την ολική επαναφορά της χώρας στο καθεστώς της πλέον απεχθούς φαυλοκρατίας που καταγράφεται τον 19ο αιώνα. Όντως, στη μεταπολίτευση διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις και τα αντίστοιχα ιδεολογήματα για την κρίση που βιώνουμε σήμερα: για την ολική αποδόμηση και την απόλυτη ιδιοποίηση του κράτους, για την υπερχρέωσή του, για τον παρασιτικό εκφυλισμό της οικονομίας και για την πελατειακή προσομοίωση της κοινωνίας.
Υπέρβαση του πολιτικού συστήματος
Η διαφορά αυτή μεταξύ της δυτικής και την ελληνικής κρίσης συνομολογεί και για το αδιέξοδό της. Διότι η υπέρβαση της κρίσης στην ελληνική περίπτωση προϋποθέτει την υπέρβαση του πολιτικού συστήματος. Και όπως όλα δείχνουν, το πολιτικό του προσωπικό ούτε γνωρίζει, λόγω της ολικής αλλοτρίωσής του, ούτε δύναται ούτε –το κυριότερο– θέλει να υπερβεί τον εαυτό του, προκειμένου να ανατάξει τη χώρα.Απουσιάζει, με άλλα λόγια, ο πολιτειακός εκείνος παράγων που θα επανέφερε την χώρα σε κανονιστική τροχιά, αναλαμβάνοντας σε τελική ανάλυση την θεραπεία των κακώς κειμένων του κράτους. Εάν παρακολουθήσουμε την πορεία της χώρας προς την άβυσσο, θα διαπιστώσουμε αβίαστα ότι, παρόλη την τραγική κατάσταση στην οποία βρισκόταν το 2008, η είσοδός της στο “μνημόνιο” δεν ήταν αναπόφευκτη.
Πρυτανείο σίτισης
Σε ένα τυπικό ολιγαρχικό καθεστώς, όπως το νεοτερικό, ο σκοπός της πολιτικής είναι εξ αντικειμένου ολιγαρχικός, παρ’ όλον ότι εμφανίζεται να συνεκτιμά το πολιτικό κόστος που συνδυάζεται με την κοινωνική συνοχή. Για την ελληνική πολιτική τάξη, η έννοια του πολιτικού κόστους, εστιάζει στις αντιδράσεις των συμμετεχόντων στο πρυτανείο σίτισης του κράτους και όχι στην κοινωνία.Το πολιτεύεσθαι έναντι της κοινωνίας επικεντρώνει το ενδιαφέρον του αποκλειστικά στην αποδόμηση της συλλογικότητάς της, προκειμένου να αφήνεται ανεξέλεγκτη στη νομή της εξουσίας. Η παράδοση της χώρας στους δανειστές και η χρησιμοποίησή της ως εργαστηρίου για την οικοδόμηση της γερμανικής Ευρώπης, οδήγησε στην αποδόμηση της παραγωγικής βάσης της χώρας και στην φτωχοποίηση της κοινωνίας. Άφησε, όμως, άθικτη την αιτία της κρίσης, δηλαδή το πολιτικό σύστημα, το κράτος (Δημόσια Διοίκηση και Δικαιοσύνη) και τη νομοθεσία που οικοδομεί τη διαπλοκή, τη διαφθορά και την εν γένει ιδιοποίηση του κράτους και του δημόσιου αγαθού.
Εξίσου ενδιαφέρον, στο πλαίσιο αυτό, είναι ότι η άρχουσα πολιτική τάξη επέλεξε τη διαχείριση του μνημονίου δίκην εντεταλμένου λογιστή της Τρόικας εις τρόπον ώστε να μην αγγίξει τα αίτια της κρίσης. Ιδίως να αποφύγει να ελέγξει το παρελθόν της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, καθώς και τα δικά της προνόμια. Η προσέγγιση αυτή, η οποία εστιάζει στην ικανοποίηση των δανειστών και, μάλιστα, εξαντλεί το κατ’ αυτήν περιεχόμενο των δημοσίων πολιτικών, σ’ αυτό, συνάδει με την λογική του πολιτεύεσθαι της κομματοκρατίας.
Η ιδιοποίηση του δημόσιου αγαθού
Όντως, παρουσιάζεται το φαινόμενο ένας πολιτικός, εν προκειμένω το σύνολο της πολιτικής τάξης, να πολιτεύεται επί δεκαετίες και να αγνοεί εντελώς τα της πολιτικής διοίκησης του κράτους, τις ανάγκες του και, το χειρότερο, το διεθνές και το ευρωπαϊκό περιβάλλον, μέσα στο οποίο κινείται η χώρα. Εύλογα, θα έλεγε κανείς, αφού έχει ζυμωθεί στα πλέον απεχθή κομματικά ή κομματοκρατούμενα κρατικά δώματα, αφού έχει διδαχθεί πώς να καταδολιεύει τους θεσμούς, να χειραγωγεί την κοινωνία και να ιδιοποιείται το δημόσιο αγαθό.Δεν έχει διδαχθεί πώς θα διαχειρισθεί επ’ αγαθώ της χώρας τα συμφέροντά της, ή πώς θα κατευθύνει τις δημόσιες πολιτικές με άξονα αναφοράς την κοινωνική συλλογικότητα. Εάν για παράδειγμα αποφασιζόταν μια λελογισμένη περισυλλογή και ανασυγκρότηση του κράτους στην αρχή της κρίσης, δεν θα ήταν αναγκαία η είσοδος στο πρώτο μνημόνιο. Και εάν ελαμβάνοντο στη συνέχεια τα απαιτούμενα μέτρα ανάταξης της χώρας, αντί να διαχειρίζονται την κρίση δίκην “ναρκομανούς”, δεν θα υπήρχε λόγος ενός δεύτερου και ενός τρίτου μνημονίου.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire